Γιώργος Πλειός: «Πιστεύω ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, το σχεδόν 62%, δεν μπορούσε να το διαχειριστεί κανείς»
Ο συγγραφέας μιλά για το βιβλίο του «Δημοψηφίσματα και ΜΜΕ. Πώς το 2015 το «Ναι» των Μέσων έγινε στις κάλπες «Όχι» [Εκδόσεις Τόπος]

Το ερχόμενο καλοκαίρι συμπληρώνονται 10 χρόνια από τη διεξαγωγή του ελληνικού δημοψηφίσματος. Το 2015 οι πολίτες της Ελλάδας κλήθηκαν να ψηφίσουν για το αν θα γινόταν αποδεκτό το σχέδιο της τρόικας (Κομισιόν, ΕΚΤ, ΔΝΤ). Στην ουσία πήγαν στην κάλπη να ψηφίσουν για το μέλλον τους, έτσι όπως το φαντάζονταν οι ίδιοι. Τα ΜΜΕ έκαναν τα πάντα για να επικυρωθεί το «Ναι» του δημοψηφίσματος. Το αποτέλεσμα, η επιλογή του λαού, το «Όχι», τους διέψευσε.
Το βιβλίο του Γιώργου Πλειού, καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, ερευνά τον ρόλο των ΜΜΕ στα σύγχρονα δημοψηφίσματα, ιδιαίτερα εκείνα που αφορούσαν στις σχέσεις ορισμένων χωρών με την Ε.Ε. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ελληνικό δημοψήφισμα. Για τον σκοπό αυτό αξιοποιούνται τα αποτελέσματα έρευνας για τη στάση των ΜΜΕ, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό την επιστημονική ευθύνη του συγγραφέα με ομάδα συνεργατών του. Ακολούθως, αναλύεται η αντίφαση μεταξύ της στάσης των κυρίαρχων ΜΜΕ και της στάσης του εκλογικού σώματος.
Η προδημοψηφισματική περίοδος του 2015 ήταν απόδειξη δύναμης ή αδυναμίας των ΜΜΕ;
Στην προ-δημοψηφισματική περίοδο τα ΜΜΕ με το μεγάλο κοινό και τη μεγάλη χρηματοδότηση, αλλά και τις αλληλεξαρτήσεις με τις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ έδειξαν με μεγεθυντικό φακό πολλά από τα δομικά τους γνωρίσματα. Πριν απ’ όλα έβγαλαν για τα καλά την μάσκα της αντικειμενικότητας που επιμελώς περιποιούντο για πολλά χρόνια, αν όχι δεκαετίες. Απόλυτα, συστηματικά και με έντονο τρόπο τάχθηκαν με το Ναι. Καθιέρωσαν μάλιστα και ειδικές εκπομπές για να διαστείλουν τον χρόνο προπαγάνδας πέρα από αυτή που θα χωρούσε σε ένα δελτίο ειδήσεων ή σε ένα πολιτικό talk show. Φιλοξένησαν ως εκπροσώπους των κοινωνικών ομάδων πρόσωπα που «συμπωματικά» ήταν σε μεγάλο ποσοστό τους υπέρ του Ναι. Χρησιμοποίησαν σε υπέρτατο βαθμό τις από χρόνια εμπεδωμένες τεχνικές ενημερωδιασκέδασης, αλλά με κατεύθυνση προς την καλλιέργεια φόβου από πιθανή επικράτηση του Όχι. Ενισχύθηκαν οι αλληλεξαρτήσεις τους με τις επιχειρηματικές και πολιτικές ελίτ. Στην πραγματικότητα έγιναν ο επικοινωνιακός βραχίονας των συσπειρωμένων ελίτ, με τον ίδιο τρόπο που σημαντικό μέρος μεγάλων εργοδοτών έγινε ο επιχειρηματικός βραχίονας των ελίτ. Όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της αίσθησης δύναμης που είχαν και τις έκανε να νομίζουν πως μπορούν να επηρεάζουν καθοριστικά τις πολιτικές και οικονομικές επιλογές της χώρας. Αλλά στην πράξη αποδείχθηκε πως όταν συντρέχουν ορισμένες συνθήκες αυτή η εντύπωση είναι απατηλή. Με άλλα λόγια τα ΜΜΕ επιχείρησαν άλμα από το μεγάλο ύψος της κοινωνικής τους υπεροψίας, όμως το αλεξίπτωτο δεν άνοιξε.
