Ισραήλ: "Δεν έχουμε συνομιλητή για την ειρήνη" - Ισραηλινή κατοχή (Β' Μέρος)
Συνεχίζουμε το αφιέρωμα στο παλαιστινιακό ζήτημα, έχοντας αρχίσει να απαντάμε σε ένα-ένα τα βασικά επιχειρήματα του Ισραήλ και της Δύσης. Επιχειρήματα πάνω στα οποία στηρίζουν όλα αυτά τα χρόνια την κατοχή και στο όνομα των οποίων συνεχίζεται από τις 7 Οκτώβρη η σφαγή στη Γάζα και ο νέος κύκλος βίας στη Δυτική Όχθη.
Στο Α’ Μέρος παρουσιάσαμε το τι σημαίνει ισραηλινή κατοχή στην καθημερινότητα των Παλαιστινίων, ώστε να γίνει κατανοητό τι συμβαίνει εδώ και 75 χρόνια στη γη και τους ανθρώπους τής Παλαιστίνης.
Στο Β’ Μέρος έχουμε μιλήσει για την απανθρωποποίηση ως μέθοδο εγκαθίδρυσης και στερέωσης της κατοχής και του απαρτχάιντ. Και για το επιχείρημα “Οι Παλαιστίνιοι απέρριψαν προτάσεις για ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος“.
Σε αυτό το κομμάτι, το τρίτο τού Β’ Μέρους, θα απαντήσουμε στο βασικό επιχείρημα ότι οι Ισραηλινοί “δεν έχουν συνομιλητή για την ειρήνη”. Ας δούμε πώς έχει υπονομευτεί η ειρήνη στην περιοχή, έχοντας κατά νου και αυτό που αναφέραμε στο προηγούμενο κομμάτι για τις προτάσεις περί ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Στην κεντρική φωτογραφία, εικόνα που δημοσιεύτηκε ευρέως στα ΜΜΕ όλου του κόσμου, τραβηγμένη από τις Ισραηλινές Δυνάμεις Άμυνας, όπου ο εκπρόσωπος των IDF Daniel Hagari εμφανίζεται με όπλα που βρέθηκαν από τις δυνάμεις των IDF σε ένα κέντρο διοίκησης της Χαμάς κάτω από το νοσοκομείο Rantisi της πόλης της Γάζας. Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε από τον στρατό στις 13 Νοεμβρίου 2023 και, κατά τους Ισραηλινούς, επικυρώνει την απόφασή τους να ισοπεδώσουν τη Γάζα, ως αποκλειστικός (συν)ομιλητής για την ειρήνη.
Στο τέταρτο κομμάτι τού Β’ Μέρους απαντάμε στα επίσης βασικά επιχειρήματα ότι “Το Ισραήλ είναι κοσμικό, δημοκρατικό κράτος” και “Η Χαμάς θέλει να καταστρέψει το Ισραήλ”.
Στο πέμπτο κομμάτι και το έκτο κομμάτι τού Β’ Μέρους θα εξετάσουμε τα επιχειρήματα της “Αυτοάμυνας” και του “Αντισημιτισμού” αντίστοιχα.
«Δεν έχουμε συνομιλητή. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τρομοκράτες»: Σήμερα η Hamas και η Jihad, χθες η ΟΑΠ και ο Αραφάτ
Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στους Δίδυμους Πύργους έδωσαν το έναυσμα στην καλλιέργεια ενός κλίματος ισλαμοφοβίας και γενικότερα ταύτισης του συνόλου του μουσουλμανικού κόσμου με την τρομοκρατία, αν και η διάκριση ανάμεσα στους δικούς μας ισλαμιστές (πχ το ακραίο καθεστώς της Σ. Αραβίας) και τους «άλλους», πχ τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, παρέμεινε αλώβητη, καταστρέφοντας κάθε πρόσχημα για όποιον στοιχειωδώς διατηρούσε την κρίση και την λογική του. Οι ισραηλινές ηγεσίες προσπάθησαν να αξιοποιήσουν την ατμόσφαιρα αυτή, ταυτίζοντας εαυτούς με την «Δύση που δέχεται επίθεση» και τον παλαιστινιακό λαό και την ηγεσία του με την «τρομοκρατία», φυσικά αποκρύπτοντας την πραγματική φύση του ζητήματος, δηλαδή την κατοχή. Η τακτική αυτή ακολουθείται ένθεν σταθερά, με την ισραηλινή ηγεσία απλώς ν’ αλλάζει τα ονόματα παλαιστινιακών οργανώσεων που θέτει «απέναντί της».
