Γλυπτά Παρθενώνα – Νέο Μουσείο Ακρόπολης
«Εθνικοί στόχοι», «εθνικά σύμβολα»... και τραπεζάκια έξω
Από την Μελίνα στην Αλαμουντίν κύλησε πολύ «νερό» στον τρόπο της διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα. Αλλά το πώς κάνεις κάτι δείχνει και το τι θέλεις. Και αν αυτό που θέλεις είναι τα Γλυπτά έστω και ως «δανεικά», δίνοντας και ανταλλάγματα, σε ένα μουσείο που λειτουργεί χάριν του κέρδους και όχι της πολιτιστικής κληρονομιάς και του λαού, τότε δεν σου χρειάζονται οι λασπωμένοι αρχαιολόγοι στις ανασκαφές, αλλά οι εξυπνακισμοί του Κλούνεϊ και οι «μουσειακές» δεξιώσεις των celebrities…
«(…) Αυτό που τους ζητάμε είναι ένας μακροχρόνιος δανεισμός (σσ των Γλυπτών του Παρθενώνα). Το Βρετανικό Μουσείο μπορεί να θεωρεί ότι έχει (…) ένα δικό του παράρτημα μέσα στο Μουσείο Ακροπόλεως (…)»
Ευ. Βενιζέλος, ως υπουργός Πολιτισμού το Νοέμβριο του 2002
«(…) Θα ήθελα να ξέρω αν μπορούμε να κάνουμε κάτι (σσ για τα Γλυπτά του Παρθενώνα) Ξέρεις, έχουμε εκλογές του χρόνου και ίσως αυτό μπορεί να φανεί χρήσιμο»
Κ. Σημίτης προς Μπλερ, 2003
Α. Το επικοινωνιακό «τσίρκο»
Το επικοινωνιακό «τσίρκο» που στήθηκε πάνω στην πολιτιστική κληρονομιά το τελευταίο εξάμηνο από την κυβέρνηση, με την προθυμία και συμμετοχή φυσικά ενός μεγάλου μέρους των ΜΜΕ, ανέδειξε για μια ακόμη φορά τον κυνισμό του αστικού κράτους απέναντι στα σπαράγματα της συλλογικής μνήμης και ιστορίας των λαών, εν προκειμένω του ελληνικού. Κυνισμός ο οποίος με τη σειρά του συνοδεύει το βασικό στόχο που είναι η πλήρης εμπορευματοποίηση του πολιτισμού σε όλες τις εκφάνσεις του.
Έτσι. η ανασκαφή της Αμφίπολης και το αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα μετατράπηκαν σε «κελεπούρια» για το «σύμπαν» του «life style», με την πρόσφατη, νέα συρρίκνωση των δομών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας μέσω του Οργανισμού του υπουργείου Πολιτισμού να εξαφανίζεται πίσω από τα φώτα των τηλεοπτικών και φωτογραφικών φακών στο πρόσωπο της κας Αλαμουντίν μπροστά στις έρμες τις Καρυάτιδες.
Το πιο πρόσφατο «επεισόδιο» του παραπάνω θλιβερού «σίριαλ» ήταν η αντίδραση της κυβέρνησης στον πρόσφατο δανεισμό ενός από τα Γλυπτά του Παρθενώνα, του ακέφαλου αγάλματος του ποτάμιου θεού Ιλισσού, από το Βρετανικό Μουσείο στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγ. Πετρούπολης, με αφορμή τους εορτασμούς του τελευταίου για τα 250 χρόνια από την ίδρυσή του.
Οι «λεονταρισμοί» ξεκίνησαν από τον πρωθυπουργό, Αντώνη Σαμαρά:
«Προκαλεί τον ελληνικό λαό η απόφαση του Βρετανικού Μουσείου να δανείσει ένα από τα γλυπτά του Παρθενώνα σε έκθεση στην Αγία Πετρούπολη. Το τελευταίο μέχρι σήμερα βρετανικό δόγμα περί αμετακίνητων γλυπτών του Παρθενώνα παύει να ισχύει. Όπως καταρρίφθηκε με τη λειτουργία του Μουσείου της Ακρόπολης και το άλλο επιχείρημά τους, αυτό της έλλειψης ανάλογου χώρου που θα μπορούσε να τα φιλοξενήσει». Και πρόσθεσε με το απαραίτητο πάθος: «Ο Παρθενώνας και τα γλυπτά του υπήρξαν αντικείμενο λεηλασίας. Η αξία των γλυπτών είναι ανεκτίμητη. Οι Έλληνες είμαστε ταυτισμένοι με την ιστορία και τον πολιτισμό μας! Τα οποία δεν τεμαχίζονται, δεν δανείζονται και δεν παραχωρούνται!».
Αναλόγως ο υπουργός Πολιτισμού, Κώστας Τασούλας δήλωσε:
«Η απόφαση του Βρετανικού Μουσείου είναι προκλητική διότι αντιμετωπίζει τα λεηλατημένα Γλυπτά του Παρθενώνα ως αντικείμενα μεμονωμένου δανεισμού. Ωστόσο, μια ακόμη απόλυτη θέση της βρετανικής πλευράς παύει να ισχύει. Εκείνη του ότι τα Γλυπτά δεν πρόκειται να μετακινηθούν ποτέ.
