Τα κινηματογραφικά φεστιβάλ είναι διοργανώσεις και οι διοργανώσεις δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς τους δημιουργούς. Και όταν λέμε δημιουργούς, εννοούμε τους ανθρώπους πίσω από τις κάμερες, οι οποίοι πέφτουν με πάθος στις μικρές αφηγήσεις, στις ταινίες μικρού μήκους και που το Φεστιβάλ Μικρού Μήκους Δράμας είναι η βάση τους.
Μικρές αφηγήσεις λοιπόν, σημαίνει αφηγούμαι κινηματογραφικά ιστορίες και ιδέες σε μικρό, σε πυκνό χρόνο. Τα νοήματα δεν σημαίνει αναγκαστικά οτι μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι. Αν ήταν άλλωστε έτσι δεν θα ασχολούμασταν περαιτέρω. Και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, την ανάγκη να προσεγγίσουμε το ουσιώδες πίσω από τα ολιγόλεπτα αυτά καλλιτεχνικά έργα, κάνοντας ταυτόχρονα τις αναγκαίες ερμηνείες και συνειρμούς από τις ταινίες που παρακολουθούμε στο φεστιβάλ, δίνουμε φωνή για όσα αναδείχθηκαν σε μια ταινία και πήραν τον δρόμο τους εκτός, στην επικοινωνία και στη συζήτηση, μέσα στην κοινωνική τους υπόσταση. Παρουσιάζουμε λοιπόν δημιουργούς μετά το έργο τους.
Ο Νίκος Τσεμπερόπουλος με το “Soul Food”
Ο Γιάννης (15) μετακομίζει με τη μητέρα του στο σπίτι του συντρόφου της. Στη νέα του γειτονιά, κάνει παρέα με την Όλγα (40), αλλά και με μία παρέα εφήβων. Η Όλγα ζει απομονωμένη στο υπόγειο της πολυκατοικίας, ενώ η παρέα όποτε πετύχει την Όλγα στο δρόμο, της κάνει bullying.
Οι σύγχρονες σχέσεις, οικογενειακές, ερωτικές, φιλικές των ανθρώπων μοιάζουν, όπως και μας δείχνεις με ρεαλιστική ματιά, δομημένες στη βία και με στάση εξουσίας του ενός πάνω στον άλλο. Υπήρχε πάντοτε τέτοια ποσότητα βίας στη νέα γενιά ή αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχει έξαρση; Σε βαθμό να την αποδεχόμαστε πλέον και ως μια φυσιολογική καθημερινότητα;
Η βία και η επιβολή είναι δομικό στοιχείο της φύσης. Ξεκινάει από τα ζωώδη ένστικτα. Ο άνθρωπος λόγω νόησης, μπορεί να υπερβεί αυτά τα χαρακτηριστικά αλλά είμαστε ακόμα αρκετά μακρυά από αυτό το σημείο. Γενικά ο τρόπος που μεγαλώνουμε και οι προσλαμβάνουσές μας είναι εμποτισμένες με βία. Από τη μουσική που πλασάρεται, μέχρι τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις ανθρώπινες σχέσεις. Δεν ξέρω κατά πόσο υπάρχει έξαρση στη νέα γενιά σε σχέση με τη δική μου αλλά στη δική μου τα πράγματα ήταν αρκετά άγρια. Γενικά νομίζω και ελπίζω να μην κάνω λάθος, πως τα πράγματα είναι λίγο, πολύ λίγο, καλύτερα.
Καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας, ο έφηβος πρωταγωνιστής μας, δεν δέχεται ούτε μια στιγμή ομαλά δοσμένης ζεστασιάς και στοργής. Η βία είναι κυρίαρχο εξωτερικό πλαίσιο και ταυτόχρονα εσωτερικευμένη διαδιακασία που δεν του επιτρέπει, του ίδιου, να αναπτυχθεί μέσα σε μια συνθήκη αγάπης. Ο ρόλος της μουσικής, στη ταινία, μοιάζει ίσως ακόμα πιο δυνατός και από τον ρόλο των ανθρώπων, στο να αναζητηθεί μια διέξοδος. Έχει η τέχνη τέτοια δυναμική; Κι αν ναι γιατί πιστεύεις πως εξοβελίζεται συστηματικά ως χόμπι, ως χαμένος χρόνος;
Ναι πράγματι ο πρωταγωνιστής περνάει δύσκολα. Έχει μάθει τον κόσμο μέσα από τη βία και τη μοναξιά. Ο Νίτσε είπε πως χωρίς μουσική ο κόσμος θα ήταν ένα λάθος. Η μουσική πάντα δίνει μία διέξοδο και βοηθάει στο να συντονιστείς με τη συχνότητά της και να βιώσεις μία κατάσταση όπου είτε θα χαλαρώσεις, θα εκτονωθείς, θα συγκινηθείς κλπ. Ο ρόλος της τέχνης εν γένει είναι αυτός. Να σε κάνει να ταυτιστείς και να επικοινωνήσεις, είτε είσαι ο δημιουργός είτε είσαι ο δέκτης. Οι τέχνες δεν θα σταματήσουν ποτέ να υφίστανται γιατί πολύ απλά δεν θα σταματήσει ποτέ η ανάγκη για επικοινωνία. Άρα οι υποτιμητικές αντιλήψεις προς τις τέχνες είναι απλώς απομεινάρια παλαιών και συντηρητικών εποχών που εκφράζουν την αντίληψη πως ο άνθρωπος για να είναι χρήσιμος πρέπει να ασχολείται με κάτι πρακτικό και υλικό ώστε να είναι χρήσιμο μέλος της κοινωνίας.
Ο Σπύρος Αλιδάκης με το “Last Visit”
Το Last Visit είναι ένας φόρος τιμής στον Λευτέρη Βογιατζή (1945 – 2013), ο οποίος αποτελεί έναν αδιαμφισβήτητο σταθμό στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Καθόρισε ανθρώπους, έργα, την θεατρική μας αντίληψη, τη ροή του θεατρικού γίγνεσθαι. Καθόρισε και καθορίστηκε από τον χώρο του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων. Άφησε έργο, μνήμες, αισθήσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν και να αφορούν και να συγκινούν όσους τον γνώρισαν παλιότερα και όσους τον γνωρίζουν τώρα. Μέσω αυτής της περίεργα ονειρικής περιήγησης επιστρέφει για μια τελευταία φορά στον αγαπημένο του θεατρικό χώρο αποχαιρετώντας φίλους και συνεργάτες.
Σε μια χώρα με με τεράστια θεατρική παράδοση, έντονη συγχρονη παραγωγή και πολλές σχολές δραματικής βλέπουμε από την άλλη ένα έλλειμμα στη ολοκληρωμένη προσέγγιση της θεατρικής γλώσσας. Πού πιστεύεις ότι οφείλεται αυτή η αντίφαση;
Προερχόμενος από τον κινηματογράφο χωρίς πολλές θεατρικές αναφορές, εκτός από την εκτίμηση και τον θαυμασμό που είχα για κάποιους ανθρώπους μεταξύ των οποίων και ο Λευτέρης. Σε ένα γύρισμα του αγαπημένου και σπουδαίου Νίκου Παναγιωτοπουλου έγινε η γνωριμία μας με τον Λευτέρη και προέκυψε η συνεργασία μας. Ζώντας σε ένα τέτοιο προστατευμένο περιβάλλον, καλλιτεχνικά και αισθητικά υψηλό, ο θάνατος του Λευτέρη ήταν σαν μια στιγμή στην άλλη να γκρέμισε αυτή την ασπίδα προστασίας και να αποκάλυψε μπρος τα μάτια μου αυτό που ήδη γνώριζα αλλά μάλλον είχα απωθήσει όσο δούλευα μαζί του. Εμφανίστηκαν με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια όλες οι γνωστές παθογένειες της χώρας μας, η προχειρότητα και η μη εμβάθυνση στα πράγματα και η ουσιαστική μελέτη σε αυτά. Με αυτό δεν σημαίνει ότι γενικεύω, υπάρχουν πράγματα και άνθρωποι που είναι και παραμένουν σπουδαία. Με τα χρόνια, προσπαθώντας να απαντήσω στην ερώτηση σου με μεγαλύτερη σαφήνεια, εκτιμώ τους ανθρώπους που έχουν μια ιδιαίτερη προσωπική ματιά και υπάρχει ένα κομμάτι της ψυχής τους μέσα στο έργο τους. Ο Λευτέρης ήταν ένας από τους ανθρώπους που το είδα ξεκάθαρα αυτό και ελπίζω ο όγκος δουλειάς, μελέτης, σημειώσεων, σκαψίματος και βασανιστικής παίδευσης να μην πάει χαμένος και να αξιοποιηθεί σωστά. Θα είναι θησαυρός για τις νέες γενιές.
