Γιώργος Μπουζιάνης: Το τίμημα της πρωτοπορίας
Από την ασφυξία των ναζί, σε αυτήν της φτώχειας και του καλλιτεχνικού ακαδημαϊσμού

Ο σημαντικότερος ‘Ελληνας εξπρεσιονιστής ζωγράφος, γεννήθηκε το 1885 στην Αθήνα, με καταγωγή από τα Μπουζιανέικα της Τρίπολης και διαμόρφωσε το χαρακτήρα της τέχνης του στην Γερμανία, την εποχή που στο καλλιτεχνικό προσκήνιο βρίσκονταν πρωτοποριακές ομάδες, όπως η «Γέφυρα» (Die Brucke) και ο «Γαλάζιος Καβαλάρης» (Der Blaue Reiter), όντας ο ίδιος μέλος της Neue Secession και της Neue Gruppe.
Οι νεκρές φύσεις, τα τοπία, αλλά κυρίως η προσωπογραφίες και, εν γένει, η ανθρώπινη μορφή αποτέλεσαν τις κύριες θεματικές της ζωγραφικής του, όπου το χρώμα κυριαρχεί και αυτονομείται εκφράζοντας δυναμικά συναισθηματικές και ψυχολογικές καταστάσεις. Το έργο του, ακολούθησε μια ιδιαίτερη αντίληψη και οδήγησε στην αφαίρεση. Πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που τον απασχόλησε το δράμα της ύπαρξης και που κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου υπηρέτησε τη λεγόμενη δεύτερη γενιά του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Οι παραμορφώσεις στα έργα του λειτουργούν περισσότερο ως τραύματα της ψυχής και του υποσυνείδητου και αναδεικνύουν με μοναδικό τρόπο τις εσωτερικές συγκρούσεις. Το άτομο μέσα σε απροσδιόριστο σκοτεινό χωροχρόνο παλεύει με εσωτερικούς δαίμονες και η πάλη αυτή αναδύεται ως κραυγή χρωματικής έκφρασης.
Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από το 1897 έως το 1906, και στη συνέχεια, με ιδιωτική οικονομική υποστήριξη, μετέβη στη Γερμανία και φοίτησε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Otto Seitz, ενώ μαθήτευσε επίσης κοντά στους Walter Thor και Georg Schildknecht. To 1909 βρισκόταν στο Βερολίνο και γνωρίστηκε με τον Max Liebermann. Στο Μόναχο συνδέθηκε φιλικά με διάφορους καλλιτέχνες, ιδιαιτέρως δε με τον Heinz Waldmuller, ενώ ήδη από την εποχή των σπουδών του στην Αθήνα γνώριζε τον Giorgio de Chirico. Μετείχε στις εκθέσεις τόσο του Kunstverein όσο και του Glaspalast, και από το 1917, οπότε άρχισε να διαμορφώνεται σαφέστερα το εξπρεσιονιστικό του ιδίωμα, παρουσίαζε έργα του στην γκαλερί «Rithaler». Αργότερα θα εκθέσει στις γκαλερί «Thannhauser» του Μονάχου και «Barchfeld» της Λειψίας, στην Πινακοθήκη του Chemnitz (1927, μαζί με το γλύπτη Alexander Fischer), ενώ αξιοσημείωτη είναι και η συμμετοχή του το 1928 στην έκθεση της Neue Secession του Μονάχου, της οποίας ήταν μέλος.
Στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας θα παραμείνει έως το 1928, και στη συνέχεια, αφού επισκέφτηκε το 1929 τη Βιέννη, έζησε, έως το 1932, στο Παρίσι, όπου φιλοτέχνησε έναν μεγάλο αριθμό υδατογραφιών. Από την περίοδο αυτή προέρχεται και το Τετράδιο με τους Αφορισμούς, σημαντικό τεκμήριο για τη θεώρηση του καλλιτέχνη. Αφού επέστρεψε στο Μόναχο, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια, εγκαταστάθηκε οριστικά πλέον στην Αθήνα το 1934. Δύο λόγοι συνετέλεσαν στην επιστροφή του, η άνοδος των ναζί στην εξουσία και ο κίνδυνος για το πρωτοποριακό έργο του και η υπόσχεση του Παναγή Τσαλδάρη ότι θα διοριστεί καθηγητής στη σχολή Καλών Τεχνών. Έχοντας έγγραφο υπογεγραμμένο από τον Α ‘ Γραμματέα της πρεσβείας και δύο συστατικές επιστολές του Ραγκαβή από το Βερολίνο, πούλησε το σπίτι του στη Γερμανία και αγόρασε μια κατοικία στην περιοχή της Δάφνης.
