Δημήτρης Μαραμής

Σε ένα μικρό δωμάτιο με ένα πιάνο, σε μια μικρή κόγχη...

| 10/06/2014

Είναι ένας ιδιαίτερα εκφραστικός και παραγωγικός συνθέτης, με πλούσιο έργο στη σύνθεση τραγουδιών αλλά και μουσικής για το θέατρο. Πρόσφατα κυκλοφόρησε η «Αισθηματική ηλικία», ο έβδομος προσωπικός του δίσκος, ο οποίος – όπως και οι προηγούμενοι – βασίζεται στη μελοποίηση ποίησης. Ευτυχώς, ο Δημήτρης Μαραμής φροντίζει να δίνει, συχνά, αφορμές για να κουβεντιάσεις μαζί του. Θέμα μας τα ταξίδια στην παιδική ηλικία, στην ποίηση, στο Κάρντιφ, και αλλού…

AISTHIMATIKH_HLIKIA_ COVER (1)Ποια υπήρξε η «Αισθηματική ηλικία» για σας; Την βιώνετε ακόμα;

Τη βιώνω όπως την αναπνοή μου. Τη στιγμή που θα πάψω να τη βιώνω θα πάψω και να ζω. Πάντα ανατρέχω στην πιο παιδική μου, την πιο αισθηματική ηλικία. Αυτή είναι και η αληθινή πατρίδα μου: η παιδική ηλικία. Εργάζομαι με συνέπεια για να μην προδώσω τα όνειρα που είχε το παιδί που ήμουν κάποτε. Αυτό το παιδί είναι ο φάρος μου και ο εργοδότης μου. Δε θέλω να του στερήσω την ανόθευτη χαρά, την έκπληξη, τον ενθουσιασμό. Είναι φοβερά δύσκολο να κάνεις πράξη αυτό που περιγράφω, αλλά είναι εφικτό. Η αισθηματική ηλικία δεν ενηλικιώνεται ποτέ. Η λέξη «ηλικία» βέβαια εκφράζει συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Το ιδανικό θα ήταν η αισθηματική ηλικία να μη σταματά για να ξεκινήσει σιγά σιγά η φθορά του καθαρού αισθήματος και η ενσωμάτωση στη ψυχρή πεζότητα και καθημερινή προσποίηση.

Το άγχος της καριέρας και της επιτυχίας, η αγωνία της επιβίωσης σε μία μέχρι αηδίας ανταγωνιστική κοινωνία, αφήνει χώρο και χρόνο στο νέο άνθρωπο για συναισθήματα δίχως μεζούρα και υπολογισμό;

Όποιος έχει εκπαιδευτεί να υπηρετεί αυτή την κοινωνία κι έχει προσκολληθεί στην επιτυχία της αποδοχής από τους άλλους, έχει αυτόματα χάσει την ποιότητα της ζωής του.

Η εποχή, η κοινωνία, το κράτος, η μόδα, τα τηλεοπτικά πρότυπα, όπως θέλετε πείτε το, δεν θέλει ανθρώπους αληθινούς με αισθήματα και ένστικτα. Θέλει μαριονέτες, ανελεύθερους υπηρέτες

Υπάρχει χώρος και χρόνος για αισθήματα, για ελεύθερη σκέψη, για γνήσιες συμπεριφορές, για έρωτα, αρκεί να βρίσκει ο καθένας τον εαυτό του. Να μην τον απασχολεί καθόλου η επιβράβευση από τους άλλους, αλλά να ακούει την αναπνοή του, την καρδιά του, το αίμα του στις φλέβες.

Αν και η πρώτη ύλη των τραγουδιών και της μουσικής σας είναι το πολύ έντονο, το πολύ πρωταρχικό συναίσθημα, έχετε καταφέρει μέχρι σήμερα να αποφύγετε το μελό. Ποιο είναι το μυστικό;

Το μελό είναι κιτς κι αστείο. Το μελό έχει ενδιαφέρον, αν θες να αυτοσαρκαστείς ή να ειρωνευτείς. Το αίσθημα και η συγκίνηση δεν είναι ούτε μελό, ούτε κιτς. Βασική μου πρόθεση στη σύνθεση των τραγουδιών μου είναι η απλότητα.

