Γιούλικα Σκαφιδά: «Κλέβω τις ζωές των άλλων»
Συνέντευξη σΤο Περιοδικό: Το “Dogville” και το θέατρο στην εποχή της κρίσης

[br]
Η Γιούλικα Σκαφιδά έμαθε από το ξεκίνημα της καριέρα της να βουτά στα βαθιά. Το ίδιο κάνει και τώρα στο “Dogville”. Βουτά και βυθίζεται στην Γκρέις. Είναι η Γκρέις. Τη συναντήσαμε εκτός σκηνής και μας μίλησε παθιασμένα για τη δουλειά της, τις δυσκολίες της, το θέατρο, τον κινηματογράφο. Η συζήτηση έγινε στον ενικό μια και μας το επέτρεψε. Εξάλλου, οι αληθινές κουβέντες μόνο έτσι μπορούν να γίνουν.
Πιστεύεις ότι το ταλέντο αρκεί για να γίνεις ηθοποιός;
Νομίζω πως το ταλέντο δεν αρκεί, σε οποιοδήποτε κλάδο, για να σε πάει κάπου. Θέλει οργάνωση στο μυαλό σου, πειθαρχία, αφοσίωση και διαρκή αναζήτηση. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι το ταλέντο… Για μένα είναι η φαντασία. Και να το έχεις, δηλαδή, αν η ζωή και η προσωπικότητά σου είναι δίχως ενδιαφέρον και δεν σε βοηθάει να προχωρήσεις, τι να το κάνεις και το ταλέντο. Είναι μια καλή πρώτη ύλη, αλλά από κει και πέρα απαιτείται δουλειά. Το ταλέντο πρέπει να το θρέφεις.
Στο “Dogville” δοκιμάζεις τα όρια σου; Θυμόμαστε όλοι την ταινία, που ήταν απαιτητική. Υποδύεσαι την Γκρέις που από θύμα γίνεται θύτης. Δοκιμάζεσαι υποκριτικά…
Είναι ρόλος που έχει κάποιες εκρήξεις, μία ή δύο σε όλο το έργο, αλλά το στοίχημα είναι να δείξεις ότι είναι ένα ηφαίστειο που σιγά-σιγά βράζει. Αυτό είναι για μένα το δύσκολο σε αυτή την παράσταση. Να δείξεις τη θέληση αυτού του ανθρώπου να προσαρμοστεί και να υπακούσει, να κάνει κάποιες υποχωρήσεις στα θέλω του ώστε να μπορέσει να ενταχθεί στην κοινωνία στην οποία ζητά να ενταχθεί. Να δείξεις ότι βλέπει την εκμετάλλευση, ότι συνειδητοποιεί την εκμετάλλευση που δέχεται από τους υπόλοιπους κατοίκους του Dogville αλλά είναι καρτερική μέχρι που θα έρθει η στιγμή να ξεσπάσει.
Αυτό το υπόγειο…
Ακριβώς. Αυτό είναι το δύσκολο σε αυτή την παράσταση. Βλέπουμε ότι το θέλω και η αγάπη να μείνει σ’ αυτό το χωριό θα γυρίσει σε εφιάλτη. Πως βράζει και θα γίνει το μεγάλο “μπαμ” του τέλους. Εκεί εντοπίζεται η δυσκολία του ρόλου. Σαν να είναι δύο πρόσωπα. Η καλή και η υπομονετική Γκρέις και στο τέλος η Γκρέις τιμωρός που δεν αντέχει άλλο και κάνει την επανάστασή της.
Η μεταφορά λογοτεχνικών, κινηματογραφικών έργων κάνει καλό στο θέατρο ή είναι κάτι που το έχει αποδυναμώσει; Μήπως υπάρχει έλλειψη καλών θεατρικών κειμένων;
Το να ανεβάζεις βιβλίο ή να κάνεις την ταινία θεατρικό είναι πρόκληση. Η δύναμη της εικόνας είναι πολύ μεγάλη. Όπως στην περίπτωση του Dogville. Όσον αφορά στο βιβλίο, ισχύει το ίδιο, γιατί διαβάζοντάς το, έχουμε γίνει υποσυνείδητα σκηνοθέτες και έχουμε φτιάξει δικές μας ιστορίες. Οπότε αν δούμε κάτι διαφορετικό θα μας ξενίσει. Ακόμη κι αν είναι καλύτερο απ’ αυτό που έχουμε σκεφτεί.