Το 1935 πήρε μέρος σε ομαδική έκθεση στην γκαλερί «Στούντιο». Την ίδια χρονιά τον ακολούθησε η γυναίκα του και ο γιος του στην Αθήνα. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου δεν θα επιτρέψει ποτέ την είσοδο του Μπουζιάνη στη σχολή. Παράλληλα το καλλιτεχνικό κατεστημένο της εποχής τον αντιμετώπισε με εχθρότητα και ποικίλες επικρίσεις που αφορούσαν την τεχνοτροπία της ζωγραφικής του. Το 1949, πραγματοποίησε τη μοναδική ατομική του έκθεση στην Ελλάδα στην αίθουσα του «Παρνασσού». Παρουσίασε ακόμη έργα του σε Πανελλήνιες (1938, 1939, 1952), στις εκθέσεις της ομάδας «Στάθμη» (1951 – 1953), της «Ομάδας των Πέντε» (1957), ενώ μετείχε και σε εκθέσεις στο Έρλανγκεν (1952) και τη Ρώμη (1953). Το 1950 πήρε μέρος στην Μπιενάλε της Βενετίας και το 1956 τιμήθηκε με το Ελληνικό Βραβείο του διεθνούς διαγωνισμού Guggenheim.
Οι περίοδοι της Κατοχής και του Εμφυλίου ήταν πολύ δύσκολες για τον καλλιτέχνη. ‘Εζησε στην απόλυτη φτώχεια. Ενδεικτικό της περιθωριοποίησης του είναι το μεταγενέστερο δημοσίευμα από το έγκριτο καλλιτεχνικό περιοδικό «Ζυγός» το 1959: Έκκληση του καθηγητή Γ. Μουρέλα για την ενίσχυση του πένητα και ασθενή Γ. Μπουζιάνη. Ο απολογισμός των εισφορών μετά τη δημοσίευση ήταν πενιχρός. Ο ζωγράφος απεβίωσε λίγο αργότερα στις 22 Οκτωβρίου. Σε επόμενη δημοσίευση του Δεκεμβρίου αναφέρεται ότι οι εισφορές για την περίπτωση Μπουζιάνη ήταν 2000 δρχ μετά την έκκληση του Μουρέλα.
Βαθιά υπαρξιακός και ανθρωποκεντρικός ο Μπουζιάνης λέγεται ότι παρά την ένδεια στη οποία βρισκόταν, όταν κάποιος ήθελε να αγοράσει ένα έργο του, τον υποδεχόταν στο μικρό σπίτι της Δάφνης (όπου το ένα δωμάτιο ήταν το ατελιέ του) και συζητούσε μαζί του. Εάν δεν του άρεσε η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας του υποψήφιου αγοραστή δεν του πουλούσε το έργο του. Είναι ενδεικτικό παράδειγμα ανθρώπων με αρχές και αξίες που δεν παραβιάζονται ακόμη και σε καταστάσεις πολύ δύσκολες, πράγμα που σήμερα μάλλον θα φαινόταν «αφύσικο» καθότι η ύλη προέχει των πάντων.
Μετά το θάνατό του ιδρύθηκε ο σύλλογος «Οι φίλοι του Μπουζιάνη» που διοργάνωσε πολλές εκθέσεις και εκδηλώσεις για το έργο του. Το σπίτι του ζωγράφου στην Δάφνη Αττικής αγοράστηκε από τον Δήμο Δάφνης και έχει μετατραπεί σε μουσείο. Έργα του Μπουζιάνη υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη καθώς και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός Ελλάδας. Αναδρομικές εκθέσεις με έργα του πραγματοποιήθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη το 1977 και το 1985, και στο Μουσείο Μπενάκη το 2005.
Βιβλιογραφία
1) Εθνική Πινακοθήκη www.nationalgallery.gr
2) Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 15, Νεώτερος Ελληνισμός (1910-1940).
3) Τελλόγλειον Ίδρυμα Τεχνών http://www.teloglion.gr/ Φάκελοι, Γιώργος Μπουζιάνης.