Το 2001 ο τότε πρωθυπουργός Αριέλ Σαρόν χαρακτήριζε τον Γιάσερ Αραφάτ, επικεφαλής τής ΟΑΠ και της Παλαιστινιακής Αρχής, «Οσάμα μπιν Λάντεν και Ταλιμπάν μαζί», παρά το ότι ο Αραφάτ ουδεμία σχέση είχε με θρησκευτικού τύπου οργάνωση, η Φατάχ και η ΟΑΠ, όπως και η Π. Αρχή είναι απολύτως κοσμικές και δεν υπήρξε ποτέ καμία σχέση τους με την αλ Κάιντα ή με τους Ταλιμπάν. Ο Αραφάτ δεν κατάφερε τελικά να μην χαρακτηρίζεται τρομοκράτης από τις ισραηλινές ηγεσίες παρά μόνο, επί της ουσίας, για λιγότερο από 10 χρόνια, καθώς μόλις το 1993, με τις συμφωνίες του Όσλο, το Ισραήλ αναγνώρισε την ΟΑΠ και τον Αραφάτ ως επίσημο εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού. Πριν πάλι όλοι ήταν τρομοκράτες. Μετά από το 2001, ξαναήταν.
Από το 2010 και μετά, με την εμφάνιση του ISIS στην περιοχή, η ισραηλινή προπαγάνδα τον ταύτισε με τη Hamas μη διστάζοντας εντελώς αυθαίρετα να συμπεριλαμβάνει στην ταύτιση αυτή κάθε πράξη αντίστασης στην κατοχή. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στη Λωρίδα της Γάζας, υπάρχουν σειρά ρεπορτάζ και πληροφορίες ότι οι προσπάθειες του ISIS να διεισδύσει βασίστηκαν στην κριτική σε βάρος τής Hamas ως «αποστάτες» επειδή έχει γίνει κοσμική και προτάσσει τα περί ανατροπής τής κατοχής και όχι «τον λόγο του θεού ενάντια στους απίστους», ότι συνομιλεί με σιιτικές οργανώσεις (Hezbollah) και ηγεσίες (Ιράν), ότι συμβιώνει με άλλες θρησκείες εντός της Λωρίδας της Γάζας (χριστιανούς). Όλα τα παραπάνω προκάλεσαν τελικά σύγκρουση, ιδιαίτερα στον νότο της Γάζας, που οδήγησε στον εξοβελισμό των μικρών θυλάκων του ISIS από την μικρή λωρίδα γης ήδη από το 2018. Είχαν προηγηθεί πολλά «επεισόδια» αντιπαράθεσης, με το ISIS να κάνει βομβιστική επίθεση με στόχο στέλεχος της Hamas στη Γάζα, καθώς η Hamas, από όταν έλεγξε πλήρως την εξουσία στη Λωρίδα της Γάζας, προχώρησε σε «σκούπα» κατά σαλαφιστών ισλαμιστών (όπως το ISIS), πιθανότατα κυρίως για λόγους διατήρησης της ισχύος της.
Σήμερα, η ισραηλινή ηγεσία αλλά και διάφοροι άλλοι «πρόθυμοι», όπως ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν ή ο Αμερικάνος υπουργός Άμυνας Λόυντ Ώστιν, έχουν επαναφέρει στην πρώτη γραμμή τον παραλληλισμό αυτό. Και όλοι μαζί ξεχνούν ότι στην επίθεση της 7ης Οκτωβρίου συμμετείχαν ή στήριξαν, αφήνοντας στην άκρη τις σημαντικές, σε μια σειρά θέματα, διαφορές τους, σχεδόν όλες οι ένοπλες παλαιστινιακές οργανώσεις που δρουν στη Γάζα, μεταξύ αυτών οι περισσότερες καθαρά κοσμικές, υπογραμμίζοντας την ανάγκη αποτίναξης της κατοχής.