Η χώρα μας έχει καλέσει τη Μ. Βρετανία, μέσω της UNESCO, σε διαδικασία διαμεσολάβησης για την επανένωση των Γλυπτών. Τελικός προορισμός γι’ αυτή την επανένωση είναι η Αθήνα και το περίφημο Μουσείο της Ακρόπολης».
Ανάλογους «λεονταρισμούς» είχαμε και στο παρελθόν. Όπως είχαμε και «διεκδίκηση» «τύπου» Σημίτη. Δύσκολα ξεχνιέται ο διάλογός του με τον Μπλερ το 2003 με αντικείμενο τα Γλυπτά:
«Μπλερ: «… Α… Κώστας…
Σημίτης: Πώς είσαι…;
Μπλερ: Είμαι πολύ καλά. Εσύ;
Σημίτης: Πολύ καλά. Νομίζω ότι πρέπει να αρχίσεις να σκέφτεσαι για τα μάρμαρα και να μου πεις…
Μπλερ: Να σου πω δηλαδή ένα καλό νέο…
Σημίτης: Όχι καλό νέο, θέλω να μου πεις πως το σκέφτεσαι. Να μου πεις την προσωπική σου γνώμη, διότι υπάρχει δημοσιότητα στο θέμα. Θα ήθελα να ξέρω αν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Ξέρεις, έχουμε εκλογές του χρόνου και ίσως αυτό μπορεί να φανεί χρήσιμο».
Ο παραπάνω κωμικοτραγικός διάλογος παρατίθεται, διότι ήταν η εποχή, λίγο πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004 στην Αθήνα, που το ελληνικό κράτος «κωδικοποιούσε» την επικίνδυνη τακτική του στο ζήτημα της διεκδίκησης των Γλυπτών. Τακτική η οποία, παρά και ενάντια στις σημερινές «οργισμένες» δηλώσεις του Α. Σαμαρά ότι ο πολιτισμός μας «δεν δανείζεται», συνοψίζεται ακριβώς στη φράση… «δανεισμός»!
Απαντώντας, ουσιαστικά, στην «οργή» της ελληνικής κυβέρνησης, ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Νιλ ΜακΓκρέγκορ, έγινε ακόμη πιο κυνικός. Σε δηλώσεις στην «Telegraph» προανήγγειλε ότι «είμαστε σε συζητήσεις και με άλλα μουσεία» για δανεισμό Γλυπτών χαρακτηρίζοντας το γεγονός «απολύτως φυσιολογικό».
Στην ερώτηση εάν τα γλυπτά θα μπορούσαν να έρθουν στην Αθήνα με τη μορφή δανεισμού, ο Νιλ ΜακΓκρέγκορ υποστήριξε ότι μέχρι τώρα η ελληνική κυβέρνηση αρνείτο να ζητήσει κάτι τέτοιο επειδή «υποστηρίζει ότι της ανήκουν». «Εάν υποβληθεί σχετικό αίτημα, τότε αυτό θα εξεταστεί όπως γίνεται σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις» είπε.
Β. «Έστω και δανεικά ρε παιδιά…»
Ο διευθυντής όμως λέει ψέμματα. Δυστυχώς, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν θέσει το θέμα του δανεισμού στους Βρετανούς με τον πλέον επίσημο τρόπο εδώ και πολλά χρόνια. Το Νοέμβριο του 2002, ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Ευάγγελος Βενιζέλος, στο πλαίσιο της επίσκεψής του στο Λονδίνο, συναντήθηκε με τα μέλη της Βρετανικής Επιτροπής για την Επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Σε δηλώσεις του μετά τη σύσκεψη είπε μεταξύ άλλων, ότι «ήδη από την προηγούμενη θητεία μου στο Υπουργείο Πολιτισμού το 1997, για πρώτη φορά εγκαταλείψαμε τα ιστορικά και τυπικά νομικά επιχειρήματα και προτείναμε στη βρετανική πλευρά να αντιμετωπίσουμε πρακτικά το ζήτημα, στο πλαίσιο της διμερούς πολιτιστικής συνεργασίας και να οργανώσουμε την επιστροφή ως κοινό σχέδιο των δύο μουσείων, με τη μορφή του μακροχρόνιου δανεισμού και με πολύ σημαντικά ανταλλάγματα εκ μέρους της ελληνικής πλευράς».