Είναι από τις σπάνιες φορές που η κοινωνία, οι πολίτες βγήκαν πιο μπροστά από πολιτικά κόμματα, επιχειρηματικές ελίτ, μέσα επικοινωνίας, εκκλησίες κ.ά. Νομίζω πρέπει να ήταν αρκετοί εκείνοι εντός και εκτός χώρας που τρόμαξαν από αυτό το γεγονός. Πιστεύω ότι το αποτέλεσμα, το σχεδόν 62%, δεν μπορούσε να το διαχειριστεί κανείς. Ούτε ο Σύριζα ούτε κάποιο άλλο κόμμα από μόνο του ή άλλος παράγοντας στο εσωτερικό ή το εξωτερικό. Γι’ αυτό πιστεύω πως η απόφαση του κατεστημένου εντός και εκτός χώρας ήταν ότι αυτές οι δυνάμεις και το πνεύμα του Όχι έπρεπε να συντριβεί ηχηρά ώστε για πολλά χρόνια να μην ξανασυμβεί κάτι ανάλογο. Και πιστεύω ότι πολλά πράγματα που ακολούθησαν από εκείνο το καλοκαίρι μέχρι σήμερα, έχουν στον άξονά τους και αυτό.
Τα ΜΜΕ φοβήθηκαν το δημοψήφισμα του 2015;
Τη φράση «ΜΜΕ» στο σημείο αυτό όπως και σε πολλά ακόμα δεν πρέπει να την εννοούμε κυριολεκτικά, αλλά μετωνυμικά. Πίσω από τη φράση αυτή θα πρέπει να έχουμε υπόψη τους δημοσιογράφους που εργάζονται σε αυτά, με συντηρητική, φιλελεύθερη και νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και δογματικό δυτικο-ευρωπαϊκό πολιτικό προσανατολισμό, τους επιχειρηματίες ιδιοκτήτες των εν λόγω ΜΜΕ με ή και χωρίς παρόμοια ιδεολογία και προσανατολισμό, αλλά και τις πολιτικές ελίτ με τις οποίες οι τελευταίοι ή και οι δημοσιογράφοι συνδέονται με σχέσεις αμοιβαίας εξάρτησης από μακρού. Υποθέτω ότι αρκετοί τουλάχιστόν πίστευαν πραγματικά ότι επικράτηση του Όχι θα έχει ως συνέπεια την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και πιθανώς από την ΕΕ, μια εξέλιξη που θα είχε ζωτική οικονομική σημασία για αυτούς, αλλά και ιδεολογική ταυτόχρονα, την οποία έχτιζαν επί δεκαετίες. Στον βαθμό που ισχύει κάτι τέτοιο, δείχνει την εκ μέρους τους έλλειψη διορατικότητας και ικανότητας να κάνουν μια στοιχειωδώς αξιόπιστη πολιτική ανάλυση ώστε να προβλέψουν την επόμενη μέρα. Ή πάλι μπορεί να μην ισχύει αυτό, να έβλεπαν δηλαδή ότι στο τέλος της ημέρας δεν θα επαληθευτούν οι φόβοι τους, ωστόσο να χρησιμοποίησαν τεχνηέντως το σενάριο της εξόδου από την ευρωζώνη στο πλαίσιο του κομματικού ανταγωνισμού. Κάτι που προδίδει έναν βαθύ πολιτικό αμοραλισμό, ο οποίος δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα μπροστά στην εξασφάλιση του εισιτηρίου για τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας με τα οφέλη που αυτό συνεπάγεται. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό που συναντάμε σε κοινωνίες που είναι τυπικά εθνικά κράτη αλλά κατ’ ουσία είναι φυλετικές κοινωνίες, και ελπίζω να μην ισχύει στη δική μας περίπτωση.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν νίκη της πραγματικότητας επί της κατασκευασμένης πραγματικότητας;
