Τα διαμεσολαβητικά «γρανάζια» της εμπορευματοποίησης του πολιτισμού

Η περίπτωση του «Διαζώματος»

| 06/04/2017

«Δεν είμαι αντίθετη με τη συνεργασία του Δημοσίου με τον ιδιωτικό φορέα (…)»

(Λυδία Κονιόρδου, υπουργός Πολιτισμού)

«Γιατί οι τράπεζες να μην αναλάβουν ένα θέατρο;»

(Σταύρος Μπένος, πρόεδρος «Διαζώματος»)

Η παραπάνω φράση της κυρίας υπουργού (για την φράση του κ. Μπένου αναλυτικότερα στην συνέχεια) θα μπορούσε να έχει πολλές υπογραφές. Σίγουρα αυτές όλων των υπουργών Πολιτισμού, χοντρικά, της τελευταίας 20ετίας.

Θα μπορούσε, όμως, να έχει και μόνο μία που θα αρκούσε για όλες: Αυτήν της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Διότι δεν υπάρχει αναφορά της στον πολιτισμό που να μην εμπεριέχει, άμεσα ή έμμεσα, ή που να μην διαπνέεται από το αγοραίο «πνεύμα» της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της Στρατηγικής της Λισαβόνας. Με την οποία, ο μέχρι τότε εξαιρούμενος, από τις οικονομικές, εργασιακές και λοιπές κατευθύνσεις, πολιτιστικός τομέας – στο όνομα της προστασίας του από την πλήρη εμπορευματοποίηση, που είχε κατακτηθεί από την κινηματική πρωτοπορία της διανόησης, της τέχνης και των επιστημών της πολιτιστικής κληρονομίας, ως μέρος του ακμάζοντος λαϊκού κινήματος των μεταπολεμικών δεκαετιών – δέθηκε στο «άρμα» της καπιταλιστικής «ανταγωνιστικότητας», αποτελώντας ακόμη ένα πεδίο κερδοφορίας του κεφαλαίου, ακόμη ένα πεδίο εφαρμογής των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στις πλάτες των δημιουργών, των μνημείων, των εργαζομένων στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και, φυσικά, στο σύνολο της κοινωνίας.

Η φράση της κυρίας υπουργού αντανακλά την αταλάντευτη, συνειδητή και στοχοπροσηλωμένη πορεία και της σημερινής κυβέρνησης στον παραπάνω δρόμο. Απροσχημάτιστα, ανερυθρίαστα και με τον ίδιο πολιτικό κυνισμό με τον οποίο αυτή η «χρήσιμη αριστερά», για την οποία εξαιρετικά εύστοχα μιλούσε το αφεντικό της Fiat, απαξιώνει – έως εξαφανίσεως – την τιμή πώλησης της εργατικής δύναμης στους καπιταλιστές. Διότι, ουσιαστικά, αυτό που συμβαίνει με την συστημική επέλαση στις εργασιακές σχέσεις, συμβαίνει και στην πολιτιστική κληρονομιά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, φυσικά και στην Ελλάδα. Το ότι ακόμη δεν έχει καταφέρει να ξεδιπλωθεί πλήρως στον εγχώριο πολιτιστικό τομέα έχει να κάνει με τις αντιστάσεις που επιμένουν να δημιουργούνται ακόμη και στις σημερινές συνθήκες συνολικής υποχώρησης του εργατικού κινήματος, ή, αναντιστοιχίας της δυναμικής του, αν θέλετε, σε σχέση με την σφοδρότητα της επίθεσης που δέχεται.

Αντιστάσεις όπως αυτές του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος στους καλλιτέχνες (μουσικοί, ηθοποιοί, κινηματογραφιστές, λυρικοί κλπ) αλλά και στους εργαζόμενους στον τομέα της προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Οχι, πάντα, μαζικές. Καμιά φορά με τακτικά λάθη, υποχωρήσεις και, ενίοτε, ψευδαισθήσεις. Αλλά υπαρκτές, επίμονες, γνήσιες και, εκ των πραγμάτων, έστω και αν μοιάζει να συμβαίνει το αντίθετο, αποτελεσματικές, τηρουμένων των συνθηκών.

Ας σκεφτούμε μόνο πώς θα ήταν τα πράγματα αν δεν υπήρχαν.

Ομως η η φράση της κυρίας υπουργού έχει και μια ενδιαφέρουσα συμπλήρωση: «(…) αρκεί αυτό (σσ. δηλαδή η συνεργασία Δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) να γίνεται με κανόνες που εξισορροπούν το δημόσιο με το ιδιωτικό συμφέρον και με πλήρη διαφάνεια (…)».

Πρόκειται για το πλέον δημοφιλές ιδεολόγημα της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας, με την «πατρότητά» του να ανήκει δικαιωματικά στο «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ του τέλους εκείνης της τρομερής 10ετίας του ‘90 της προετοιμασίας του μεγάλου επιχειρηματικού «πάρτι» των Ολυμπιακών Αγώνων, της ΟΝΕ και του Χρηματιστηρίου. Ενα ιδεολόγημα που στην εφαρμογή του άρχισε να «ξηλώνει» συστηματικά και ύπουλα κάθε έννοια δημόσιας διαχείρισης που είχε απομείνει στο αστικό κράτος.

