Δεν είσαι ο Κινέζος που περίμενα (μέρος 2ο)
Μια ιστορία για τουρίστες και εξωγήινους, την Καπνικαρέα και το Χονγκ Κονγκ, τις εφευρέσεις και τον κινέζικο γραπτό λόγο
#Μια ιστορία που ξεκίνησε το περσινό καλοκαίρι με μία απορία: αν ο κινέζικος γραπτός λόγος αποτελείται από δεκάδες χιλιάδες (εκατομμύρια όπως πίστευα τότε) χαρακτήρες, υπάρχουν χαρακτήρες που συμπίπτουν με τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου; Από την αναζήτηση στο διαδίκτυο και τα βιβλία, στις ανακαλύψεις του κινέζικου πολιτισμού, στην Καπνικαρέα τις μέρες του φετινού καλοκαιριού και την αναζήτηση πραγματικών κινέζων τουριστών που κατέληξε κάπως έτσι:
“Ενδεικτικό της ατολμίας μου ήταν το ότι στις δύο ώρες που έμεινα στην Καπνικαρέα – ακολουθώντας ευλαβικά τη σκιά – έκατσαν δίπλα μου τρεις διαφορετικές παρέες Κινέζων και δεν έκανα την παραμικρή κίνηση. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι πως η πραγματική αιτία του δισταγμού μου δεν ήταν οι πολύπλοκες παράμετροι αλλά ο φόβος ότι οι προσδοκίες μου μπορεί να γκρεμίζονταν απότομα. Μέχρι που είδα ένα ζευγάρι να κατεβαίνει την Ερμού. Η κοπέλα τράβηξε φωτογραφία την Καπνικαρέα – ήμουν κι εγώ στο πλάνο – και μετά, τη βιτρίνα του καταστήματος οπτικών. Φορούσε ένα κοντό λευκό φόρεμα και δερμάτινα σανδάλια που πλέκονταν γύρω από τις γάμπες της μέχρι τα γόνατα. Φαντάστηκα τον κίνκυ Κινέζο να την ντύνει σαν αρχαία θεά για να εκπληρώσει κάποια φαντασίωσή του. Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα άρχισα να τους ακολουθώ από απόσταση. Ήταν οι δικοί μου Κινέζοι.”
Για να τη θυμηθείτε καλύτερα διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος της ιστορίας. Και για να μάθετε τη συνέχεια συνεχίστε το διάβασμα παρακάτω:
Στην Αποστόλου Παύλου σταμάτησαν και τράβηξαν φωτογραφίες έναν αδέσποτο σκύλο. Μέσα στο μυαλό μου είδα τους Κινέζους μου στο Νεπάλ να φωτογραφίζουν τις μαϊμούδες που τους έκλεβαν τα αναψυκτικά από τα χέρια, στην Ινδία να φωτογραφίζουν τις αγελάδες που εμποδίζουν ανενόχλητες την κυκλοφορία, σε κάποιο σαφάρι να φωτογραφίζουν τα ζώα της σαβάννας, κι όμως, σε αυτό τους το ταξίδι είχε καταφέρει να τους εντυπωσιάσει ένας γέρικος σκύλος. Ίσως κάποιος στο ξενοδοχείο να τους είπε ότι οι αδέσποτοι σκύλοι είναι πλέον σπάνιοι στην Αθήνα – αλλά εδώ φαίνεται και το μεγαλείο της φύσης, γιατί από τότε που άρχισαν να λιγοστεύουν οι σκύλοι του κέντρου, αμέσως πλήθυναν οι γάτες.
Τους περίμενα μία ώρα έξω από το βράχο και δύο ώρες έξω από το μουσείο της Ακρόπολης. Στην Ακρόπολη μπήκαν από την είσοδο που βρίσκεται κάτω από το θέατρο του Διονύσου. Έτρεμα ότι μπορεί να έβγαιναν από τα Προπύλαια και να τους έχανα, αλλά παρόλο που μου φαινόταν πιο πιθανό να τους προσεγγίσω με επιτυχία μέσα σε έναν αρχαιολογικό χώρο, δεν είχα αρκετά λεφτά. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη όταν τους είδα ξανά. Αμέσως μετά, η αναμονή έξω από το μουσείο – που έχει μία είσοδο – μου φάνηκε άκρως ανακουφιστική γιατί δεν είχε αγωνία, χρειαζόταν μόνο υπομονή.