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν νίκη της εκτός ΜΜΕ πραγματικότητας έναντι της εντός ΜΜΕ πραγματικότητας. Τα ΜΜΕ, ήτοι τα στελέχη τους και οι διαπλεκόμενες μαζί τους πολιτικές ελίτ, δεν κατόρθωσαν να μεταφραστεί σε πραγματικότητα εκτός ΜΜΕ η πραγματικότητα εντός των ΜΜΕ που ήλεγχαν. Ή μάλλον το κατάφεραν, αλλά άθελά τους. Στην προσπάθειά τους να παρακινήσουν τους εκλογείς να ψηφίσουν Ναι, υπερέβαλαν τόσο πολύ με την άσκηση πίεσης, καταστροφολογίας και εκφοβισμού ώστε προκάλεσαν το αντίθετα αποτέλεσμα. Για μένα αυτό δείχνει και μια ουσιαστική ανικανότητα να παίξουν με τους κανόνες της επικοινωνίας. Ή μάλλον είχαν έντονη την πεποίθηση ότι επειδή κατέχουν τα Μέσα θα ορίζουν και τις συνειδήσεις του κοινού, και στην πραγματικότητα έγραψαν τους κανόνες της επικοινωνίας στα παλιά τους τα παπούτσια. Μόνο για λόγους επίδειξης τους επεδείκνυαν λέγοντας δεξιά κι αριστερά βαρύγδουπα πως είναι οι μύστες τους. Το έχουν ξανακάνει και με άλλα θεωρητικά «θέσφατα» στο παρελθόν, όπως αυτά περί κοινωνίας της γνώσης ή περί κοινωνίας της πληροφορίας, ή περί υπέρβασης της ανεργίας μέσω της εκπαίδευσης και της επανεκπαίδευσης κοκ. Αυτά τα μοτίβα έχουν μια βάση, αλλά σε ανεπτυγμένες κοινωνίες που λειτουργούν με τους θεσμικούς κανόνες της αστικής δημοκρατίας. Σε χώρες σαν την Ελλάδα τα καταντάνε νεοφιλελεύθερο μεϊκάπ, δυτικότροπης υποτίθεται στροφής και ανάπτυξης. Με άλλα λόγια τα καταντάνε ένα ακόμα γυαλιστερό εμπόρευμα που το περιφέρει στις πολιτικές αγορές η τοπική πολιτική εξουσία προσδοκώντας τη διαιώνιση της θέσης της.
Στη διάρκεια της έρευνας σας, τι σας ξάφνιασε, ευχάριστα ή δυσάρεστα, περισσότερο;
Κατ’ αρχάς με ξάφνιασε η μοναξιά, δηλαδή το γεγονός ότι ενώ είχα ζητήσει χρηματοδότηση για την έρευνα που αφορά το ελληνικό δημοψήφισμα ώστε να πληρωθούν οι ερευνητές δεν κατάφερα να την πάρω, πιστεύω λόγω των απόψεών μου που τις κατέθετα όπως πάνα στο δημόσιο λόγο. Γι’ αυτό πάλι με ξάφνιασε θετικά η απόφαση των ερευνητών μας να κάνουμε την έρευνα κι ας μην πληρωθούν, κάτι για το οποίο τους ευχαριστώ θερμά. Τελικά πληρώθηκαν με ένα μικρό ποσό, μικρότερο πάντως από αυτό που έπρεπε να λάβουν, καθώς το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής δέχθηκε να αγοράσει την έρευνα όταν πλέον είχε ολοκληρωθεί.
Έκπληξη ένιωσα επίσης όταν με βάση τα ευρήματα διαπίστωσα τον τρόπο με τον οποίο οι τηλεοπτικοί σταθμοί μεθόδευσαν την προπαγάνδα τους υπέρ του Ναι. Ενώ όταν φιλοξενούσαν τους επίσημους εκπροσώπους του Ναι και του Όχι, όταν προκαλούσαν «εκπροσώπους των κοινωνικών ομάδων», αυτοί «συμπωματικά» ήταν σε μεγάλα ποσοστά υπέρ του Ναι. Έτσι μου λύθηκε η απορία γιατί η κ. Σαράφογλου στην τηλεοπτική συζήτηση που είχε τότε με τον κ. Κλέωνα Γρηγοριάδη στο Mega εξανέστη και του είπε «τι να κάνουμε αφού όλες οι κοινωνικές ομάδες είναι με το Ναι»;»
Το συμπέρασμά μου ήταν ότι είχαν κάνει προσεκτική επιλογή, πιθανώς αξιοποιώντας ένα δίκτυο επαφών δικό τους ή άλλο, ώστε εκείνοι που θα μπουν στο στούντιο να μιλήσουν ως εκπρόσωποι των κοινωνικών φορέων να είναι υπέρ του Ναι.