Δεν χάνει τίποτα όταν το μεταφέρεις στο θέατρο;
Πάντα κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις. Αυτό που κερδίζεις σε μια παράσταση είναι το ζωντανό του πράγματος. Εξελίσσονται δίπλα σου όλα. Είναι κάτι ρευστό. Βλέποντας ταινία ξέρεις ότι όλα είναι πιο στυλιζαρισμένα, πιο φτιαγμένα. Βέβαια, οι ταινίες του Τρίερ δεν είναι έτσι. Είναι πολύ θεατρικές.
Το θέατρο προσαρμόζει το άλλο είδος στο δικό του πλαίσιο;
Ναι. Δεν είναι δουλειά του θεάτρου να μιμηθεί το σινεμά. Δεν θα είχε νόημα να πάρουμε κιμωλίες και να ζωγραφίσουμε στο δάπεδο.
Αυτό δεν ακυρώνει τους νέους θεατρικούς συγγραφείς;
Όχι. Δεν θεωρώ ότι έχει να κάνει με αυτό. Κάποιος πονηρός θα έλεγε ότι γίνεται για εμπορικούς σκοπούς. Περισσότερο είναι το θέμα της πρόκλησης. Ένα έργο που το αγαπάς να το μεταφέρεις στο θέατρο. Γενικά είναι ωραίο που μπαίνει και ο κινηματογράφος στο θέατρο. Ο θεατής πρέπει να έχει στο μυαλό του πως πάει να δει μια θεατρική παράσταση βασισμένη στην ταινία.
Το κοινό πρέπει να προετοιμάζεται πριν πάει να δει κάποια παράσταση ή ας έρθει και ας αφεθεί;
Εξαρτάται την παράσταση. Αν έρθει να δει μια κωμωδία, ένα μπουλβάρ, χωρίς να υποτιμώ το είδος, δεν χρειάζεται. Εμένα μου αρέσει να διαβάζω λίγο γι’ αυτό που πάω να δω. Ακόμη και κάτι επιθεωρησιακό. Θα δω τους συντελεστές. Όταν πάω να δω το “Έγκλημα και Τιμωρία” θα κάτσω να διαβάσω το βιβλίο. Τι ενέπνευσε τον Ντοστογιέφσκι. Είναι ωραίο να ξέρεις τι πας να δεις. Μπαίνεις πιο ωραία στην ιστορία.
Τι μαθαίνεις από κάθε ρόλο και τι πρέπει να ξοδέψεις γι’ αυτόν;
Όταν υποδύομαι έναν ρόλο προσπαθώ να είμαι αυτός ο ρόλος. Με το που σταματά η σειρά, η ταινία, η παράσταση, ο ρόλος αυτός φεύγει από πάνω μου. Αυτό που μένει πάντα είναι ένα κομμάτι βάρους που έχει ο κάθε ρόλος.
Όταν λες “να είμαι” τι εννοείς;
Προσπαθώ να φιλτράρω οποιοδήποτε ρόλο μέσα από μένα. Να βρίσκω εμένα στην οποιαδήποτε κατάσταση. Τώρα προσπαθώ να βρω εμένα ως Γκρέις. Να είμαι η υπομονετική Γιούλικα, η Γιούλικα που ξεσπάει γιατί δεν αντέχει άλλο και κραυγάζει.
Να ταυτιστείς…
Ακριβώς. Ενστικτωδώς μπορώ να λειτουργήσω πολύ καλύτερα. Φυσικά και με την τεχνική γιατί δεν μπορείς να είσαι κάθε μέρα στα πάνω σου και να έχεις την ίδια έμπνευση.
Μετά την παράσταση πας σπίτι και λες “αυτό δεν το έκανα όπως στην πρόβα”;
Πάντα. Και κατά τη διάρκεια της παράστασης. Μια μικρή αυτοκριτική. Η παράσταση δημιουργείται στις πρόβες. Το πρώτο υλικό είναι εκεί. Παρ’ όλα αυτά θα εξελιχθεί και θα τελειοποιηθεί κατά τη διάρκεια των παραστάσεων και το πάρε-δώσε που έχεις με το κοινό. Γι’ αυτό αν δεις μια παράσταση στην πρεμιέρα και λίγο πριν το τέλος, δεν θα είναι άλλη αλλά αρκετά διαφορετική. Το θέατρο εξελίσσεται. Είναι ζωντανό. Απαιτεί αφοσίωση, παρατηρητικότητα και συνεχή κριτική. Θέλει να είσαι σε εγρήγορση.