Και πιο κάτω: «Αυτό που τους ζητάμε είναι ένας μακροχρόνιος δανεισμός. Θα τους προτείνουμε να οργανώσουμε την έκθεση του Νέου Μουσείου της Ακροπόλεως ως κοινή δραστηριότητα του Νέου Μουσείου της Ακροπόλεως και του Βρετανικού Μουσείου. Νέα ιδέα είναι ότι το Βρετανικό Μουσείο μπορεί να θεωρεί ότι έχει μία δική του δραστηριότητα και ως εκ τούτου ένα δικό του παράρτημα μέσα στο Μουσείο Ακροπόλεως. Εμάς μας ενδιαφέρει να είναι τα Μάρμαρα πίσω στην περιοχή της Ακροπόλεως και σε οπτική επαφή με τον Βράχο. Τώρα εάν νομικά αυτό θεωρείται ότι είναι μια δραστηριότητα μόνο του Μουσείου της Ακροπόλεως ή μια δραστηριότητα κοινή, εάν το Βρετανικό Μουσείο θεωρεί ότι ο χώρος αυτός είναι και δικός του χώρος και φέρει και τον τίτλο του Βρετανικού Μουσείου, για εμάς χαρά μας είναι και μεγαλύτερο δυναμισμό προσθέτει στην έκθεση των Μαρμάρων του Παρθενώνα».
Το προφανές, δηλαδή, ότι αν κάτι δανείζεται, τότε ο δανειζόμενος αναγνωρίζει de facto ότι το δανειζόμενο αντικείμενο αποτελεί ιδιοκτησία του δανειστή… προσπεράστηκε. Αλλά, άραγε, πόσο χειρότερος είναι ο διάλογος Σημίτη – Μπλερ, με την πρόταση της τότε ελληνικής κυβέρνησης που σημαίνει, ουσιαστικά, αναγνώριση βρετανικής ιδιοκτησίας των Γλυπτών και μετατροπή μέρους του νέου… «εθνικού συμβόλου» – όπως πλασάρεται το νέο Μουσείο Ακρόπολης από το αστικό φαντασιακό – σε… παράρτημα του Βρετανικού Μουσείου;
Φυσικά οι Βρετανοί «έπιασαν» το «υπονοούμενο». Το 2003, ο ΜακΓκρέγκορ στέλνει επιστολή του στους κυριακάτικους «Τάιμς» στην οποία έγραφε, μεταξύ άλλων: «η ελληνική πλευρά έχει αναγνωρίσει ότι το Βρετανικό Μουσείο έχει νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας για τα γλυπτά και πλέον η ελληνική πλευρά δεν αμφισβητεί την ιδιοκτησία»!
Ο Ευ. Βενιζέλος είχε προσπαθήσει να τα «μαζέψει»… επαναλαμβάνοντας τις ίδιες προτάσεις και χειρότερες, αφού στο δανεισμό προτείνονται και ανταλλάγματα: «Η ελληνική κυβέρνηση ουδέποτε δήλωσε ότι αναγνωρίζει τους νόμιμους τίτλους του Βρετανικού Μουσείου επί των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Η ελληνική κυβέρνηση δε θέτει το νομικό ζήτημα της ιδιοκτησίας των Μαρμάρων επειδή θέλει να βρεθεί μια φιλική και συναινετική λύση που θα επιτρέψει την ενιαία έκθεση των Μαρμάρων στο κτίριο του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης και σε άμεση οπτική επαφή με το ίδιο το μνημείο. Αυτό σύμφωνα με την πρότασή μας μπορεί να γίνει είτε με τη μορφή ενός μακροχρόνιου δανεισμού, είτε με τη μορφή ενός παραρτήματος του Βρετανικού Μουσείου μέσα στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Επιπλέον, η πρόταση προβλέπει ως αντιστάθμισμα τη διοργάνωση πολύ σημαντικών περιοδικών εκθέσεων με ελληνικές αρχαιότητες τόσο στο Βρετανικό Μουσείο όσο και σε άλλα περιφερειακά Μουσεία του Ηνωμένου Βασιλείου (…)».
Αποθρασυμένοι οι Βρετανοί απαιτούν πλέον από την Ελλάδα την αναγνώριση της βρετανικής «ιδιοκτησίας». Τον Απρίλιο του 2007 ο Νιλ ΜακΓκρέγκορ δήλωσε στο «Bloomberg» ότι «δεν υπάρχει λόγος οποιοδήποτε από τα αντικείμενα του Βρετανικού Μουσείου να μην περάσει για τρεις ή έξι μήνες αλλού (…) Η απάντηση είναι “ναι”. Η δυσκολία προς το παρόν, που θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο, είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση, επισήμως και προσφάτως, αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι οι διαχειριστές του Μουσείου είναι οι κάτοχοι των μαρμάρων. Συνεπώς, σύμφωνα με το νόμο, δεν μπορούν οι διαχειριστές να τα δανείσουν»!
Τον Ιούνιο του 2009, η διευθύντρια Επικοινωνίας του Βρετανικού Μουσείου, Χάνα Μπόλτον μιλώντας στο «ΣΚΑΪ», επανέλαβε την πάγια άρνηση για επιστροφή των Γλυπτών, θέτοντας πάλι ζήτημα ιδιοκτησίας. Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι «τα μέλη του ΔΣ του Βρετανικού Μουσείου θα ήταν διατεθειμένα να δανείσουν τα μάρμαρα για τρεις μήνες, αν η ελληνική κυβέρνηση αναγνώριζε ότι ανήκουν στο Βρετανικό Μουσείο και φρόντιζε για την ασφαλή μεταφορά τους». Πρόσθεσε ότι «η ύπαρξη του νέου Μουσείου Ακρόπολης δεν πρόκειται να αλλάξει τις πάγιες βρετανικές θέσεις στο θέμα».