Επίσης μου έκανε εντύπωση όταν διαπίστωσα ότι τα πλάνα των τηλεοπτικών σταθμών είχαν ληφθεί κατά τις ώρες εκείνες που υπήρχαν οι μεγαλύτερες δυνατόν ουρές στα ΑΤΜ. Με άλλα λόγια ούτε αυτό δεν ήταν νομίζω τυχαίο, όπως και η αντίδραση ορισμένων ρεπόρτερ όταν οι ερωτώμενοι μπροστά από τα ΑΤΜ έδιναν απάντηση που δεν συμφωνούσε με τη στάση του σταθμού τους στο δημοψήφισμα.
Ο λόγος ή η εικόνα άσκησε μεγαλύτερη πίεση στο εκλογικό σώμα του δημοψηφίσματος;
Στις ενημερωτικές τηλεοπτικές εκπομπές ο λόγος παίζει το μεγαλύτερο ρόλο. Άλλωστε οι τεχνικές δραματοποίησης που χρησιμοποιούν οι σταθμοί είναι κυρίως λεκτικές και λιγότερο εικονιστικές. Μην ξεχνάμε επίσης ότι η τηλεόραση είναι πιο κοντά στο θέατρο απ’ ότι στον κινηματογράφο και συνεπώς ο λόγος έχει βαρύνουσα σημασία σ’ αυτήν. Μεγάλο ρόλο έπαιξαν και τα πρόσωπα που εξέφεραν λόγο. Άλλωστε σ’ αυτό τα τηλεοπτικά ΜΜΕ έχουν μακρά εμπειρία και μεγάλη λίστα προσώπων να καλέσουν. Ωστόσο χρησιμοποιήθηκαν και εικονιστικές τεχνικές, όπως σας είπα. Τα πλάνα ήταν επιλεγμένα ώστε συχνά να εστιάζουν λ.χ. στο πλήθος της ουράς μπροστά στα ΑΤΜ. Οι ώρες λήψης επίσης ήταν επιλεγμένες, καθώς και τα ΑΤΜ μπροστά από τα οποία έπαιρναν τα πλάνα. Συνήθως ήταν ΑΤΜ σε κεντρικά καταστήματα της Αθήνας ή άλλων δήμων όπου συνέρρεαν αρκετοί πολίτες, ενώ οι λήψεις πλάνων κατά κανόνα γίνονταν σε ώρες αιχμής ώστε να δημιουργείται η εντύπωση που προανέφερα. Υπήρχε επανάληψη των πλάνων. Ακόμα κι αν δεν περιέγραφαν το ίδιο σκηνικό περιέγραφαν την ίδια άποψη σε διαφορετικό σκηνικό κοκ. προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το αποτέλεσμα της εντύπωσης.
Τα άλλα Μέσα εκ της τεχνικής τους φύσεως επίσης εστίασαν κατ’ εξοχήν στο λόγο. Τόσο οι εφημερίδες όσο και οι ενημερωτικές ιστοσελίδες. Σημειώνω ότι δεν μελετήσαμε τους ραδιοφωνικούς σταθμούς που επίσης χρησιμοποιούν στην ενημέρωση κατ’ εξοχήν τον λόγο. Σε γενικές γραμμές στη συνολική στάση των ελληνικών Μέσων επικράτησε η λεκτική προπαγάνδα και λιγότερο η εικονιστική. Άλλωστε κοστίζει φτηνότερα, εφαρμόζεται πιο γρήγορα και απευθύνεται σε ένα κοινό που ανταποκρίνεται περισσότερο σε αυτήν.