Τα τραγούδια μου εγώ προσωπικά, τα θεωρώ ελαφρά. Ελαφρά με τέχνη όμως, που εμπεριέχουν μέσα τους σύμβολα, αινίγματα και μυστικά

Επίσης δεν είναι προκατασκευασμένα για να αρέσουν ή να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες ανάγκες. Ρέουν, όταν έρθει η ώρα τους, από τον εσωτερικό κόσμο μου, με ό,τι κρύβει αυτός μέσα του. Το έντονο με ενδιαφέρει, και το πάθος. Όμως ό,τι και να είναι το υλικό μου και τα συστατικά μου, η φόρμα είναι που τα κάνει να λειτουργήσουν και να ισορροπούν.

Το ποιητικό διαβατήριο του νέου δίσκου σας γράφει Ασλάνογλου, Λαπαθιώτης, Τριβιζάς, Γκανάς. Με ποια κριτήρια επιλέξατε τους σταθμούς του ταξιδιού σας, και τι συναντήσατε στον καθένα από αυτούς;

Εδώ μιλάμε για ολόκληρους κόσμους· τους κόσμους των ποιητών. Καταρχήν και οι τέσσερις αυτοί άνθρωποι είναι μεγάλοι ποιητές, ο καθένας με τις εμμονές του και τα υπόγεια πάθη του. Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου με το αμείλικτο αίσθημα, με τη «θανάσιμη μοναξιά του», με τις υγρές εικόνες του, με την τραγωδία του ανικανοποίητου πόθου του. Πόσες ανθρώπινες ψυχές περιγράφει άραγε ο Ασλάνογλου με την ποίησή του! Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης από την άλλη, ο μέγας λυρικός, γόνος πλούσιας οικογένειας μες στο μεσοπόλεμο, ναρκομανής, ομοφυλόφιλος και την ίδια στιγμή κομψός, δανδής, περπατώντας στη φτωχική Σταδίου κάθε βράδυ σαν ένας άλλος Όσκαρ Ουάϊλντ, μέχρι να αυτοπυροβοληθεί μόνος του. Ο Μιχάλης Γκανάς ένας σημαντικότατος σύγχρονος ποιητής, με ρίζες από το δημοτικό τραγούδι, τον Σολωμό έως και τον Ελύτη, ο οποίος όμως αγγίζει και συγκινεί με μοναδικό τρόπο, ενώ οι στίχοι του έχουν χιλιοτραγουδηθεί. Ο Γκανάς καταφέρνει με τις πιο απλές λέξεις, χωρίς εγκεφαλικά περίτεχνα κατασκευάσματα, να χτίζει κόσμους με βαθιά δραματικότητα και να διεισδύει στην καρδιά. Και ο Σωτήρης Τριβιζάς, ο μεγάλος μελαγχολικός κι ευαίσθητος, που αγωνίζεται να ξορκίσει το θάνατο με το να αναγεννά το σύμπαν με τον ποιητικό του λόγο, να δημιουργεί ατμόσφαιρες με έμφυτη τη μουσική μέσα τους.

Εκτός από τα ποιητικά ταξίδια, υπάρχουν όμως και τα πραγματικά. Σπουδάσατε πιάνο και σύνθεση στο Royal College of Music. Πώς σας φάνηκε η Ουαλία;

Η Ουαλία ήταν η προσωπική μου όαση. Ήταν το σκασιαρχείο μου από κάθε πεζότητα. Εκεί έγραφα μουσική για τρεις θεατρικές παραστάσεις κάθε χρόνο, έδινα ρεσιτάλ κλασσικού πιάνου, είχα παρουσιάσει έως και μία όπερα δωματίου. Ζούσα τα όνειρά μου, αν και νοσταλγούσα την Ελλάδα. Βρεχόμουν στις μελαγχολικές βροχές, χανόμουν στις ομίχλες, χάζευα τους νυχτερινούς συννεφιασμένους ουρανούς με το θολό φεγγάρι.

Στη συνέχεια μεταπηδήσατε στο Λονδίνο. Ποιο είναι το σάουντρακ αυτής της τερατώδους μεγαλούπολης, και κατά πόσο γοητευτήκατε απ’ αυτό;

Το Λονδίνο αντανακλά μία ξεπεσμένη αυτοκρατορία. Είναι μια συντηρητική πόλη, που όμως επιτρέπει την τρέλα να βασιλεύει σε διάφορες γωνιές και γειτονιές της. Το Λονδίνο επιτρέπει την ανατροπή, μια πόλη ολόκληρη είναι ένα θέατρο. Ευρώπη και μη Ευρώπη. Σύγχρονη και παραδοσιακή. Δημοκρατική αλλά και με μία δεσπόζουσα βασίλισσα στη μέση. Ευγένεια και σαρκασμός, χιούμορ και σνομπισμός, ελευθερία και σωβινισμός. Πόλη ερωτική; Σεξουαλική; Ρομαντική; Δεν ξέρω. Φυσικά και γοητεύτηκα και θα μπορούσα να ζω στο Λονδίνο, αν και προτιμώ πόλεις που έχουν λιμάνια και είναι κοντά στη θάλασσα.