Στην Πλάκα τους περίμενα να ψωνίσουν από τα καταστήματα της Αδριανού, και συνέχισα να τους ακολουθώ μέχρι που φτάσαμε ξανά στο Σύνταγμα. Τους είδα να μπαίνουν στο σουβλατζίδικο που ονομάζεται Σουβλέκκα – επωνυμία ατυχής όχι μόνο ως παίγνιο λόγου αλλά και επειδή ο πεζόδρομος της οδού Λέκκα μετονομάστηκε σε Αξαρλιάν χρόνια πριν ανοίξει το σουβλατζίδικο. Η κοπέλα έμεινε μέσα για να παραλάβει την παραγγελία και ο Κινέζος μου βγήκε και κάθησε σε ένα σκαμπό, ακριβώς όπως τον ήθελα: ακίνητο, μόνο και ευάλωτο. Η στιγμή που περίμενα είχε φτάσει.
Έβγαλα το χαρτί από την τσέπη μου, τον πλησίασα και τον χαιρέτησα. Μου χαμογέλασε επιφυλακτικά. Δεν ξέρω αν το ύφος του σήμαινε ότι υπό άλλες συνθήκες δε θα με κοιτούσε καν. Του έδειξα το χαρτί και του είπα ότι ήθελα να τον ρωτήσω κάτι, αλλά ξεκινώντας να του εξηγώ, συνειδητοποίησα ότι στους εννιά μήνες που τον περίμενα και στις πέντε ώρες που τον ακολουθούσα, δεν είχα σχεδιάσει μία περιεκτική μορφή της ερώτησης. Η αλήθεια είναι ότι δε μιλούσε πολύ καλά αγγλικά (από άποψη σύνταξης και γραμματικής), και ο κινέζικος επιτονισμός του δεν ήταν ό,τι καλύτερο για την επικοινωνία μας, αλλά το λεξιλόγιό του, αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο άλλωστε, ήταν καταπληκτικό, όπως αποδείχθηκε. Μόλις κατάλαβε, άρχισε αμέσως να μου δείχνει γράμματα και να μου λέει σημασίες. Όπως είπα νωρίτερα, φοβόμουν ότι η απορία μου μπορεί να προσέκρουε σε ένα απογοητευτικό όχι, αλλά τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και ο Κινέζος μου μου έδωσε τόσο πολλές ερμηνείες και εκδοχές, που οι δύο όψεις του χαρτιού γέμισαν, με αποτέλεσμα να γράψω κάποιες συμπληρωματικές επεξηγήσεις σε μερικά εισιτήρια (χρησιμοποιημένα) που είχα στην τσέπη μου. Ευτυχώς, το σουβλατζίδικο είχε κίνηση εκείνη την ώρα, και όταν η κοπέλα του βγήκε κρατώντας τα δύο σουβλάκια – με κοίταξε καχύποπτα – είχαμε πια τελειώσει. Ο Κινέζος μου μου είπε το όνομά του και, για κάποιο λόγο, το έγραψε στο χαρτί μου. Τον έλεγαν Qiao Qiao.
Ο δεύτερος βασιλιάς του υλικού κόσμου, μεγαλύτερος του μηδενός, κυβερνά τις διακλαδώσεις του εαυτού του, διευθύνει τα τρία εργοστάσια και ελέγχει τα νοήματα όλων των βιβλίων. Κόβει τα πόδια των γόνιμων ατόμων, εποπτεύει την τεχνική των εργατών μέσω του δεύτερου εξαδέλφου του και λέει στον ήλιο να ανέβει. Κάθε μέρα γράφει την ημερομηνία στο στόμα του: ανηφορίζει από το παρελθόν ο άνθρωπος, κουρεύει το γρασίδι στο λόφο ενώ πετάει όρθιος ανάμεσα στα μπαμπού, και πανύψηλος κερδίζει ένα πτώμα.
Η παράγραφος αυτή, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, αποτελείται εξ ολοκλήρου από λέξεις των οποίων ο κινέζικος χαρακτήρας είναι όμοιος – ή σχεδόν – με κάποιο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Για παράδειγμα, στο χαρτί μου, δίπλα στο γράμμα Λ και την ερμηνεία άνθρωπος-άτομο-πλήθος, υπάρχει η σημείωση του Qiao Qiao, ένα σύμβολο που μοιάζει με αυτό: 人. Οι μοναδικές αυθαίρετες λέξεις είναι τα άρθρα και η λέξη και.
Τα γράμματα που δεν κατάφεραν να βρουν το ταίρι τους ήταν το Δ, το Ν, το Σ και το Ψ, αλλά αυτό δε με απέτρεψε από το να μείνω ξύπνιος μέχρι αργά το βράδυ συνθέτοντας προτάσεις. Είχα πολύ υλικό. Όμως κάποιες φορές ο ενθουσιασμός λειτουργεί όπως οι ενδορφίνες που εξουδετερώνουν τον αρχικό πόνο ενός τραύματος, και αρκεί να περάσει λίγος χρόνος για να αναδυθεί η λογική – ή η καχυποψία. Κοίταξα το κινέζικο Φ, το σύμβολο που είχα δει στο βιβλιοπωλείο, και διάβασα ξανά τις σημασίες του: πετυχαίνω το στόχο, με χτυπάει κάτι, υποφέρω, κερδίζω ένα βραβείο ή σε ένα τυχερό παιχνίδι, εντός, ανάμεσα, μέσα, μέση, κέντρο, ενώ, κατά τη διάρκεια, Ζονγκ (επώνυμο), Κινέζος-κινέζικο-Κίνα. Περισσότερες από δέκα έννοιες για ένα μόνο σύμβολο. Αυτό που μέχρι πριν λίγο θεωρούσα καταπληκτικό, μου φαινόταν τώρα υπερβολικά ύποπτο.