Την ίδια εποχή, ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Α. Σαμαράς, διαπίστωνε ότι το Βρετανικό Μουσείο «προφανώς ενόψει των εγκαινίων του νέου Μουσείου της Ακρόπολης φαίνεται ότι θέλει να ξεκινήσει τον ουσιαστικό διάλογο για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα»!
Έσπευσε, πάντως, να προσθέσει ότι «η κυβέρνηση, όπως θα έκανε και κάθε άλλη ελληνική κυβέρνηση στη θέση της, είναι υποχρεωμένη να απαντήσει αρνητικά στη συγκεκριμένη πρόταση του Βρετανικού Μουσείου. Και αυτό γιατί η αποδοχή της θα ισοδυναμούσε με τη νομιμοποίηση της υφαρπαγής των Γλυπτών και τον τεμαχισμό του μνημείου πριν από 207 χρόνια. Αντίθετα, είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις ώστε, μέσα από προγράμματα δανεισμού αρχαιοτήτων, να καλυφθεί το κενό που θα αφήσει στο Βρετανικό Μουσείο η οριστική επιστροφή των Γλυπτών στο χώρο που ανήκουν».
Ήταν η πρώτη – και η τελευταία μέχρι σήμερα – φορά που κυβερνητικά χείλη ομολογούσαν ότι δανεισμός σημαίνει αναγνώριση ιδιοκτησίας. Κι όμως, ο νυν πρωθυπουργός, μη σταματώντας εκεί, ουσιαστικά κατέληξε πάλι σε έμμεση «αναγνώριση» ιδιοκτησίας, αφού πρότεινε συνεχείς δανεισμούς ελληνικών αρχαιοτήτων από μουσεία μας για να… «καλυφθεί» το κενό του Βρετανικού Μουσείου σε περίπτωση επιστροφής των Γλυπτών!
Πάντως, τα περί δανεισμού είχαν τεθεί το 2006 και από τον τότε υπουργό Πολιτισμού, Γ. Βουλγαράκη, σε δηλώσεις του στην αυστριακή τηλεόραση: «Η αλήθεια είναι ότι έχουν δοκιμαστεί μέχρι σήμερα πολλοί τρόποι – νομικοί, ηθικοί, πολιτικοί – αλλά δυστυχώς χωρίς αποτελέσματα. Είμαι αποφασισμένος να λάβω σοβαρά υπόψη το θέμα της ανταπόδοσης (…)».
ο τρόπος που τα κράτη διεκδικούν την πολιτιστική κληρονομιά στηρίζεται σε ένα νομικό σύστημα που έχει φετιχοποιήσει την ιδιοκτησία
Η πρόταση δεν αντέχει καμία κριτική. Για ποιο λόγο να δανείζεις αρχαιότητές σου σε ένα μουσείο που λες ότι είναι – και είναι – κλεπταποδόχος όσον αφορά στα Γλυπτά του Παρθενώνα; Γιατί να μπαίνεις σε διαδικασία κατευνασμού αυτών που δεν αναγνωρίζουν ότι ο πολιτισμός σου λεηλατήθηκε; Δεν αποτελεί αυτό έμμεση αναγνώριση ιδιοκτησίας όπως ο δανεισμός; Και με ποια λογική «κατηγοριοποιείται» η πολιτιστική κληρονομιά σε λιγότερο ή περισσότερο σπουδαία ώστε να μπαίνει σε διαδικασία δανεισμού; Και με ποιο δικαίωμα ρισκάρεις την ασφάλεια των αρχαιοτήτων που θα εξάγονται ως «ανταλλάγματα»;
Τα ερωτήματα στην προκειμένη περίπτωση είναι περισσότερα από τις απαντήσεις αφού η κυρίαρχη αντίληψη και στις διακρατικές πολιτιστικές σχέσεις είναι η αγοραία. Και η βάση της αγοράς είναι η ιδιοκτησία. Ανεξάρτητα από τους συμβολισμούς και τη σημασία που έχει για τους λαούς η λεηλατημένη κληρονομιά τους, ο τρόπος που τα κράτη τη διεκδικούν στηρίζεται σε ένα νομικό σύστημα που έχει φετιχοποιήσει την ιδιοκτησία. Κάποιος μπορεί να αντιπαραθέσει ότι έχει ελάχιστη σημασία αν τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα έρθουν στην Ελλάδα ως δανεικά ή με ανταλλάγματα, ή έστω με μια αγοραία νομική αντίληψη. Αρκεί να έρθουν. Δεν είναι όμως έτσι. Διότι στη περίπτωση που τα «δανειστείς», τότε ο «δανειστής», ως ουσιαστικά αναγνωρισμένος «ιδιοκτήτης», μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να τα διεκδικήσει! Αν μπεις στη λογική των ανταλλαγμάτων θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου για ό,τι υπάρχει μέσα στα ελληνικά μουσεία. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η περίπτωση της επιστροφής των Γλυπτών εν μέσω της κυριαρχίας της αγοραίας λογικής και στον πολιτισμό. Και εδώ μπαίνει στο «κάδρο» το νέο Μουσείο Ακρόπολης.