Περί «θρησκειών»
Η απόδοση «θρησκευτικού περιτυλίγματος» στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα τού παλαιστινιακού λαού είναι μεθοδική και επιμελής από το 2001 και μετά. Και αυτό παρά το ότι σειρά στοιχείων και γεγονότων διαψεύδουν την εκδοχή αυτή. Περισσότερο, δε, την διαψεύδει η αρμονική συμβίωση μουσουλμάνων και χριστιανών στην Παλαιστίνη. Πόσο μάλλον που το ISIS ξεκάθαρα στόχευσε χριστιανούς (και κάθε θρησκευτική μειονότητα) τόσο στο Ιράκ όσο και στη Συρία αλλά και σε σειρά από επιθέσεις εκτός Μ. Ανατολής, κάτι που διακήρυττε άλλωστε.
Καταρχάς, η πλειονότητα των πολιτικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τον παλαιστινιακό λαό είναι ξεκάθαρα κοσμική. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, του 2017, οι Παλαιστίνιοι χριστιανοί είναι περίπου 47.000, εκ των οποίων το 98% κατοικεί στη Δ. Όχθη (κυρίως σε Βηθλεέμ, Ραμάλα και ανατολική Ιερουσαλήμ) και το 2% στην Λωρίδα της Γάζας. Συνήθως το τοπωνύμιο στα παλαιστινιακά εδάφη που έχει το αρχικό «Μπέιτ», πχ Μπέιτ Τζάλα, Μπέιτ Λαχίγια κλπ είναι τόπος που κατοικούν κυρίως χριστιανοί. Οι χριστιανοί Παλαιστίνιοι υφίστανται τις ίδιες ακριβώς διακρίσεις και ζουν την ίδια καθημερινή κόλαση κατοχής όπως και οι μουσουλμάνοι συμπατριώτες τους. Αρκετοί εγκατέλειψαν τον τόπο τους καθώς αρκετές πόλεις τους είναι γύρω από την ανατολική Ιερουσαλήμ και το τείχος που έχει φτιάξει το Ισραήλ εκτός του ότι τους αποκόπτει από τον υπόλοιπο κόσμο, τους εμποδίζει και την πρόσβαση στις καλλιέργειές τους (κυρίως ελιές) με αποτέλεσμα να μην έχουν δυνατότητα επιβίωσης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Μπέιτ Τζάλα που συρρικνώνεται διαρκώς προς όφελος των γειτονικών εποικισμών Γκίλο και Χαρ Γκίλο. Χριστιανοί είναι και οι περισσότεροι (περίπου 80%) Ισραηλινοί άραβες που ζουν εντός Ισραήλ. Η πλειοψηφία των Παλαιστινίων χριστιανών είναι ελληνορθόδοξοι. [Δείτε και στο Α’ Μέρος τού άρθρου μας τι συμβαίνει με τους Εποικισμούς και το Τείχος και γιατί η διαβίωση γίνεται όλο και πιο δυσβάσταχτη]
Η αντίδραση του Πατριαρχείου στον βομβαρδισμό τής Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας τού Αγίου Πορφυρίου στη Γάζα, όπου γίνεται σαφώς λόγος για έγκλημα πολέμου καθώς γίνονται στόχος τόποι προσευχής όπου βρίσκουν καταφύγιο άμαχοι ανεξαρτήτως θρησκεύματος, είναι κάτι που δεν χαροποίησε το Ισραήλ. Άλλωστε, εδώ και τουλάχιστον τρία χρόνια το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο στην Ιερουσαλήμ καταγγέλλει με ανακοινώσεις του την «αμέλεια» των ισραηλινών αρχών απέναντι στις επιθέσεις που δέχονται χριστιανοί προσκυνητές από υπερορθόδοξους εβραίους, καθώς και στην καταπάτηση γης που ανήκει στο Πατριαρχείο και ανακήρυξη μονομερώς από την ισραηλινή πλευρά της περιουσίας τού Πατριαρχείου ως «δημόσιας περιουσίας».