Κοιμήθηκα ανήσυχα για τρεις ώρες. Κάθε φορά που γυρνούσα πλευρό, στο μυαλό μου φέγγιζαν οι σινοποιημένες εκδοχές των ελληνικών γραμμάτων. Ξύπνησα χωρίς επιστροφή όταν θυμήθηκα πως η τραγική μου φιγούρα είχε φυλακιστεί μέσα στη φωτογραφία της Καπνικαρέας που είχε τραβήξει η κοπέλα του Κινέζου μου, και φοβήθηκα ότι μία μέρα μπορεί να με παρατηρούσαν τυχαία και να διασκέδαζαν αναπολώντας τα ψέματα που μου είχε πει. Αποφασισμένος να ανακαλύψω την αλήθεια, έφτιαξα ένα καινούργιο χαρτί με το αλφάβητο και βγήκα έξω. Πήγα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και κάθησα έξω από το Ηρώδειο. Όταν είδα τέσσερεις Κινέζους να κατηφορίζουν προς το μουσείο, τους πλησίασα χωρίς δεύτερη σκέψη και κατάφερα να κάνω τον έναν να με ακούσει. Του εξήγησα την απορία μου χωρίς να αναφέρω ότι είχα ήδη πάρει μία γνώμη.
Κοίταξε το χαρτί και μου είπε ότι τα σύμβολα αυτά δε σημαίνουν κάτι στα παραδοσιακά ή τα σύγχρονα (απλοποιημένα) κινέζικα, αλλά ήταν οι αριθμοί στα προπαραδοσιακά μανδαρίνικα της επαρχίας Γιουννάν. Η εκδοχή του αποκατέστησε και τα είκοσι τέσσερα γράμματα: οι δέκα αριθμοί από το μηδέν ως το εννέα, οι εννέα δεκάδες από το δέκα μέχρι το ενενήντα, το εκατό, το χίλια, το εκατομμύριο, το δισεκατομμύριο, και τέλος, το 10-21, ο βουδιστικός αριθμός της Ηρεμίας. Δε χρειάστηκε να πει τίποτε άλλο για να σταματήσω να τον παίρνω στα σοβαρά, παρ’ όλ’ αυτά συνέχισε. Μου είπε ότι υπάρχουν σύμβολα που για να μου εξηγήσει τη σημασία τους γραπτώς θα έπρεπε να μου τελειώσει το στυλό. Μέσα από αγωνιώδη μάτια μου είπε ότι βλέπει το πατροπαράδοτο οπτικό σύστημα γραφής να χάνεται λόγω των συνεχών απλοποιήσεων που προωθούνται, των αυξανόμενων εισηγήσεων για ένα φωνητικό αλφάβητο βασισμένο στο δυτικό, ότι η Κίνα θα σταματήσει να γράφει πραγματικά κινέζικα, σε αντίθεση με την Ταϊβάν, το Μακάο και το Χονγκ Κονγκ. «Τι ντροπή». Αφού κοίταξε για λίγο το κενό, μου ζήτησε να του πω κάτι για την πατρίδα μου, κάτι που δε θα διάβαζε ποτέ σε ένα βιβλίο ή ταξιδιωτικό οδηγό. «Κάποιοι στην πατρίδα μου πιστεύουν ότι εσείς οι Κινέζοι είστε εξωγήινοι.» του είπα ενοχλημένος, και έφυγα βιαστικά.
Όλα αυτά συνέβησαν πριν από περίπου μία εβδομάδα. Από τότε δε βγαίνω πολύ από το σπίτι μου. Δεν ξέρω τι πρέπει να πιστέψω. Αυτό που ξέρω είναι πως ένας από τους δύο Κινέζους με εξαπάτησε, αν και πολύ φοβάμαι ότι μου είπαν ψέματα και οι δύο. Τώρα, όταν περπατάω στην καλοκαιρινή Αθήνα, που είναι γεμάτη Κινέζους, νομίζω ότι βλέπω παντού γύρω μου τον ίδιο Κινέζο (δεν μπορώ να το αποφύγω) και νοιώθω ότι με κοροϊδεύει και γελάει πίσω από την πλάτη μου. Όλοι τους.