Γ. Μουσείο-Επιχείρηση ή το πρώτο ελληνικό κρατικό μουσείο που αποκόπηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία
Το νέο Μουσείο Ακρόπολης ταυτίστηκε εξαρχής με την επιστροφή των Γλυπτών, αλλά με τον παραμορφωτικό τρόπο των αστών. Από αντικειμενική ανάγκη για επιστημονικότερη φύλαξη, στέγαση και έρευνα των μνημείων της Ακρόπολης μετατράπηκε σε «εθνικό σύμβολο» – για να υπηρετήσει τον «εθνικό στόχο» της επιστροφής των Γλυπτών – και ως τέτοιο δεν είχε κανείς το δικαίωμα να το αμφισβητήσει. Ο ελληνικός λαός υπέστη μια άγρια και πολύχρονη προπαγάνδα για να υποβαθμιστεί το γεγονός ότι χτίστηκε πάνω σε έναν σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο, του Μακρυγιάννη, και ακριβώς στο άμεσο περιβάλλον της Ακρόπολης. Τα μισά από αυτά θα αρκούσαν για να απορριφθεί οποιοδήποτε άλλο κτίριο σε οποιοδήποτε άλλο μνημείο. Όχι όμως για το Μουσείο της Ακρόπολης. Είναι χαρακτηριστικό, ότι τον Οκτώβριο του 2008, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου στη Βουλή για το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του Νέου Μουσείου Ακρόπολης, οι αρχαιολόγοι κατήγγειλαν ότι «για πρώτη φορά στην Ιστορία, η πολιτεία διώκει όλους τους αρχαιολόγους (…) γιατί τολμούν να διαφωνούν με μια ωμή φαλκίδευση του πλαισίου προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς (…)». Κατήγγειλαν, επίσης, «το κλίμα εκφοβισμού των εργαζομένων που καλλιεργεί η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ (…) Στο ίδιο κλίμα τρομοκρατίας εντάσσεται η παρουσία των δυνάμεων ασφαλείας, μέσα και έξω από το κτίριο του ΥΠΠΟ, στη διάρκεια της κινητοποίησης των εργαζομένων» (Ριζοσπάστης)
Το πρόβλημα όμως του Μουσείου Ακρόπολης δεν είναι μόνο η χωροθέτησή του. Αλλά το ίδιο το πλαίσιο λειτουργίας που «γεννήθηκε» μαζί του. Διότι είναι το πρώτο ελληνικό κρατικό μουσείο που αποκόπηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στο όνομα της διοικητικής «ευελιξίας» και οικονομικής «αυτοτέλειας», όροι οι οποίοι στη «γλώσσα» της αγοράς σημαίνουν λειτουργία με ιδιωτικοοικονομικά – εμπορευματικά κριτήρια. Το πρόβλημα δηλαδή είναι, ότι το «εθνικό σύμβολο» λειτουργεί ως μαγαζί. Κάτι το οποίο η επιστημονική κοινότητα φοβόταν πριν ακόμη χτιστεί. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, όταν από το 2004 εκτιμούσε η πρόβλεψη στο χώρο μουσείου, εστιατορίων και άλλων καταστημάτων έκτασης 1.000 τ.μ. «δε συνάδουν με τη σοβαρότητα ενός μουσείου τέτοιας παγκόσμιας ακτινοβολίας, αλλά με μια κοινή εμπορική επιχείρηση» (δείτε εδώ).
Το Μουσείο Ακρόπολης θεσμοθετήθηκε ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και όχι ως οργανικό στοιχείο στη δομή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Το γιατί το εξήγησε τον Μάιο του 2008 ο τότε υπουργός Πολιτισμού Μιχάλης Λιάπης: «Η νομική του μορφή τού επιτρέπει να διατηρήσει τις αναγκαίες αποστάσεις ασφαλείας τόσο από τον ιδιωτικό τομέα όσο και από το παραδοσιακό δημόσιο (…) Απελευθερώνει, στο μέτρο του δυνατού, το μουσείο από γραφειοκρατικές και δημοσιονομικές αγκυλώσεις».
Επίσης: «Να σας πω ενδεικτικά ότι ακόμα και στη Γαλλία, τη χώρα που έχει έναν από τους ισχυρότερους δημόσιους τομείς, τα μεγάλα μουσεία έχουν αυτονομία, ήδη από τη δεκαετία του ’90. Αναφέρομαι σε μουσεία όπως το Λούβρο, το Musée d’Orsay, το μουσείο των Βερσαλλιών, το Κλινί κ.λπ. Είναι μια ανάγκη που είχε ήδη αναγνωριστεί, από τη σύσταση μεγάλων μουσείων της χώρας μας με τη δημιουργία Ειδικών Περιφερειακών Υπηρεσιών, τόσο από τον οργανισμό του 2003 αλλά και τους παλαιότερους οργανισμούς».