Στο παρακάτω βίντεο, από ρεπορτάζ τής Dena Takruri, εκπρόσωποι χριστιανικών εκκλησιών (δογμάτων) μάς εξηγούν το πώς η κατοχή επηρεάζει ολόκληρο τον πληθυσμό τής Βηθλέεμ, ανεξαρτήτως θρησκεύματος.
Η υπόσκαψη της ΟΑΠ (του Αραφάτ) και της Π. Αρχής – ένας στόχος διαρκείας
Αν κάτι έχει ενδιαφέρον, και όπως φαίνεται απασχολεί πλέον πάρα πολύ και τα ισραηλινά ΜΜΕ, είναι η ευθύνη των ισραηλινών ηγεσιών ως προς τη διαμόρφωση συνθηκών που ευνόησαν την πολιτική άνοδο της Hamas, στο όνομα της αντιμετώπισης της οποίας ξεκληρίζεται με ανηλεείς ισοπεδωτικούς βομβαρδισμούς ο παλαιστινιακός λαός από τις 7 Οκτωβρίου και μετά. Η Hamas, ως πρωτοεμφανιζόμενη πολιτική οργάνωση κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα (συστάθηκε το Δεκέμβριο του 1984 ως «Κίνημα Ισλαμικής Αντίστασης») προσκλήθηκε να συμμετάσχει στην ενωμένη παλαιστινιακή ηγεσία, υπό την ΟΑΠ. Δεν το έκανε ποτέ.
Αντίθετα, έχοντας, ουσιαστικά, παρουσία μόνο στη Λωρίδα της Γάζας, τότε, επεδίωξε να εκτοπίσει την εθνική ηγεσία και να ελέγξει τις κινητοποιήσεις, κάτι που δεν κατάφερε. Δεν έλειψαν οι επιθέσεις κατά μελών άλλων παλαιστινιακών οργανώσεων, κυρίως αριστερών και ιδιαίτερα του ΚΚ Παλαιστίνης, κάτι που ούτως ή άλλως γινόταν χωρίς να υπάρχει επίσημα οργάνωση από το 1973 όταν ο ιδρυτής της, Σεϊκ Αχμάντ Γιασίν, ίδρυε στη Γάζα «κάτι» σαν Ισλαμικό Κέντρο υπό την ανοχή των ισραηλινών κατοχικών δυνάμεων, που θεωρούσαν ότι απέναντι στην αυξανόμενη επιρροή, και διεθνώς, της κοσμικής ΟΑΠ ένα ακραίο ισλαμιστικό αντίβαρο θα τους φαινόταν, πιθανώς, χρήσιμο. Είναι πολύ πιο πειστικό να λες ότι «κυνηγάς» ακραίους ισλαμιστές αντί ένα ενωτικό κοσμικό εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Haaretz, Ισραηλινοί αξιωματούχοι που εργάστηκαν στην κατεχόμενη Λωρίδα της Γάζας, από θέσεις ευθύνης, τη δεκαετία του ΄70 και του ’80, παραδέχονται ότι τότε, παρά τις ανησυχητικές γι’ αυτούς ενδείξεις, δεν ασχολήθηκαν με το θέμα εφόσον θα μπορούσε ίσως να εξυπηρετήσει τον στόχο τής δημιουργίας αντίπαλου δέους απέναντι στην κοσμική ΟΑΠ και το ξεκάθαρα εθνικοαπελευθερωτικό της πρόγραμμα. Επίσης, παραδέχονται ότι έχει υπάρξει έμμεση χρηματοδότηση και στήριξη.
Τα πρώτα χρόνια μετά τη συμφωνία του Όσλο η Hamas έχασε σε δημοτικότητα καθώς η πλειοψηφία του παλαιστινιακού λαού ήλπιζε σε μια οριστική ειρηνευτική συμφωνία και ο επιθετικός της λόγος για καταστροφή του Ισραήλ δεν είχε «εύφορο έδαφος». Αυτό άλλαξε σταδιακά καθώς η «ειρηνευτική διαδικασία» με ευθύνη των ισραηλινών ηγεσιών αποδεικνυόταν φρούδα ελπίδα: η κατοχή συνεχιζόταν με αναδιατάξεις μόνο στρατευμάτων στα εδάφη της Δ. Όχθης, οι έποικοι αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο, η Παλαιστινιακή Αρχή που είχε ιδρυθεί εμφανιζόταν ολοένα και πιο αδύναμη να επιδράσει σημαντικά στη βελτίωση της καθημερινότητας και το κύρος της υποσκαπτόταν ριζικά.