Η ταινία σου, από την μια πλευρά καθαρά κινηματογραφική, βασίζει όλες του τις αναφορές στη θεατρική αντίληψη του δημιουργού Λευτέρη Βογιατζή. Μπορεί αυτό το μέσο, ο κινηματογράφος, να φωτίσει άλλες πλευρές της θεατρικής τέχνης, ακόμη και στους μη μυημένους σε αυτή; Και αν ναι, υπήρχε μια τέτοια πρόθεση από πλευρά σου;
Θα ήθελα εξαρχής να διευκρινίσω πως η ταινία είναι κομμάτι μιας θεατρικής παράστασης που προηγήθηκε όπου ο θεατής από τη στιγμή που έμπαινε στο χώρο του θεάτρου συναντούσε ίχνη και ψήγματα ηχητικά, οπτικά και κομμάτια ιστορίας του ίδιου του Λευτέρη και των παραστάσεων του. Όπως προσπαθεί να αποδώσει το “Last Visit” το κοινό είχε τη δυνατότητα να γνωρίσει άγνωστες περιοχές του θεάτρου, να μπει στα καμαρίνια και να έρθει σε επαφή με σημειώσεις του Λευτέρη. Μια άλλη σκέψη που μου έρχεται είναι ότι ο Λευτέρης λάτρευε τον κινηματογράφο και οι παραστάσεις του σε έναν προσεκτικό θεατή το φανερώνουν αυτό. Στο “Last Visit” θα έλεγα πως φανερώνει αυτόν και τον θεατρικό χώρο που λάτρεψε αλλά ταυτόχρονα είχε και μια πάλη με αυτόν.
Η ταινία σου δηλώνεται ως φόρος τιμής στον ίδιο τον Λευτέρη, αλλά ταυτόχρονα μια ευαίσθητη, καθώς και βαριά, ονειρική στον ίδιο τον θεατρικό χώρο και τους ανθρώπους του. Ακούμε την φωνή του Βογιατζή ενώ επιστρέφει στα παλιά λημέρια του. Αλλά πιστεύω κυρίως ότι ακούμε εσένα ως καλλιτέχνη. Είναι η προσωπική σχέση με τον δημιουργό και το θέατρο που θες να συγκρατήσεις, να μιλήσεις για την απώλεια σημείων αναφοράς εν γένει;
Η ταινία δεν ξέρω ποια στιγμή και πότε και τι πυροδότησε ακριβώς την όλη μου ορμή να τη δημιουργήσω αλλά είναι σίγουρα η απώλεια, η μνήμη που πρέπει να διατηρηθεί για έναν τόσο μεγάλο δημιουργό, το στίγμα και το αποτύπωμα που άφησε πάνω μου συνειδητά ή μη, οι εμπειρίες μου για αυτόν τον θαυμάσιο χώρο και τόσα άλλα με έκαναν έστω και αν η φωνή που ακούγεται στο “Last Visit” είναι του Λευτέρη, να μιλήσω πολύ προσωπικά για αυτόν φέρνοντας τον ξανά βλέποντας το σπίτι του και τους αγαπημένους του ανθρώπους για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό. Επειδή ο Λευτέρης δεν είχε μια συγκεκριμένη μέθοδο που δούλευε θεωρώ πως αν, με έναν φανταστικό τρόπο, συγκέντρωνες όλους τους συνεργάτες και φίλους του θα φανερώνονταν όλες οι πλευρές του ακόμα και οι πιο αντιφατικές ώστε να δούμε το φαινόμενο Λευτέρη στην ολότητα του και το εύρος του.