Η «αυτονόμηση» λοιπόν των κρατικών μουσείων από τη δημόσια διαχείριση προβάλλεται ως «απαγκίστρωση» από τη «γραφειοκρατία». Φυσικά, η «γραφειοκρατία» ουδέποτε εμπόδισε το ελληνικό κράτος να εφαρμόζει και στο υπουργείο Πολιτισμού όλη τη «γκάμα» των «ευέλικτων» σχέσεων εργασίας, δημιουργώντας ανακυκλούμενες «στρατιές» συμβασιούχων και έχοντας επί χρόνια σπουδαίο επιστημονικό προσωπικό σε εργασιακή ομηρία.
Η διοικητική απόσχιση της συλλογής των κινητών από τα ακίνητα μνημεία ενός συνόλου διασπά το ενιαίο και οργανικό σύνολο των μνημείων ενός τόπου και αποτελεί άστοχο και άκριτο ιδεολογικό αναχρονισμό
Επιπλέον, όπως σημείωναν από τότε οι αρχαιολόγοι, τα ελληνικά μουσεία «υποστηρίζονται από τα ανεξάντλητα και συνεχώς ανανεούμενα αποθέματα ευρημάτων που εξασφαλίζουν κυρίως οι πολυάριθμες σωστικές ανασκαφές, γεγονός που ισχύει κατ’ εξοχήν για τα Μουσεία των μεγάλων πόλεων» (Αρχαιολογικό και Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, Αρχαιολογικά Μουσεία Πάτρας, Ηρακλείου κ.ά.). «Τα παραπάνω ισχύουν κατ’ εξοχήν για το μουσείο της Ακροπόλεως το οποίο δε νοείται να λειτουργεί ξεκομμένο από τον αρχαιολογικό χώρο», αφού «μουσείο είναι ολόκληρος ο χώρος με τα κινητά ευρήματα και τα ακίνητα μνημεία του, που αποτελεί ένα ενιαίο ιστορικό και πολιτισμικό σύνολο». Έτσι, η «διοικητική απόσχιση της συλλογής των κινητών από τα ακίνητα μνημεία ενός συνόλου και η δημιουργία δύο απόλυτα διακριτών, λειτουργικά και νομικά διαφοροποιημένων, διαχειριστικών μονάδων: του ΝΠΔΔ “Μουσείου” αφ’ ενός και του υπαγόμενου στην εφορεία αρχαιοτήτων “Αρχαιολογικού Χώρου” αφ’ ετέρου, που προτείνεται να εφαρμοστεί, διασπά το ενιαίο και οργανικό σύνολο των μνημείων ενός τόπου και αποτελεί άστοχο και άκριτο ιδεολογικό αναχρονισμό».
Τα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτό τον «αναχρονισμό» είναι εύλογα, όπως: «Ποιος και πώς (σ.σ. ΔΣ του Μουσείου ή Εφορεία) θα διαχειρίζεται τα νέα ευρήματα που θα προκύπτουν στο μέλλον (θα κατασκευαστούν νέες αποθήκες, εργαστήρια συντήρησης και λοιποί βοηθητικοί χώροι για τα ευρήματα των σωστικών και λοιπών ανασκαφών των εφορειών στους χώρους που φυσικά εξακολουθούν να είναι ενεργοί;). Ποιος θα αποφασίζει πότε και ποια νέα ευρήματα θα εκτεθούν; Ποιος θα οργανώνει και θα έχει την ευθύνη της παρουσίασης του συνόλου (κινητών και ακινήτων) στο κοινό; Πώς θα αντιμετωπιστεί η αύξηση των δαπανών που αυτό το σχήμα συνεπάγεται και γιατί, αντί αυτά τα χρήματα να διατεθούν για την αναβάθμιση των υποδομών και των υπηρεσιών που προσφέρονται τώρα στους επισκέπτες, θα διατεθούν για τη δημιουργία προβληματικών διοικητικών σχημάτων;».
Αλλά η ουσία δεν είναι ότι το αστικό κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει με όρους αγοράς. Μπορεί και το κάνει. Τα αντεργατικά μέτρα που εφαρμόστηκαν στο δημόσιο με αφορμή την κρίση το αποδεικνύουν. Το θέμα είναι ότι η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί οικονομικό «φιλέτο» για το κεφάλαιο και τα μουσεία είναι το αποδοτικότερο κομμάτι αυτού του «φιλέτου».
Αλλά αγορά σημαίνει και «κεσάτια». Τον Ιούνιο του 2012 και με αφορμή τους εορτασμούς για τα τρία χρόνια λειτουργίας του, ο πρόεδρος του ΝΜΑ, Δ. Παντερμαλής, αποκάλυπτε ότι η ολοκλήρωση του έργου της μετατροπής της ανασκαφής σε επισκέψιμο μουσείο δεν μπορούσε να προσδιορισθεί, γιατί τα 3,7 εκ. ευρώ των αποθεματικών του «κουρεύτηκαν», με αποτέλεσμα να απομείνουν μόλις 900.000 ευρώ. Έτσι, η διοίκηση θα έψαχνε για «χορηγούς» και θα προσπαθούσε να αυξήσει κι άλλο τα έσοδά του επεκτείνοντας την εμπορευματοποίηση των χώρων του, με ενοικίασή του για διάφορες εκδηλώσεις και επέκταση των τραπεζοκαθισμάτων για φαγητό στους εξωτερικούς χώρους του και όχι μόνο στο «μπαλκόνι» του πάνω ορόφου.