Η νεοσύστατη παλαιστινιακή αστυνομία απλώς καλούνταν να καταστέλλει αυτή τις διαδηλώσεις κατά της κατοχής στις περιοχές ελέγχου της και να διαχειριστεί ζητήματα όπως η αποκομιδή των σκουπιδιών μόνο εντός του αστικού ιστού, χωρίς να μπορεί, στη συνέχεια, να εφαρμόσει καμία ολοκληρωμένη διαχείριση, αφού στο υπόλοιπο έδαφος δεν είχε έλεγχο με βάση τις συμφωνίες του Όσλο. Η βοήθεια που έφτανε από τη διεθνή κοινότητα, είτε από τον ΟΗΕ, είτε από δωρήτριες χώρες, είτε από την ΕΕ πήγαινε, μέσω και της UNRWA, σε υποδομές που διέλυε συστηματικά ο ισραηλινός στρατός (ενδεικτικά, το 2021, οι καταστροφές σε υποδομές στη Γάζα μετά από μόλις 11 ημέρες ισραηλινών στρατιωτικών επιδρομών υπολογίστηκαν από την Παγκόσμια Τράπεζα σε 485 εκατομμύρια δολάρια). Συχνά χανόταν σε κάποια «τρύπια χέρια» κυρίως μεσαίων στελεχών τής Αρχής. Οι ισραηλινές αρχές πολλάκις παρακρατούσαν και παρακρατούν από την Π. Αρχή χρήματα από τη φορολογία που εισπράττουν στις, υπό κατοχή, παλαιστινιακές περιοχές, το θέμα του νερού στη Δ. Όχθη δεν λύθηκε, οι επιδρομές συνεχίστηκαν. Και τελικά η απελπισία επανήλθε ως κυρίαρχο συναίσθημα στην παλαιστινιακή κοινή γνώμη. Και πάνω σε αυτήν «πάτησε» η Hamas για να ενισχύσει την επιρροή της.
Η «γέννηση» του επιχειρήματος «Δεν έχουμε συνομιλητή για την ειρήνη»
Ήδη από τον Οκτώβριο του 2001, έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα της δεύτερης Ιντιφάντα, η ισραηλινή ηγεσία και ο τότε πρωθυπουργός Αριέλ Σαρόν είχε αποφασίσει, σύμφωνα με την Ισραηλινή δημοσιογράφο Τάνια Ράινχαρτ και εκτενή έρευνα που παραθέτει στο βιβλίο της «Ισραήλ – Παλαιστίνη: Πώς να δώσουμε τέλος στον πόλεμο του 1948» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη), ότι η διαδικασία του Όσλο «έχει τελειώσει». Όπως σημειώνει η Ράινχαρτ, έγγραφο με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 2000 (δύο εβδομάδες μετά την έναρξη της δεύτερης Ιντιφάντα) της Ισραηλινής Υπηρεσίας Γενικής Ασφάλειας που δημοσιοποίησε η ισραηλινή εφημερίδα Μααρίβ στις 6 Ιουλίου 2001, χαρακτήριζε τον Αραφάτ «πρόσωπο που αποτελεί σοβαρή απειλή για την ασφάλεια» και εκτιμούσε ότι η ζημιά από την εξάλειψή του θα ήταν μικρότερη από αυτή που προκαλείται από την ύπαρξή του». Ενδεικτικό του πόσο σχεδιασμένη και προαποφασισμένη, ασχέτως των όποιων παλαιστινιακών ενεργειών, ήταν η στάση της ισραηλινής ηγεσίας είναι ότι την ώρα που κυκλοφορούσε το συγκεκριμένο έγγραφο, καταγράφονταν σχεδόν αποκλειστικά μόνο νεκροί και τραυματίες άοπλοι Παλαιστίνιοι διαδηλωτές. Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη βομβιστική επίθεση εκ μέρους των Παλαιστινίων στο έδαφος του Ισραήλ, από την έναρξη της δεύτερης Ιντιφάντα στα τέλη Σεπτεμβρίου, πραγματοποιήθηκε, πολύ αργότερα, στις 2 Νοεμβρίου 2000.