Αν δεις κάτι να το συνδέσεις, να το αξιοποιήσεις…
Έχει συμβεί. Είμαι άνθρωπος που παρατηρεί. Το μισό κομμάτι της δουλειάς είναι παρατήρηση. Διακριτικά βέβαια. Κλέβω τις ζωές των άλλων. Αυτό κάνω ουσιαστικά.
Πιστεύεις ότι ο ηθοποιός προστατεύεται από τον ρόλο πάνω στη σκηνή; Τον βοηθά στο θέμα της έκθεσης στο κοινό;
Βέβαια. Μάλιστα, αν ρωτήσεις πολλούς γιατί έγιναν ηθοποιοί θα σου πουν γιατί θέλουν να ζουν τη ζωή ενός άλλου εκ του ασφαλούς. Με το άλλοθι ενός σεναρίου. Ρίχνουμε διάφορες πτυχές του εαυτού μας, αλλά λέμε ότι είναι ο ρόλος. Είναι το παιχνίδι που έχουμε ανάγκη οι άνθρωποι να υποδυόμαστε ρόλους στη ζωή μας. Ο Πιραντέλο λέει “Είμαστε τόσοι όσοι οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόμαστε”. Ο ηθοποιός έχει τη χαρά να το κάνει μέσα από τη δουλειά του.
Στην αρχή δεν υπάρχει αμηχανία;
Αυτά πρέπει να φύγουν από τη σχολή. Θυμάμαι μου είχε πει ο Ακύλας Καραζήσης σε μια σκηνή στην «Ιωάννα της Καρδιάς», μαζί ήταν και η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, όπου ήμουν ντροπαλή: “πρέπει να βουτήξεις”. Πάντα έχω στο μυαλό μου σε δύσκολες καταστάσεις ότι πρέπει να βουτήξω. Δεν θα το σκεφτώ.
Υπάρχει κοινή βάση κάθε φορά ή τα πάντα εκκινούν από το μηδέν;
Από δουλειά σε δουλειά κερδίζεις εμπειρίες, κάποιες τεχνικές γνώσεις, μεγαλύτερη άνεση με το κοινό, εμπειρία… Ωστόσο, μπαίνοντας σε μια δουλειά, επειδή ο σκηνοθέτης κάθε φορά είναι καινούργιος, οι συνεργάτες καινούργιοι, είναι λίγο σαν την πρώτη μέρα στο σχολείο.
Πόσο διαφορετικοί μπορεί να είναι οι σκηνοθέτες;
Μπορεί κάποιοι να είναι ίδιοι, αλλά μπορεί και τελείως διαφορετικοί στη νοοτροπία τους. Μπορεί κάποιος δηλαδή, μπαίνοντας την πρώτη μέρα στην πρόβα να σου ζητήσει να έχεις μάθει τα λόγια του έργου και να ξεκινήσει να το στήνει γιατί έχει κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του. Κάποιος άλλος να σου πει “πάμε αυτοσχεδιαστικά. Ας φτιάξουμε μαζί το έργο”. Είναι ωραίο το ένα και το άλλο. Πρέπει, όμως, να προσαρμοστείς και στις δύο καταστάσεις.
Τον τελευταίο λόγο έχει πάντα ο σκηνοθέτης;
Επειδή είναι ο άνθρωπος που υπογράφει τη δουλειά και αυτός έχει φανταστεί και σκεφτεί κάτι, συνήθως ναι. Ορισμένοι σκηνοθέτες που έχω δουλέψει είναι ανοιχτοί στο να προτείνεις, να πεις τη γνώμη σου. Άλλοι, διακριτικά και ευγενικά, ζητάνε αυτό που έχουν στο μυαλό τους. Κακά τα ψέματα, ο ηθοποιός βλέπει λίγο κατακερματισμένα τα πράγματα. Ο σκηνοθέτης έχει όλη την εικόνα. Μου αρέσει να είμαι εργαλείο του, να υπακούω, όπως και να μου πει “αυτοσχεδίασε”.
Υπάρχει κρατική μέριμνα για το θέατρο, τον κινηματογράφο;
Είμαστε μια φτωχή χώρα σε κρίση. Έχω την αίσθηση ότι δεν τα κάναμε πολύ καλά ώστε να έχουμε τις υποδομές που θα χρειάζονταν. Νομίζω ότι μπορεί να βοηθήσει το κράτος και ο κρατικός μηχανισμός. Και όχι απαραιτήτως με χρήματα. Θα μπορούσε να διευκολύνει τη δημιουργία μιας ταινίας, μιας παράστασης στηρίζοντας με άλλους τρόπους. Δίνοντας πιο εύκολα άδειες, για παράδειγμα.
