Για την «Κ»
Πρώτη του μήνα, του Ιουνίου, η πρώτη της Κατερίνας, της Γώγου. Κι ύστερα αυτοκτονία, αιώνια απορία, δοκιμασία που κάποτε θα δικαιωθεί. Τη θυμόμαστε. Πάντα.
Τον Οκτώβριο του 1993, στα 53, πέθανε μια κυρία. Αιτία; Η ευαισθησία, η μανία, η αδιαφορία, η ευημερία. Ασπρόμαυρη της βάλανε φωτογραφία και γράψανε γι’ αυτήν περισπούδαστη νεκρολογία. Το «γιατί» όμως της εκλιπούσας απάντηση δεν βρήκε καμία. Το μόνο που κατάφεραν –πέρα από τα στοιχεία ταυτότητας- να γράψουν στο αγγελτήριο θανάτου ήταν «συνθήκες θανάτου: αυτοκτονία». Φτηνή τυπολατρία. Με το ζόρι ησυχία, δίχως ψυχή, δίχως σημασία. Αυτή, η κυρία, λουλούδι καλοκαιριού δίχως ευωδία. Την κάλυπτε η δυσωδία και η ξεπεσμένη φαντασμαγορία. Περίσσευε η υποκρισία και η ευκολία τις εποχές που έζησε, έγραψε, φώναξε. Με κούφια υλικά, μοντέρνα πλαστικά και τσιμέντα πολλά, δανεικά ιδανικά και περίσσευμα μίσους, η τάξη και η ευπρέπεια «έντυσαν» την αδικία, την αγυρτεία, τη δολοφονία. Και αυτή, εκεί! Να επιμένει, να υπομένει και απάντηση να μην παίρνει. Υψωσε φωνή, ανάστημα και στίχους πέταξε πάνω στα ιερά και τα όσια του κράτους της μπουρζουαζίας. Η κυρία αυτή, η «Κ», έσυρε το «Α» ως το «Ω» με χρώμα μαύρο, γιατί της είχαν στερήσει το κόκκινο. Φυσικά και είχε –έχει- όνομα: Κατερίνα. Μόνο Κατερίνα. Όχι Κατίνα (μόνο στην Παξινού ταιριάζει), αλλά ούτε και Αικατερίνη, αυτή τη μάθαμε μεγάλη. Μεγάλες για μας είναι μόνο οι Κατερίνες του κόσμου τούτου, οι Κατερίνες που ανοίγουν έτσι απλά την πόρτα και μπαίνουν, όπως η Κατερίνα Γώγου.
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε 1η Ιουνίου 1940. Γεννήθηκε και δεν άντεξε, αλλά πάλεψε. Τίποτα δεν πήγε χαμένο. Αξια καταναλωμένο καθετί που βγήκε από το μυαλό και την καρδιά της. Πράξη ήταν, λόγος ήταν, σίγουρα ήταν παράδειγμα. Παράδειγμα προς μίμηση και προς αποφυγή, εξαρτάται από πού την κοιτούσες και η θέση άλλαζε εύκολα, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Τα χρόνια της κινηματογραφικής ξεγνοιασιάς και πρόσκαιρης χαράς, τα χρόνια του Φίνου, η Γώγου ήταν παράδειγμα προς μίμηση. Πριν απ’ αυτό ήταν παιδί-θαύμα. Από πέντε ετών έπαιζε σε παιδικές παραστάσεις. Σίγουρα παράδειγμα. Βέβαια, τα θαύματα δεν κρατάνε πολύ και πονάνε όταν χάνονται. Τέλος πάντων… Όταν από τον Φίνο μένει μόνο το οικόσημο, κάτι σαν τη Metro Goldwyn Mayer, δίχως κραυγές και απειλές, και το θέατρο πνίγεται στη σκόνη, έρχεται η ποίηση και η Γώγου γίνεται παράδειγμα προς αποφυγή. Το σημαντικό είναι «για ποιους;» Για τους ίδιους που ήταν παράδειγμα προς μίμηση. Για την καλή κοινωνία, την αστική τάξη και την εξουσία της. Η ποίηση της όμως άρεσε σε όλους αυτούς που ήταν, είναι και θα είναι απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου.
Η ποιήτρια Γώγου συστήνεται λίγο πριν το τέλος της δεκαετίας του ’80 με τη συλλογή «Τρία κλικ αριστερά». Η περίοδος της Μεταπολίτευσης μόλις έχει ξεκινήσει και τότε μπαίνει στο στόχαστρο (της εξουσίας) το μυαλό. Η χούντα έχει αφήσει γερές ρίζες στο πολιτικό σύστημα και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι άξιος διάδοχος στη θέση του κυβερνήτη. Το αστικό σύστημα χρειαζόταν κάτι διαφορετικό, όχι τόσο απροκάλυπτα άγριο, βίαιο. Ετσι, η καταστολή αλλάζει μορφή –παραμένει ισχυρή βέβαια-, ο φόβος νέας δικτατορίας δεν αφήνει το κίνημα να ριζοσπαστικοποιηθεί όσο χρειάζεται, η πολιτική και κοινωνική καθυστέρηση εφαρμόζεται μεθοδικά και όσο εφαρμόζεται κάνει ζημιά στην κοινωνία. Η Γώγου, λοιπόν, με τα ποιήματά της εκφράζει την ανολοκλήρωτη διαδρομή, τον αγώνα που δεν τελείωσε και δεν δικαιώθηκε. Η χούντα έπεσε, αλλά ό,τι υπήρχε ως αγωνιστικό, εργατικό, κίνημα έπρεπε να υπάρξει ξανά, μόνο που τώρα σημαδεύανε στο μυαλό και όχι στα πόδια.
Η δεκαετία του ’80, η περίοδος που εκδίδει το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής της παραγωγής, δίνει ένα κομμάτι ψωμί, άντε και λίγο κρασί, στον κόσμο που δεν αντέχει άλλο την ανέχεια, όμως αργά και διακριτικά του παίρνει τα πάντα, κυρίως το διεκδικητικό πνεύμα, την αμφισβήτηση. Μπάλα, μπάτσοι, ηρωίνη το τρίπτυχο του ελέγχου, της αποχαύνωσης, της διάλυσης. Με το «Ιδιώνυμο», «Το ξύλινο παλτό» και τους «Απόντες», δηλώνει παρούσα, η φωνή της ακούγεται διαφορετική, πιο δυνατή από τον ψίθυρο της υποταγής. Το μυαλό παραμένει στόχος, αλλά και το σώμα πρέπει να αδρανοποιηθεί, γι’ αυτό και η άσπρη σκόνη.
Η Γώγου, λοιπόν, άνοιξε έτσι απλά την πόρτα και μπήκε γνωρίζοντας ότι δεν θα ζήσει. Γνώριζε ότι θα ταλαιπωρηθεί, θα αδικηθεί, θα ηττηθεί, θα πληγωθεί, αλλά τα δικά της λαχανητά δεν ήταν άσκοπα. Εγραψε και όποιος τη διάβασε, τη διάβασε. Μίλησε, κραύγασε και όποιος άκουσε, άκουσε. Η Γώγου, πέρα από τα λόγια, μας άφησε κληρονομιά το αναρχικό της πνεύμα, την ασυμβίβαστη φύση και τη δοκιμασία της ήττας που δεν σταμάτησε να την μπολιάζει με την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Αλήθεια, πάθος και άσκηση ποιητική, άσκηση ζωής στο όριο. Εκεί, στο όριο, στην άκρη του γκρεμού ζεις ή πεθαίνεις με ό,τι έχεις, το ψέμα μένει πίσω, άχρηστο, και η πτώση είναι η μόνη αλήθεια. Τον Οκτώβριο του 1993 έφυγε μια κυρία. Δεν άντεξε την πτώση των άλλων και διάλεξε τη δική της. Να δούμε εμείς τι θα κάνουμε.