Συμπληρώνει, δε, ότι στις 20 Νοεμβρίου του 2000, λίγο λιγότερο από δύο μήνες από την έναρξη της δεύτερης Ιντιφάντα, διοχετεύτηκε στον ισραηλινό Τύπο από το γραφείο τού τότε πρωθυπουργού Εχούντ Μπάρακ, έγγραφο με τον τίτλο «Η μη συμμόρφωση της Παλαιστινιακής Αρχής. Ένα μνημείο κακοπιστίας και παραβατικότητας», που φέρεται να συντάχθηκε από τον σύμβουλο του Μπάρακ, Ντάνι Γιατόμ. Στο 60σέλιδο έγγραφο αναφέρονται όλα εκείνα τα επιχειρήματα που η ισραηλινή ηγεσία έκτοτε χρησιμοποίησε σταθερά για να υπονομεύσει την Π. Αρχή ως συνομιλητή για την ειρήνη, να την παρουσιάσει ως «υποστηρικτή της, (κατά το Ισραήλ εκδοχής της) τρομοκρατίας» για να καταλήξει στην γνωστή επωδό ότι «δεν έχει συνομιλητή» για την ειρήνη. Το έγγραφο κατηγορεί τον Αραφάτ ότι «κρύβεται» η πολιτοφυλακή του πίσω από τις λαϊκές διαδηλώσεις, ότι υποκίνησε την Ιντιφάντα (λες και δεν αρκούσε η κατάρρευση του Όσλο και η συνέχιση της πολυετούς αιματηρής κατοχής ή λες και είναι έγκλημα ένας ηγέτης να στηρίζει αντικατοχικές εκδηλώσεις του λαού του), ότι προσπαθεί να χρησιμοποιήσει «τα δεινά» των Παλαιστινίων ακόμη και τα νεκρά παιδιά στην πρώτη γραμμή (δεν αναφέρεται βέβαια πώς σκοτώνονται αυτά τα παιδιά και πώς προκαλούνται αυτά τα δεινά) για να «διεθνοποιήσει το θέμα και να συγκινήσει τη διεθνή κοινή γνώμη», ότι «δεν έβγαλε ποτέ τη στολή των στασιαστών (σ.σ. δηλαδή των κατεχόμενων Παλαιστινίων οι οποίοι δεν έχουν, για την ισραηλινή εκδοχή, καν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν την κατοχή προφανώς)… κ.ο.κ.
Ενώ ο κατάλογος των νεκρών και τραυματισμένων βαριά Παλαιστινίων μεγαλώνει, στις 3 Δεκεμβρίου, μετά από μια πολύνεκρη βομβιστική επίθεση της Hamas στη Χάιφα (δολοφονούνται 30 Ισραηλινοί), το Ισραήλ ξεκίνησε μια κλιμακούμενη σειρά επιχειρήσεων κατά της «παλαιστινιακής τρομοκρατίας». Αλλά και μια «ενημερωτική εκστρατεία (που) θα επικεντρωθεί στην ευθύνη του Αραφάτ για την τρομοκρατία» εγκαλώντας τον ουσιαστικά επειδή δεν στρέφεται εναντίον του λαού του. Ο Σαρόν δήλωνε στο υπουργικό συμβούλιο: «Ο Αραφάτ δεν έχει πλέον καμία σημασία». Ενδεικτικό των πραγματικών προθέσεων της ισραηλινής ηγεσίας είναι ότι μόλις στις 5 Δεκεμβρίου, στόχος σφοδρής επιδρομής τού ισραηλινού στρατού έγινε η Παλαιστινιακή Κεντρική Υπηρεσία Στατιστικής στη Ραμάλα, όπου καταστράφηκε επιμελώς σωρεία στοιχείων και φακέλων όπου αποτυπωνόταν η πορεία τής παλαιστινιακής παρουσίας στην περιοχή. Ο ισραηλινός στρατός, πρακτικά, ανακατέλαβε περιοχές που είχαν παραχωρηθεί με τη συμφωνία του Όσλο, επέβαλε στρατιωτικό νόμο, στόχευε σχεδόν