Την επόμενη χρονιά, πάλι με την ίδια αφορμή, ο Δ. Παντερμαλής είπε ότι «είναι λάθος να στέκεσαι παθητικά απέναντι σε αυτό που λέμε αγορά» και ότι το μουσείο προσπαθεί «να ελαχιστοποιήσει τις δαπάνες του». Αμέσως μετά πρόσθεσε: «Έτσι μπορεί να δέχεται μέχρι και το 44% όλων των επισκεπτών του ετησίως με μηδενικό εισιτήριο – μια ακραία πρόκληση για έναν οργανισμό, ο οποίος βασίζεται αποκλειστικά στα δικά του έσοδα»!
Αν όμως το δικαίωμα των ανθρώπων σε φθηνή ή ακόμη και δωρεάν είσοδο σε κρατικό μουσείο είναι «πρόκληση» με όρους αγοράς, αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορούν να ληφθούν μέτρα αν η «επιχείρηση» δεν αντέξει τις «προκλήσεις».
Το «κερασάκι» στην αγοραία «ευελιξία» του μουσείου έρχεται να το βάλει το «φρέσκο» σχέδιο νόμου με τίτλο “Αρχείο Διαφύλαξης Κινηματογραφικής Κληρονομιάς, ρύθμιση θεμάτων Μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού & Αθλητισμού και άλλες διατάξεις”. Τα Άρθρα 18 και 19 είναι αφιερωμένα σε ρυθμίσεις για το μουσείο Ακρόπολης. Μεταξύ άλλων στην παράγραφο 3 του άρθρου 8 του Ν. 3711/2008 (ιδρυτικού νόμου του μουσείου) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Επίσης με αποφάσεις του Δ.Σ. (…) καταρτίζονται κανονισμοί για: α) την παραχώρηση χώρων και υπηρεσιών του Μουσείου και την εν γένει οικονομική και λογιστική διαχείριση του Μουσείου, β) τους όρους και τις προϋποθέσεις παροχής δικαιώματος μελέτης, φωτογράφισης, κινηματογράφησης και αποτύπωσης με κάθε μέσο, δημοσίευσης, και πρόσβασης στο μουσειακό υλικό καθώς και την παραγωγή, αναπαραγωγή και διάδοση στο κοινό από το Μουσείο ή τρίτους για καλλιτεχνικό, επιστημονικό, πολιτιστικό, εκπαιδευτικό, οικονομικό σκοπό και εν γένει τους σκοπούς του παρόντος νόμου εκμαγείων, αντιγράφων, πληροφοριών ή απεικονίσεων σε κάθε μορφή και φορέα αντικειμένων των συλλογών και εκθεμάτων του Μουσείου και το ύψος του σχετικού τέλους υπέρ του Μουσείου, γ) τους όρους και τους κανόνες οργάνωσης και διεξαγωγής εκδηλώσεων και οργανωμένων επισκέψεων, που είναι συμβατές με τους χώρους του Μουσείου Ακρόπολης και την εν γένει πρόσβαση τρίτων στους χώρους του Μουσείου, δ) τους όρους, τις προϋποθέσεις και το αντίτιμο επίσκεψης κοινού στο Μουσείου, ε) το ωράριο λειτουργίας του Μουσείου, στ) την υπηρεσιακή περιβολή, συμπεριφορά και τις υποχρεώσεις του προσωπικού του Μουσείου έναντι του κοινού.»
Στόχος: η πλήρης ιδιωτικοποίηση
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων εκτιμά ότι έτσι «θεσμοθετείται και επιβραβεύεται η “κατάσταση εξαίρεσης” που ίσχυε για το Μουσείο Ακρόπολης, που έχει οδηγήσει ήδη σε μια σειρά από στρεβλώσεις, και αναφέρουμε μόνο τις πιο χαρακτηριστικές: τον τρόπο επιλογής του προσωπικού λίγο πριν τα εγκαίνια, τη μουσειολογική-μουσειογραφική μελέτη που εγκρίθηκε από τα αρμόδια όργανα αφού είχε ήδη στηθεί η έκθεση, την αναγγελία προγράμματος καθαρισμού των Καρυατίδων με laser χωρίς καμία προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντήρησης ή του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, τον αντιεπιστημονικό επιχρωματισμό (!) επιγραφών, το γεγονός ότι είναι το μόνο μουσείο στο οποίο αυθαίρετα απαγορεύεται η φωτογράφηση από τους επισκέπτες με ερασιτεχνικές φωτογραφικές μηχανές. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να κάνουμε και στις “εκδηλώσεις” που διοργανώνονται στο Μουσείο Ακρόπολης, και τώρα περνούν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΔΣ! Θυμίζουμε ότι πρόκειται για το μοναδικό Μουσείο που παραχωρεί χώρους σε εκδηλώσεις κομματικών φορέων (όπως η ΟΝΝΕΔ). Θυμίζουμε επίσης ότι, με το πρόσχημα του εστιατορίου, διοργανώθηκε πρόσφατα δεξίωση για την επέτειο γάμων του έκπτωτου τέως βασιλιά με όλες τις πολιτειακές προεκτάσεις που εγείρει το να διοργανώνεται μια τέτοια δεξίωση στο Μουσείο της Ακρόπολης! Όλη αυτή η αυθαιρεσία προφανώς επιβραβεύεται από την κυβέρνηση με αυτό το σχέδιο νόμου, ενώ δίνεται η δυνατότητα παρόμοιες “εκδηλώσεις” ή “πριβέ ξεναγήσεις” να πραγματοποιούνται και στους χώρους των εκθεμάτων αν το ΔΣ αποφανθεί (και ο Υπουργός επικυρώσει) ότι “συνάδουν” με την προβολή και τη λειτουργία του Μουσείου!».