Η προδημοψηφισματική περίοδος και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, πώς επέδρασαν, πιστεύετε, στο κοινό και στα ΜΜΕ;
Ναι, νομίζω ότι τόσο η προ-δημοψηφισματική περίοδος όσο και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αποτελούν κομβική στιγμή στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, όχι μόνο μετά τη μεταπολίτευση, αλλά θα τολμούσα να πω και μετά τον εμφύλιο. Όπως προανέφερα παρότι η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια ισχυρή κοινωνία πολιτών, εντούτοις οι πολίτες εξέφρασαν αποφασιστικά και χωρίς να υπολογίζουν συνέπειες θέσεις πιο προχωρημένες από αυτές της πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων, των ΜΜΕ, των επιχειρηματιών, της εκκλησίας κ.λπ. σε μια δύσκολη και επισφαλή συγκυρία. Γι’ αυτό θεωρώ ότι η ικανοποίηση που ένιωσαν όσοι ψήφισαν Όχι ενισχύθηκε σημαντικά, όπως ενισχύθηκε και η αυτοπεποίθησή τους και η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, ότι μπορούν να πετύχουν αποτελέσματα ακόμα και όταν ένα μεγάλο μέρος των ελίτ και διαφόρων δικτύων ήταν πολύ μεγάλη. Γι’ αυτό πάλι νομίζω ότι η απογοήτευση που τους δημιούργησε ο συμβιβασμός της κυβέρνησης Σύριζα ήταν πολύ μεγάλη, πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι αν δεν είχαν κάνει την κίνηση να βγουν μπροστά. Θεωρώ πως πολλοί πίστεψαν πλέον ότι μια πολιτική αλλαγή επ’ ωφελεία των λαϊκών στρωμάτων συνολικά δεν είναι εφικτή. Κι επειδή οι άνθρωποι πρέπει να συνεχίσουν τη ζωή τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, πιστεύω ότι επέλεξαν τον μόνο δρόμο που έμοιαζε εφικτός, τον δρόμο της ατομικής επιτυχίας – μέσω της προσωπικής ζωής, μέσω της επαγγελματικής ανόδου, ποντάροντας στην επιχειρηματικότητα ή, τέλος, ποντάροντας στη μετανάστευση. Μάλιστα, ένα μέρος του κοινού που ψήφισε Όχι αλλά δεν εμφορείτο από ιδεολογικές πεποιθήσεις που κάποιος θα χαρακτήριζε αριστερές εντός ή εκτός εισαγωγικών, κατευθύνθηκε προς ένα αντι-αριστερό πνεύμα ή ακόμα και προς την ακροδεξιά. Άλλωστε αυτά τα δυο πλησιάζουν το ένα το άλλο όλο και πιο πολύ. Το βλέπουμε στη Γαλλία, το βλέπουμε πλέον και στις ΗΠΑ.
Από την άλλη, η μετέπειτα στάση των κυρίαρχων Μέσων ήταν τέτοια, ώστε στήριξαν άκριτα και σχεδόν φανατικά την κυβέρνηση Μητσοτάκη, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της διαίρεσης των πολιτικών δυνάμεων με άξονα το δημοψήφισμα, γεγονός που οδήγησε στην ανεμπόδιστη εφαρμογή μιας σκληρής νεο-συντηρητικής πολιτικής, με αποτέλεσμα να συσσωρευθούν πλήθος δεινών στις λαϊκές τάξεις αφενός, και αφετέρου πλήθος προνομίων σε όλο και λιγότερα μέλη μιας όλο και πιο εύπορης ελίτ, κάτι που δεν είδαμε ποτέ άλλοτε μεταπολιτευτικά. Θεωρώ ότι όλη αυτή η πορεία σταδιακά θα οδηγήσει σε έκρηξη, αν και δεν γνωρίζω ποια μορφή θα πάρει και με ποιους πρωταγωνιστές, καθώς εξαρτάται όπως πάντα από τη συγκυρία. Γεγονός είναι ότι έχει συγκεντρωθεί αρκετή καύσιμη ύλη.
Το δημοψήφισμα του 2015 απέδειξε ότι οι εξουσίες, και φυσικά η μιντιακή, δεν αντέχουν αδιαμεσολάβητες διαδικασίες;
Ναι, υπάρχουν περιπτώσεις που δεν τις αντέχουν. Όπως προ-είπα υπάρχουν στιγμές στην ιστορία κατά τις οποίες υπό δεδομένες συνθήκες οι ελίτ δεν μπορούν να χειραγωγούν με ευκολία αποφασισμένους και κυρίως ριζοσπαστικοποιημένους πολίτες. Νομίζω πως μια τέτοια στιγμή ήταν και η πρώτη περίοδος μετά την μεταπολίτευση όταν αναπτύχθηκε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μια τέτοια ριζοσπαστικοποίηση μεγάλου μέρους των Ελλήνων, ιδιαίτερα των νέων, που πιθανόν να τρόμαξε τις ελίτ και ιδιαίτερα τους Αμερικανούς. Δεν θεωρώ ότι ήταν τυχαία η στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας στην οποία προέβη η τότε κυβέρνηση Καραμανλή με τη δημιουργία σωμάτων ενδιάμεσων μεταξύ στρατού και αστυνομίας όπως τα ΜΑΤ, την προμήθεια των περίφημων Αυρών κοκ. Αλλά και παλιότερα υπήρξαν τέτοιες στιγμές όπως λ.χ στην Κατοχή, όπου ακυρώθηκε η αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στο ανατολικό μέτωπο κ.ά. για να μην πάω ακόμα πιο πίσω στο πώς ξεκίνησε και πώς πορεύτηκε η ελληνική επανάσταση το 1821. Φυσικά σήμερα λειτουργούν διαφορετικά. Και μέρος της στρατηγικής του κατεστημένου είναι η συκοφαντία και δυσφήμιση των κοινωνικών αγώνων, η αφαίρεση της οποιαδήποτε έλξης μπορεί αυτοί να εκπέμπουν σε καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας και στους νέους.