Η δυσκολία να κάνεις θέατρο ποια είναι;
Το οικονομικό είναι η σοβαρότερη δυσκολία. Το γεγονός ότι πρέπει να πάρεις κάποιους ανθρώπους, και για να απαιτήσεις αφοσίωση θα πρέπει να έχουν και αυτοί ασφάλεια, ότι θα μπορέσουν να ζήσουν απ’ αυτό και όχι να είναι το χόμπι τους. Δύσκολο είναι και να προωθήσεις τη δουλειά σου. Να τη δει κόσμος. Στον κινηματογράφο είναι κάπως πιο εύκολα. Και εκεί θα μπορούσε να είναι πιο βατό το να γυριστεί μια ταινία, να προωθηθούν φιλμ στο εξωτερικό. Η άνθηση του ελληνικού σινεμά τα τελευταία χρόνια έχει να κάνει με πρωτοβουλίες νέων σκηνοθετών και παραγωγών. Η πρωτοβουλία των ατόμων του χώρου έχει βγάλει ταινίες προς τα έξω. Όχι του κράτους.
Πόσο έχουν αλλάξει οι συνθήκες δουλειάς τα τελευταία χρόνια;
Ξεκίνησα να εργάζομαι το 2003, ενώ ήμουν στο Β’ έτος στη σχολή. Έζησα, λίγο, τα τελευταία χρόνια της καλής εποχής. Αν και δεν τα γεύτηκα, καθώς ήμουν αρκετά νέα. Είδα μια μικρή ασυδοσία. Δεν θέλω να είμαι αχάριστη, μιας και κάθε χρόνο έχω δουλειά, αισθάνομαι όμως ότι ήταν μια μικρή πολυτέλεια για τη χώρα να έχει 20 τηλεοπτικές σειρές τη σεζόν.
Οι άνθρωποι, όμως, έβρισκαν δουλειά
Συμφωνώ. Τέθηκε, βέβαια, κάποια στιγμή το θέμα γιατί ο καθένας κάνει αυτή τη δουλειά. Τώρα είναι χειρότερα. Έχουμε πάει από το ένα άκρο στο άλλο. Είμαι στο “Ακροπόλ” και είμαι μια χαρά, όμως γενικά το θέατρο τείνει να γίνει χόμπι. Υπάρχει ανασφάλεια. Με τα χρήματα του θεάτρου δεν μπορείς να ζήσεις. Κάτι που επηρεάζει και το ψυχολογικό κομμάτι. Είναι σημαντικό να νιώθεις ότι αμείβεσαι γι’ αυτό που κάνεις. Θεωρώ ότι είμαστε μια γενιά που θυσιάστηκε. Και ακόμα θυσιάζεται. Το έχω δεχτεί προσωπικά. Τουλάχιστον να γίνουμε η τελευταία γενιά που θα θυσιαστεί ώστε η επόμενη να τα βρει λίγο καλύτερα.
Ετοιμάζεις κάτι άλλο;
Είμαι στη σειρά του Mega “Η χειρότερη εβδομάδα της ζωής μου” και έχω ξεκινήσει πρόβες για την παράσταση “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ”. Πάει για 2η σεζόν. Στο “Από Μηχανής Θέατρο” σε σκηνοθεσία του Τσέζαρε Γκραουζίνις. Παίζουν οι Ακις Βλουτής, Αγλαΐα Παππά, Δημήτρης Κουρούμπαλης και εγώ. Επίσης, την άνοιξη ξεκινάμε γυρίσματα στη νέα ταινία του Γιώργου Κορδέλλα.
Λίγα λόγια για την παράσταση:
Οι άνθρωποι που τολμούν να μεταφέρουν στο σανίδι κλασικά κινηματογραφικά έργα ξέρουν ότι ή θα αποτύχουν παταγωδώς ή θα επιτύχουν μεγαλοπρεπώς. Το “Dogville” είναι κλασικό διότι διαθέτει την υπογραφή του Λαρς Φον Τρίερ. Ο δανός δημιουργός είναι αυτό που λέμε ανατρεπτικός και οι εικόνες του γεμάτες ενέργεια.
Οι συντελεστές του θεατρικού “Dogville” ανήκουν σε αυτούς που τα κατάφεραν. Ο βασικότερος λόγος είναι ο τρόπος που “εκμεταλλεύτηκαν” το φιλμ. Σε καμία περίπτωση δεν το μιμήθηκαν. Σε καμία περίπτωση δεν το αντέγραψαν. Σε καμία περίπτωση δεν έδειξαν ασέβεια. Το χρησιμοποίησαν ως βάση για να φτιάξουν το δικό τους “Dogville”. Πήραν όλα τα θεατρικά στοιχεία της κινηματογραφικής εκδοχής και αυτό που παρουσιάζουν στο θεατρικό κοινό έχει τον δικό του βηματισμό. Τη δική του ταυτότητα.