Πάντως, φαίνεται ότι παρά τη φοίτησή σας στον Βορρά – ή και εξαιτίας αυτής – ο Νότος, η Μαδρίτη, ο Λόρκα μίλησε μέσα σας με την ίδια ένταση. Πότε και πώς συναντηθήκατε για πρώτη φορά με την Ιβηρική;

Έχω έντονα μέσα μου τον Οδυσσέα. Γοητεύομαι φοβερά από την ανατολή αλλά γράφω δυτικότροπα, είμαι ξεκάθαρα μεσογειακός, ανήκω στο νότο αλλά συνεργάζομαι και συνεννοούμαι τέλεια με τους βόρειους. Ακολουθώ το ένστικτο και είμαι παρορμητικός, οπότε είναι φυσικό να έχω έντονη σχέση με τους μεσογειακούς λαούς και ειδικά με τους Ισπανούς που έχουν κι αραβικό αίμα μέσα τους από τα πολύ παλιά χρόνια. Δημιουργικά, η σχέση μου με την Ισπανία ξεκινά από πολύ νωρίς. Στη Μαδρίτη όμως παρουσίασα τη δουλειά μου το 2011.

Με το ταγκό και το δίσκο «Ay Amor» περάσατε και τον Ατλαντικό. Λατινοαμερικάνικη η φόρμα, σε έναν δίσκο που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ. Τι κάνει ένας έλληνας συνθέτης, με τους ισπανούς ποιητές του, στη Νέα Υόρκη;

Δοκιμάζεται σε ένα νέο ακροατήριο, ανοίγει τα φτερά του, επιτρέπει την έμπνευσή του να πειραματιστεί σε νέες φόρμες. Να δώσει και να εισπράξει τις νέες εμπειρίες. Να σπάσει τα σύνορα, να ενώσει τον κόσμο και να ενωθεί μαζί του. Μόνο όμορφα αισθήματα γεννήθηκαν από την επαφή με το αμερικανικό κοινό, το οποίο εκτίμησε πολύ αυτό που κάνω.

«Απόψε χιόνισε πολύ / στην πολιτεία / Αγάπες και κρύσταλλα / χυμούν μες στη νύχτα». Σε ποια πολιτεία σάς χίμηξαν οι αγάπες, κύριε Μαραμή; Σε ποιο μέρος σάς βρήκε η νύχτα;

«Η πόλις θα σε ακολουθεί» λέει ο Καβάφης. Αυτό σημαίνει ότι την πόλη μας τη χτίζουμε μέσα μας και την κουβαλάμε μαζί μας. Σε τούτη την κόγχη τη μικρή βρίσκεται ένας ολόκληρος κόσμος από μνήμες κι αισθήματα.

Σε ποιο μέρος; Σε κάποιο άγνωστο δρόμο μες στην Αθήνα μία ζεστή νύχτα του καλοκαιριού. Μες στη νυχτερινή βροχή, με τις λάμπες του δρόμου σαν πίνακα του Βαν Γκογκ στο Κάρντιφ. Στο χώμα ξυπόλητος μία νύχτα του Αυγούστου στην Επίδαυρο. Ξημερώματα Δεκέμβρη μες στην ομίχλη με μία πόλη φάντασμα, τη Θεσσαλονίκη. Στη μεταμόρφωση της Νέας Υόρκης, βράδυ του Οκτωβρίου με τα σύννεφα να χρωματίζονται μπλε και μωβ από τα φώτα των γιγαντιαίων κτιρίων. Στον Πόρο, όταν ο Θεός πιάνει τα πινέλα του το σούρουπο και ζωγραφίζει την ωραία κοιμωμένη πάνω στις κορφές των βουνών. Ή μες στο φεγγάρι της Κρήτης. Παντού κι όλα εδώ, μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο με ένα πιάνο. Σε μια μικρή κόγχη.