Το νομοσχέδιο προβλέπει την παραχώρηση των κτηρίων εντός του περιβάλλοντος χώρου του Μουσείου (άρθρο 19) που για τους αρχαιολόγους «υποκρύπτει έναν σοβαρό κίνδυνο για τη λειτουργία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών». «Η Εφορεία με τον μεγαλύτερο αριθμό υπαλλήλων στην επικράτεια, με χωρική αρμοδιότητα που αντιστοιχεί στο 30% περίπου του πληθυσμού της χώρας, παράλληλα με το σπουδαίο και απαιτητικό έργο της λειτουργίας των μεγάλων αρχαιολογικών χώρων του ιστορικού κέντρου της Αθήνας εκδιώκεται από το κτήριο Weiler, έδρα της Εφορείας Ακροπόλεως από το 1984. Με την παραχώρηση του κτηρίου στο Μουσείο και τον εκτοπισμό της Εφορείας συμπληρώνεται το πλαίσιο συντονισμένων ενεργειών που υπονομεύουν την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Το γεγονός αυτό μάλιστα αποκτά χαρακτήρα δίωξης, εάν θυμηθεί κανείς ότι η πλειονότητα των κτηρίων της Εφορείας που είναι λειτουργικά έχει ήδη παραχωρηθεί στο ΤΑΙΠΕΔ από το Νοέμβριο του 2013».
«Είναι προφανές» σημειώνουν οι αρχαιολόγοι «ότι η πολιτική ηγεσία δεν διστάζει να δημιουργήσει μία παράπλευρη εξωθεσμική οδό διαχείρισης για ένα μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς. Το σύνολο των εκτροπών και παρακάμψεων του νόμου δεν θεσμοθετείται με αγαθές προθέσεις για να διευκολυνθεί η λειτουργία των Μουσείων Κανελλοπούλου (με τα άρθρα 6-17, μεταλλάσσει το Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου σε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου) και Ακρόπολης. Διατυπώνεται υποβολιμαία και έχει σκοπό να δημιουργήσει μια πλαστή εντύπωση: ότι η νέα νομική φόρμουλα διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι η ιδανική, απέναντι στην Αρχαιολογική Υπηρεσία που με κάθε ευκαιρία πλήττεται και διασύρεται ως απαρχαιωμένη, γραφειοκρατική, δυσλειτουργική και αναποτελεσματική.
Όμως, ούτε η Αρχαιολογική Υπηρεσία, ούτε η πολιτιστική κληρονομιά, ούτε οι δημόσιοι λειτουργοί της είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό. Ηθικός αυτουργός και εκτελεστής είναι η ίδια η πολιτική ηγεσία, η οποία απεργάστηκε εν κρυπτώ το σχέδιο συρρίκνωσης των υπόλοιπων δομών του ΥΠΠΟΑ, χωρίς να φροντίσει για τη διατύπωση σύγχρονων αρμοδιοτήτων και εξειδικευμένων δομών, που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας για τον πολιτισμό ως αγαθό. Με κάθε ευκαιρία υπονομεύει με ζήλο το έργο των Υπηρεσιών που η ίδια ηγείται με διαρκώς μειούμενες επιχορηγήσεις για τη λειτουργία της και τις δράσεις της. Η πρόθεσή της δεν είναι άλλη από τη διαρκή απαξίωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και του προσωπικού της στα μάτια της κοινωνίας και την κατασκευή έωλων επιχειρημάτων μέχρι την τελική κατάργηση και την παράδοση της πολιτιστικής κληρονομιάς σε τρίτους.
Ο δρόμος που ακολουθούν είναι σαφής: Με τον νέο Οργανισμό μετονόμασαν τα μεγάλα Μουσεία από ειδικές περιφερειακές υπηρεσίες σε “Δημόσια Μουσεία”. Προφανώς το επόμενο βήμα είναι η μετατροπή τους σε ΝΠΔΔ (με τα Δ.Σ. να διορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση) και μετά σε ΝΠΙΔ, όπως προσπαθούν να επιτύχουν τώρα με το Μουσείο Κανελλοπούλου, δηλαδή η πλήρης ιδιωτικοποίησή τους!»…