Η θεατρική προσαρμογή (Κρίστιαν Λόλλικ) βασίζεται σε κάτι που χρησιμοποιείται κατά κόρον στο σημερινό θέατρο: Στο λιτό, σχεδόν ανύπαρκτο σκηνικό. Εδώ απαιτείται και η επιλογή γυάλινου κουτιού ενδεδειγμένη. Η στόχευση διττή: Να αποφευχθεί η σύγκριση με το σκηνικό του Τρίερ (κιμωλίες) και να μην απομακρυνθούν από το ύφος και το πνεύμα του έργου. Η σημειολογία του ξεκάθαρη: Αυτό που βλέπουμε δεν είναι ποτέ όπως φαίνεται. Γι’ αυτό και οι ηθοποιοί-κάτοικοι του “Dogville” δεν σταματούν να καθαρίζουν το πάτωμα και τους γυάλινους τοίχους. Η έξωθεν καλή μαρτυρία μετράει και τίποτε άλλο. Η καθαρή βιτρίνα καλύπτει τις ακαθαρσίες του κόσμους, της ψυχής μας.
Φυσικά δεν είναι μόνο το σκηνικό. Η δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία της Έφης Γούση δίνει κάτι ξεχωριστό. Πρώτα απ’ όλα η παράσταση είναι 80 λεπτά στα οποία δεν μένει τίποτα έξω από το “θηρίο” του Τρίερ. Επιπλέον, έχουν προστεθεί μικρές πινελιές χιούμορ και έξυπνα τεχνάσματα για μην υπάρξει κενό στην αφήγηση και απορία στο κοινό. Χαρακτηριστικά οι σκηνές βιασμού. Η βιαιότητα της εικόνας αντικαθίσταται από την ψυχρότητα του αφηγητή και την αντίδραση της ηρωίδας.
Η ψυχή της παράσταση βέβαια είναι οι ηθοποιοί της. Αν και το έργο ευνοεί την πρωταγωνίστρια (στην ταινία η Νικόλ Κίντμαν), εδώ δεν χάνονται οι υπόλοιποι ρόλοι. Οι Ευθύμης Ζησάκης, Ορέστης Καρύδας, Μιχάλης Λεβεντογιάννης, Ρομάνα Λόμπατς, Δημήτρης Πασσάς, Πηνελόπη Τσιλίκα, ακολουθούν και ακολουθούνται από την “Γκρέις” Γιούλικα Σκαφιδά. Το πλεονέκτημα του θεάτρου, η ασταμάτητη εξέλιξή του, δίνει έξτρα πόντους στην παράσταση. Παρ’ όλα αυτά, η Σκαφιδά δεν “καίγεται”. Ο Τρίερ έχει δώσει μεγάλο πεδίο δράσης στην πρωταγωνίστρια και κάτι τέτοιο είναι πάντα επικίνδυνο να σε παρασύρει σε αμετροεπείς συμπεριφορές. Η Σκαφιδά όμως ενσαρκώνει και τις δύο “Γκρέις” και όταν ο ρόλος ζητά να ξεσπάσει, το κάνει με τρόπο που σε καθηλώνει.
“Dogville”, του Λαρς Φον Τρίερ
Θεατρική προσαρμογή: Κρίστιαν Λόλλικ
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Σκηνοθεσία/Art Direction/Δραματουργική επεξεργασία: Εφη Γούση
Μουσική: Nalyssa Green
Κινησιολογία/Βοηθός σκηνοθέτη: Βαγγέλης Τελώνης
Σκηνικά: Ηρα Σπαγαδώρου
Κοστούμια: Δάφνη Ηλιακή
Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Φωτογραφία-Βίντεο: Εφη Γούση
Ερμηνεύουν: Ευθύμης Ζησάκης, Ορέστης Καρύδας, Μιχάλης Λεβεντογιάννης, Ρομάνα Λόμπατς, Δημήτρης Πασσάς, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γιούλικα Σκαφιδά
Ακροπόλ
Ιπποκράτους 9-11 κέντρο, τηλέφωνο ταμείου: 210-3648303
Παραστάσεις: Βραδ.: Δευτ., Τρ. 9.30μ.μ. Μεσάν.: Παρ., Σαβ. 24:00
Εισιτήρια: 15, 10 ευρώ