Όταν τα ΜΜΕ θέλουν να χειραγωγήσουν μια διαδικασία τόσο ξεδιάντροπα, όπως πριν δέκα χρόνια, ο πολίτης πώς πρέπει να αντιδράσει;
Να σκέφτεται, αλλά να μη φοβάται. Να συνεργάζεται με άλλους σε δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης όσο και όπως μπορεί. Να μην εμπιστεύεται τα στρατευμένα υπέρ του κατεστημένου μέσα επικοινωνίας και άλλους ηγέτες κοινής γνώμης που κι αυτοί είναι στρατευμένοι υπέρ του κατεστημένου, όπως πρωταγωνιστές του θεάματος, εκπροσώπους των εκκλησιών και του επιχειρηματικού κόσμου, εντός ή εκτός χώρας. Να λαμβάνει πληροφορίες ή να συμμετέχει σε εναλλακτικά δίκτυα πληροφόρησης. Και να θυμάται πάντα τα λόγια του Μπρεχτ «Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι κηρύττουν τη λιτότητα».
Το δημοψήφισμα του 2015 έπληξε ακόμη περισσότερο το κύρος των ΜΜΕ. Πόσο κινδυνεύει, λοιπόν, η δημοκρατία μας από αποδυναμωμένα ΜΜΕ;
Αναμφισβήτητα. Όχι ότι η αξιοπιστία τους ήταν υψηλή. Εδώ και σχεδόν δεκαπέντε χρόνια η δυσπιστία των κατοίκων της χώρας στην τηλεόραση κυμαίνεται πάνω κάτω στο 80%. Δηλαδή πάνω κάτω 80% δεν την εμπιστεύονται. Κάπως χαμηλότερα βρίσκεται και η δυσπιστία προς τον Τύπο και το ραδιόφωνο. Επίσης από το 2008 και μετά στην κλίμακα της ελευθερίας του Τύπου η Ελλάδα έπεσε κάτω από τη θέση 65, με χειρότερη χρονιά το 2022 που βρέθηκε στη θέση 108. Και το χειρότερο είναι ότι η δεινή θέση της ελευθερίας του Τύπου και η υπηρετική στάση των μεγάλων ΜΜΕ προς την κυβέρνηση και τους επιχειρηματίες είναι πλέον διεθνώς γνωστή και κατακριτέα, ιδιαίτερα στους διεθνείς οργανισμούς που ασχολούνται με την ελευθερία του Τύπου. Έχω βρεθεί σε διεθνή συνέδρια τέτοιων οργανισμών που κυριολεκτικά γελάνε αν κάποιος υποστηρίξει ότι στην Ελλάδα είναι σε καλή κατάσταση η ελευθερία του Τύπου.
Η ελευθερία του Τύπου συμμετέχει μαζί με άλλους παράγοντες στον δείκτη δημοκρατίας. Και έτσι όπως δεν τα πάμε καλά με την ελευθερία του Τύπου δεν τα πάμε καλά και με τον δείκτη δημοκρατίας. Η Ελλάδα ανήκει στη δεύτερη κατηγοριών χωρών σε ό,τι αφορά τη δημοκρατία, αυτές στις οποίες η δημοκρατία θεωρείται ελαττωματική. Κι αν προσέξουμε τα επιμέρους στοιχεία που οδηγούν σε αυτό θεωρώ ότι προκύπτει πως κάτι τέτοιο οφείλεται στις μεγάλες αρμοδιότητες που έχει η εκτελεστική εξουσία. Στην Ελλάδα το κόμμα που κερδίζει τις εκλογές (χάρη στον εκλογικό νόμο ακόμα και αν είναι μειοψηφία) είναι το κόμμα του πάρτα όλα. Εκτός από την πλειοψηφία στη Βουλή και την παραγωγή νομοθετικού έργου που κερδίζει η κυβέρνηση, διορίζει την ηγεσία της δικαιοσύνης (συνεπώς πόσο ανεξάρτητη είναι;), διορίζει την ηγεσία του στρατού, της αστυνομίας και εν γένει των σωμάτων ασφαλείας, διορίζει την ηγεσία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, του ΑΠΕ, διορίζει την ηγεσία πλήθους οργανισμών κοκ, και βεβαίως τον/την πρόεδρο της δημοκρατίας. Συνεπώς εκτός του ότι υφίσταται μια εξαιρετική συγκέντρωση εξουσιών στα χέρια των φορέων της εκτελεστικής εξουσίας, δημιουργείται το ερώτημα κατά πόσο υπάρχει πραγματική διάκριση εξουσιών. Η δε υπηρετική στάση των ΜΜΕ διευκολύνει απίστευτα τη συντήρηση αυτού του καθεστώτος. Συνεπώς η δημοκρατία δεν κινδυνεύει διότι η ποιότητα της δημοκρατίας έχει ήδη τρωθεί σοβαρά. Όπως ο βρεγμένος που δεν φοβάται τη βροχή. Τα ΜΜΕ δεν είναι αδύναμα κι ας μην είναι αξιόπιστα. Η κυβέρνηση που έχει δύναμη μ’ αυτά συνδιαλέγεται. Είναι πολύ ισχυρά, αλλά χρειάζεται να ρίχνει η χώρα πολλά στο μύλο τους για διατηρούν αυτή την δύναμη.
Μετά από δέκα χρονιά, το μιντιακό τοπίο, στην ουσία του, δεν δείχνει να έχει αλλάξει. Που οφείλεται αυτό;
Έχει αλλάξει κατά τη γνώμη μου, αλλά προς το χειρότερο. Και να γίνω περισσότερο σαφής. Έγινε ακόμα πιο έντονη η εξάρτηση των μεγάλων ΜΜΕ από την πολιτική εξουσία, όπως λ.χ. από τη «λίστα Πέτσα» όπως και από νέα πιο επιθετικά επιχειρηματικά συμφέροντα. Έγινε ακόμα πιο έντονο το, αντί να ελέγχουν την εξουσία εκπροσωπώντας τους πολίτες, να ελέγχουν τους πολίτες εκπροσωπώντας την πολιτική εξουσία, όπως λ.χ. στην καραντίνα. Αφαιρέθηκε και το τελευταίο φύλο συκής που κάλυπτε την κρατική/κυβερνητική τηλεόραση για να φαίνεται ως δημόσια με το διορισμό του διευθυντή του γραφείου Τύπου του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως προέδρου της ΕΡΤ. Τα μεγάλα ΜΜΕ έγιναν το επικοινωνιακό όχημα σύγκλισης των δυνάμεων δυσφήμισης και επίθεσης μέχρι και σήμερα εναντίον των δυνάμεων που τις εξέφραζε το όχι. Αποτέλεσαν εύφορο έδαφος για την εκδίπλωση στα κοινωνικά Μέσα ποικίλων εκστρατειών δολοφονίας χαρακτήρα εναντίον όσο ανθίστανται στις απόψεις και τις πολιτικές του κύριου ρεύματος.
Αν διάβαζαν το βιβλίο σας στελέχη ή ιδιοκτήτες ΜΜΕ, τι θα τους συμβουλεύατε να κρατήσουν;
Τα Μέσα τους μπορεί να είναι ένα αντικαθρέφτισμα των ανησυχιών του κοινού τους. Όμως το κοινό δεν είναι ένα αντικαθρέφτισμα των Μέσων τους όσο κι αν προσεύχονται στον άγιο Μποντριγιάρ να γίνεται κάτι τέτοιο. Έρχεται μια στιγμή που τίποτα δεν μπορεί να ελέγξει τη συμπεριφορά του. Ούτε καν τα ντοκιμαντέρ με πιγκουίνους.