αποκλειστικά δομές και υπηρεσίες της παραπαίουσας Π. Αρχής, και «πολιόρκησε» το αρχηγείο τού Αραφάτ στη Ραμάλα, όπου αποκλεισμένος και αποκομμένος καλούνταν να «αναλάβει σαφείς δράσεις κατά της τρομοκρατίας». Ο ίδιος καταδίκασε τις βομβιστικές επιθέσεις και έγινε κύμα συλλήψεων μελών της Hamas από την παλαιστινιακή αστυνομία, το οποίο η ισραηλινή πλευρά χαρακτήρισε «ανεπαρκές». Όπως αναφέρει ο Φιλ Ρηβς, στην Independent, τότε ο Σιμόν Πέρες φέρεται να ρώτησε τον Αριέλ Σαρόν «αν φύγει ο Αραφάτ, μετά τι θα γίνει;» χωρίς να λάβει ποτέ απάντηση.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Από τον Δεκέμβριο του 2001 η ισραηλινή ηγεσία υπό τον Σαρόν κατέστησε σαφές ότι ο Αραφάτ δεν μπορεί να μετακινηθεί από το αρχηγείο του στη Ραμάλλα (Μουκάτα’α) χωρίς πρότερη έγκρισή της, αρχίζοντας μια περικύκλωση που κορυφώθηκε με την ευρεία στρατιωτική επιχείρηση του ισραηλινού στρατού στη Δ. Όχθη «Προστατευτική Ασπίδα» που ξεκίνησε στις 28 Μαρτίου 2002 με την εισβολή του ισραηλινού στρατού σε κτήρια του οικοδομικού συμπλέγματος του αρχηγείου και τον πλήρη αποκλεισμό του Αραφάτ και άλλων 480 ατόμων εντός ενός κτηρίου. Ταυτόχρονα, ο ισραηλινός στρατός «σάρωνε» αστικά κέντρα στη Δ. Όχθη. Ο Σαρόν διακήρυττε ότι ο Αραφάτ «είναι επικεφαλής τρομοκρατικής οργάνωσης, είναι εχθρός του Ισραήλ και όλου του ελεύθερου κόσμου». Αν μη τι άλλο, το ισραηλινό προπαγανδιστικό λεξιλόγιο παραμένει σταθερό επί δεκαετίες: ταύτιση των παλαιστινιακών οργανώσεων και των ηγεσιών τους με την τρομοκρατία, όλοι είναι εχθροί του Ισραήλ -το οποίο ταυτίζεται με τον «ελεύθερο κόσμο», άρα οι παλαιστινιακές οργανώσεις -που παλεύουν ενάντια στην κατοχή- «απειλούν» τον ελεύθερο κόσμο, μόνο που η λέξη «κατοχή» δεν αναφέρεται ποτέ.
Έκτοτε, και ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Αραφάτ στις 11 Νοεμβρίου 2004 -με την παλαιστινιακή πλευρά να μην αποκλείει ποτέ το ενδεχόμενο δηλητηρίασης- η στάση των ισραηλινών ηγεσιών απέναντι στην Π. Αρχή δεν έχει αλλάξει. Οι ισραηλινές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα αυτές του Μπέντζαμιν Νετανιάχου, επέμειναν μέχρι και σήμερα στην τακτική τής «ασφυξίας» της και της υπόσκαψης κάθε αξιοπιστίας της. Σύμφωνα με πηγές που επικαλείται ο ισραηλινός Τύπος, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου, επανειλημμένως, (τελευταία φορά το 2019) έχει υποστηρίξει ότι όσο περισσότερο «στραγγαλίζεται» η Π. Αρχή στη Δ. Όχθη, τόσο απομακρύνεται η προοπτική ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους αφού διαιωνίζεται ο διχασμός των Παλαιστινίων.
Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της ισραηλινής εφημερίδας Haaretz, η γιγάντωση της Hamas έχει να κάνει ξεκάθαρα με την κάθετη στάση τού Νετανιάχου ενάντια σε οποιαδήποτε ειρηνευτική προοπτική. Στο άρθρο, Ισραηλινοί (η αντιπολίτευση καθώς και πρώην αξιωματούχοι τής κυβέρνησης, του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών) κατηγορούν ευθέως τον πρωθυπουργό ότι ήταν από τους βασικούς παράγοντες ενίσχυσης της Hamas «από την πρώτη του θητεία ως πρωθυπουργός» (Yuval Diskin, επικεφαλής τού Shin Beit 2005-2011). Ο πρώην πρωθυπουργός Έχουντ Μπάρακ δήλωσε στο Army Radio τον Αύγουστο 2019 ότι «η στρατηγική του (Νετανιάχου) είναι να κρατήσει ολοζώντανη τη Χαμάς, ακόμα κι αν πληρώσει το τίμημα να εγκαταλείψει τους πολίτες τού Νότου…έτσι ώστε να χάσει δύναμη η ΠΑ στη Ραμάλα.» Στο ίδιο πάντα δημοσίευμα διαβάζουμε ότι τον Ιανουάριο του 2022 ο Gadi Eisenkot, πρώην επικεφαλής τού ισραηλινού στρατού, δηλώνει ότι ο Νετανιάχου βρίσκεται εντελώς απέναντι από την εισήγηση τού Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, που αποφάσισε ότι πρέπει να υπάρξει αποσύνδεση από τους Παλαιστίνιους και να δημιουργηθούν δύο κράτη. Ο ίδιος ο Νετανιάχου, άλλωστε, επιβεβαιώνει όλους τους παραπάνω, όταν σε συνάντηση των βουλευτών τού κόμματός του, Likud, τον Μάρτιο 2019 δήλωσε ότι «όποιος αντιτίθεται σε ένα παλαιστινιακό κράτος πρέπει να υποστηρίζει τη διανομή αγαθών στη Γάζα, καθώς το να διατηρήσουμε τον διαχωρισμό ανάμεσα στην ΠΑ στη Δυτική Όχθη και τη Χαμάς στη Γάζα θα αποτρέψει την εγκαθίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους.» Ο Diskin δεν σταμάτησε να «βάλει» κατά του Νετανιάχου αποκαλώντας τον «πυρομανή» που θα τινάξει τη χώρα στον αέρα και επικρίνοντας σφοδρά τις πολιτικές του επιλογές.
Μετά τις 7 Οκτωβρίου 2023, η συζήτηση εντός Ισραήλ για τις ευθύνες τού Νετανιάχου έχει ανοίξει με ένταση και πολλοί πλέον σε ΜΜΕ και δημόσια φόρα τον κατηγορούν ευθέως ότι ακόμη και τώρα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί για την προσωπική του πολιτική επιβίωση μια κατάσταση που ο ίδιος «έθρεψε». Παραλείπεται βέβαια να αναφερθεί ότι η κατάσταση που «θρέφει» ο Νετανιάχου, δλδ η κατοχή και η περαιτέρω επιδείνωση των όρων ζωής των Παλαιστινίων, δεν είναι δική του έμπνευση, αλλά κεντρική πολιτική επιλογή όλων των ισραηλινών ηγεσιών, οι οποίες ανέκαθεν στηρίζουν το επιχείρημα ότι «δεν έχουν συνομιλητή», ασχέτως με το ποιον θέτουν στο κάδρο.
Στις 27 Μαΐου 2001, το TRTworld δημοσιεύει ένα βίντεο που διέρρευσε από το 2001 και δείχνει τον Νετανιάχου να μιλάει για το πώς το Ισραήλ χτυπά σκόπιμα τους Παλαιστίνιους “επώδυνα”, καθώς και να καυχιέται για το πώς εξαπάτησε τις ΗΠΑ για να σπάσει τις συμφωνίες τού κι έτσι οι Αμερικανοί θα υποστηρίζουν πάντα το Ισραήλ όταν αντιμετωπίζει αντιδράσεις.
https://www.facebook.com/watch/?v=740416829986542
Συνέχεια: