«Για το επαναστατικό υποκείμενο στην εποχή μας»
Μια συμβολή του Κώστα Τζιαντζή στην επαναστατική σκέψη
Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Τόπος ένα ιστορικό κείμενο του Κώστα Τζιαντζή το οποίο ο ίδιος, αποστρεφόμενος τη μικροαστική μανία για την ιδιοκτησία των ιδεών και το copyright, καθώς και από έλλειψη ατομικής πολιτικής φιλοδοξίας, δεν προόριζε για έκδοση. Τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, και με πρωτοβουλία συντρόφων και φίλων του, ξαναέρχεται στο φως ένα κομμάτι της παρακαταθήκης που άφησε, παραμένοντας επίκαιρη, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ!
Εν έτει 1994, λίγα μόλις χρόνια μετά το ιστορικών διαστάσεων σοκ που υπέστη το κομμουνιστικό κίνημα διεθνώς, αλλά και στην Ελλάδα, γράφεται ένα κείμενο το οποίο αποτελεί τομή στην πολύχρονη περιπέτεια της μαρξιστικής σκέψης. Στα «πέτρινα χρόνια» της δεκαετίας του 1990, μετά την πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μετά τη συμμετοχή του ΚΚΕ σε αστικές κυβερνήσεις, με το εργατικό κίνημα να έχει υποχωρήσει φτάνοντας σε όρια ανυπαρξίας και την αστική τάξη της χώρας μας να προελαύνει (έχοντας προσδεθεί για τα καλά στο άρμα της Ε.Ε), ένα μικρό τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς επιχειρεί να επαναθεμελιώσει το κομμουνιστικό πρόταγμα θεωρητικά, πολιτικά, οργανωτικά. Στα πλαίσια λοιπόν, του διαλόγου που είχε αναπτυχθεί εντός του Νέου Αριστερού Ρεύματος (ΝΑΡ), ο Κώστας Τζιαντζής καταθέτει τις σκέψεις του «Για το επαναστατικό υποκείμενο στην εποχή μας».
Στο κείμενο αυτό ο Κ. Τζιαντζής θέτει θεμελιώδη ερωτήματα και επιχειρεί να σκιαγραφήσει απαντήσεις «με τη μαχόμενη υλιστική έννοια της αλλαγής της πραγματικότητας».
Ποιά είναι η κοινωνική βάση του επαναστατικού υποκειμένου; Είναι η εργατική τάξη γενικώς και αορίστως; Είναι τα απομονωμένα και περιθωριοποιημένα τμήματα που υφίστανται την ένταση των απόλυτων μορφών εκμετάλλευσης; Μακριά από απλοϊκές και επί δεκαετίες παγιωμένες αντιλήψεις, καθώς και από μεταμοντέρνες υπεκφυγές, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι οι εργάτες, οι εργαζόμενοι και γενικότερα οι εκμεταλλευόμενοι ταλαντεύονται «καθημερινά και ιστορικά ανάμεσα στο γονάτισμα και στην αντίσταση» και μέσα στην ίδια την εσωτερική κοινωνική τους συγκρότηση, διαμόρφωση και αναπαραγωγή συνυπάρχουν και συγκρούονται συνεχώς η τάση υποταγής στο κεφάλαιο και η τάση χειραφέτησης από αυτό. Το αν θα επικρατήσει η μία ή η άλλη τάση εξαρτάται κάθε φορά από το επίπεδο εξέλιξης των αντιφάσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας και από την ενεργό δράση της ίδιας της εργατικής τάξης και του κάθε ξεχωριστού κοινωνικά εργαζόμενου ανθρώπου. Έτσι, ο κοινωνικός φορέας του επαναστατικού υποκειμένου βρίσκεται σε εκείνη ακριβώς την τάση της εσωτερικής συγκρότησης της εργατικής τάξης και των εργαζομένων που πραγματοποιεί τη δυνατότητά τους για χειραφέτηση από την κυριαρχία του κεφαλαίου.
Καθώς προχωρούν οι σελίδες ο συντάκτης εμβαθύνει σε ακόμα πιο περίπλοκα ζητήματα και επιχειρεί εξαιρετικής οξυδέρκειας, διεισδυτικότητας και καινοτομίας προσεγγίσεις. Πώς συγκροτείται το πολιτικό επαναστατικό υποκείμενο και ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην τάξη και την πρωτοπορία; Ο Τζιαντζής, έχοντας υπάρξει επί χρόνια στέλεχος του ΚΚΕ και έχοντας βιώσει «από πρώτο χέρι» τη χρεοκοπία παραδοσιακών αντιλήψεων περί πρωτοπορίας, προχωρά στη διάκριση ανάμεσα στην «ειδική μερική ιδεολογική πρωτοπορία, τη βασική πολιτική πρωτοπορία κάθε φάσης και την ιστορική επαναστατική πρωτοπορία όλης της εποχής» και αναλύει τη διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ τους και με το σύνολο της τάξης και την κοινωνία με όλες τις σχέσεις της. Αναγνωρίζοντας τη σημασία του δυναμικού χαρακτήρα του χωροχρόνου, εξετάζει τις παραπάνω σχέσεις, όχι στατικά και απομονωμένα, αλλά θεωρώντας πως η επαναστατική πάλη του εκάστοτε παρόντος εμπεριέχει ενιαία το παρελθόν και το μέλλον της ιδωμένο, μάλιστα, σε διεθνικό επίπεδο. Επιπλέον, μέσα από την εμβριθή διερεύνηση των σχέσεων αυτών, καθώς και μέσα από τη διερεύνηση της σχέσης φορέων της αστικής διανόησης με το εργατικό κίνημα, γίνεται φανερός και ο τρόπος με τον οποίο παράγεται τελικά η επαναστατική θεωρία, καθώς και οι διαδρομές μέσα από τις οποίες αυτή μετουσιώνεται σε μαζική επαναστατική πράξη.
Έχοντας κάνει ξεκάθαρο το διακριτό ρόλο της κάθε είδους πρωτοπορίας και τις σχετικά αυτοτελείς σφαίρες παρέμβασής τους (οικονομία, πολιτική, ιδεολογία), το κείμενο προχωρά ένα βήμα ακόμα και προσδιορίζει τις σχέσεις πρωταρχικότητας-καθοριστικότητας στη συνολική συγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου: «το πολιτικό επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας έχει σαν πρωταρχική πλευρά την ειδική, μερική, πολιτικοϊδεολογική πρωτοπορία, τα επαναστατικά κόμματα, και σαν καθοριστική πλευρά τα πλατιά μέτωπα και όργανα της επαναστατικής παρέμβασης των ευρύτερων εργατικών δυνάμεων, τη σύνδεσή τους με τις αριστερές πτέρυγες των αντιφατικών μαζικών αγώνων των εργαζομένων». Επιπλέον, ιχνηλατεί τα πεδία της ταξικής αντιπαράθεσης που αποτελούν κρίκους σύνδεσης και αλληλοτροφοδότησης των σφαιρών της επαναστατικής πάλης και διαγιγνώσκει τον τρόπο με τον οποίο η υποτίμηση κάποιων εξ’ αυτών μπορεί να οδηγήσει σε υπόκλιση στην αστική πολιτική. Ισχυρίζεται, δε, ότι όσον αφορά στη σύνθεση των τριών επιπέδων της εργατικής πάλης (οικονομικός αγώνας, πολιτικός αγώνας, ιδεολογικός αγώνας), αυτή δε συμβαίνει γραμμικά και μηχανικά, καθώς αυτά τα επίπεδα δεν αναπτύσσονται ισόμετρα. Τελικά, η σύνθεσή τους «κρίνεται κάθε φορά από τη βασική πολιτική πρωτοπορία κάθε εποχής και από τα ευρύτερα επαναστατικά τμήματα του εργατικού κινήματος που ξεπηδούν μέσα από την αντικαπιταλιστική τάση και δράση της εργατικής τάξης και παλεύουν με δική τους επιλογή», αφού «αν οι μάζες της εργατικής τάξης δεν είχαν τη δυνατότητα να διαδραματίζουν σχετικά αυτοτελή και αποφασιστικό ρόλο στην επαναστατική πολιτική σύνθεση ανάμεσα στη θεωρητική, την πολιτική και την οικονομική σφαίρα, τότε η επανάσταση θα ήταν αδύνατη».
Κάνοντας, τέλος, μια κριτική στις μορφές οργάνωσης της ταξικής πάλης που αναδείχτηκαν ιστορικά, στην αντιφατική τους ανάπτυξη και στον εκφυλισμό τους, καθώς και σε σχετικές αντιλήψεις που ρέπουν είτε στην υποτίμηση είτε στην αγιοποίηση της εργατικής τάξης, είτε στην αποθέωση είτε στην υποβάθμιση του ρόλου των πρωτοποριών, τονίζει ότι ο κοινός τους παρονομαστής είναι το γεγονός ότι αγνοούνται οι αντικειμενικές δυνατότητες των τάσεων χειραφέτησης των εργαζομένων και ο αποφασιστικός ρόλος της εργατικής πολιτικής, κάτι που οδηγεί σε εμμονική προσκόλληση σε αδιέξοδες πρακτικές και στην πολιτική ατολμία. Σε μια προσπάθεια απαγκίστρωσης από τα σφάλματα και τις αδυναμίες παρελθοντικών προσπαθειών, ο Τζιαντζής επιχειρεί το μπόλιασμα με μια κουλτούρα σύμφωνα με την οποία «οι ειδικές μερικές ιδεολογικοπολιτικές πρωτοπορίες πρέπει να είναι ικανές να μετασχηματίζουν τις οργανωτικές μορφές τους με κριτήριο την ανάπτυξη και σύμφωνα με την επίδραση της ευρύτερης εργατικής επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής πάλης» και συνεισφέρει με εμπνευσμένο τρόπο στην ανάπτυξη της επαναστατικής σκέψης και πράξης.
*Ο Κώστας Τζιαντζής (1948-2011) γεννήθηκε στον Πύργο της Ηλείας και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εντάχθηκε στο αντιδικτατορικό κίνημα, συνελήφθη το 1968 και κρατήθηκε στην Ασφάλεια. Το 1969 οργανώθηκε στην ΚΝΕ. Ήταν μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της ΚΝΕ στα χρόνια της δικτατορίας και βασικός συντελεστής στη δημιουργία της Αντι-ΕΦΕΕ. Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν γραμματέας της Οργάνωσης Σπουδάζουσας της ΚΝΕ και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων. Καταζητούμενος της χούντας από τον Φεβρουάριο του 1974, πέρασε στην παρανομία μέχρι τη μεταπολίτευση. Μετά την κατάρρευση της χούντας υπήρξε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ μέχρι το 1989, οπότε αποχώρησε μαζί με 14 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και από κοινού δημιούργησαν το Νέο Αριστερό Ρεύμα (ΝΑΡ). Στα δύσκολα για την Αριστερά χρόνια που ακολούθησαν, κατέβαλε συστηματικές προσπάθειες για την ενότητα δράσης των ποικίλων ιστορικών ρευμάτων της Αριστεράς, την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού ιδανικού, καθώς και τη διαμόρφωση ενός επαναστατικού προγράμματος του αντίστοιχου κόμματος και του εργατικού κινήματος της εποχής μας για την κομμουνιστική απελευθέρωση.