Στον πολιτιστικό τομέα, αυτό το ιδεολόγημα εκφράστηκε με την «σαλαμοποίηση» της δημόσιας πολιτιστικής διαχείρισης μέσω της δημιουργίας κρατικών, μεν, εταιρικών σχημάτων, τα οποία όμως λειτουργούν με τους «κανόνες της οικονομίας της αγοράς»… προς «όφελος του δημοσίου συμφέροντος», στο όνομα, πάντα(!), της «ευελιξίας», την οποία, υποτίθεται, «δεν διαθέτει» το «αμιγώς» Δημόσιο.

Η αντίφαση είναι προφανής: Λειτουργία ενός φορέα με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δηλαδή με μοναδικό κριτήριο το κέρδος, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση και με κανένα τρόπο να «ωφελήσει» τον δημόσιο χαρακτήρα του. Και τα δύο, δεν μπορούν να συμβαίνουν ταυτόχρονα και μάλιστα στο ίδιο αντικείμενο. Οποτε συμβαίνει αυτό, εκείνος που πάντα χάνει είναι ο δημόσιος χαρακτήρας.

Μια μικρή, αλλά χρήσιμη παρένθεση: Η κατάσταση αυτή τεκμηρίωσε και μία θεωρητική απόδειξη. Οτι ο δημόσιος χαρακτήρας ενός φορέα, δηλαδή η λειτουργία του προς όφελος της πλειοψηφίας της κοινωνίας και της μισθωτής εργασίας, σίγουρα είναι ανύπαρκτος αν αυτός ο φορέας ανήκει σε ιδιώτη, αλλά δεν εξασφαλίζεται ούτε εάν ανήκει στο αστικό κράτος. Πιο απλά, η ζημιά για την κοινωνία και την πολιτιστική κληρονομιά δεν γίνεται «μικρότερη» επειδή η αγοραία διαχείρισή της γίνεται από έναν κρατικό φορέα.

Οταν ένας ιδιώτης «διασφαλίζει» την κρατική χρηματοδότηση…

Τα παραπάνω ήταν απαραίτητα για να σκιαγραφηθεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο ανακινήθηκε, πρόσφατα, η διαχρονική απειλή της εμπλοκής των ιδιωτών στην διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, ως μέρος της συνολικότερης προσπάθειας για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού και λειτουργίας των δομών και των φορέων του με όρους «αγοράς». Αφορμή στάθηκε η δράση του «Διαζώματος», ενός φορέα ο οποίος εμφανίστηκε το 2008 ως μέρος της λεγόμενης «κοινωνίας των πολιτών» (σσ. επίσης όρος του σοσιαλδημοκρατικού «εκσυγχρονισμού» ο οποίος στην πραγματικότητα παραπέμπει στα φυσικά και νομικά πρόσωπα που προωθούν την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού) ως «προϊόν», θα μπορούσαμε να πούμε, της θεσμικής ενίσχυσης που προσέφερε το κράτος στις δυνατότητες εισβολής της ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας στο πολιτισιτκό τομέα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ενίσχυσης είναι ο αναβαθμισμένος ρόλος της, πάλαι ποτέ Τοπικής Αυτοδιοίκησης και σήμερα απλώς Τοπικής Διοίκησης, στην εφαρμογή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στην κοινωνία και της δυνατότητας εμπλοκής της στην πολιτιστική διαχείριση, αφού, εκτός των άλλων, οι κοινοτικές, «πολιτιστικές» χρηματοδοτήσεις περνούν πλέον μέσω των Περιφερειών και όχι του υπουργείου Πολιτισμού. Το «Διάζωμα», λοιπόν, αποτελεί ένα «διαμεσολαβητικό» «γρανάζι» στον μηχανισμό εμπορευματοποίησης του πολιτισμού, μεταξύ της Τοπικής Διοίκησης και του κεντρικού κράτους, απλώνοντας την δράση του, όχι μόνο στην διαχείριση των αρχαίων θεάτρων, από την οποία ξεκίνησε, αλλά και στις «πολιτιστικές διαδρομές», συνάπτοντας, μάλιστα, και προγραμματικές συμβάσεις και «μνημόνια συνεργασίας» με δήμους και Περιφέρειες.

Τα πράγματα φαίνεται πως είναι χειρότερα από όσο θα περίμενε κανείς, αφού, στις 16 του περασμένου Φλεβάρη, η Επιτροπή Πολιτισμού και Αθλητισμού της Κεντρικής Ενωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) συνεδρίασε για «δράσεις» στον τομέα του πολιτισμού, εν όψει του νέου ΕΣΠΑ (2014 – 2020), όχι με στελέχη του υπουργείου Πολιτισμού… αλλά με τον πρόεδρο του «Διαζώματος», Σταύρο Μπένο.

Ολα αυτά προκάλεσαν έντονη ανησυχία στους εργαζόμενους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και γενικά των κρατικών πολιτιστικών δομών. Στις 15 Μαρτίου, η συνδικαλιστική παράταξη «Ενωτική Αγωνιστική Κίνηση στο ΥΠΠΟ» δημοσιοποιεί ογκώδη, τεκμηριωμένη διαμαρτυρία υπό τον τίτλο «Διάζωμα: κρυφές και φανερές διαδρομές για την ιδιωτικοποίηση του πολιτισμού».

Ο Σταύρος Μπένος απαντά λίγες μέρες μετά, επίσης με μια μεγάλη ανακοίνωση γεμάτη οικονομικά στοιχεία. Η οποία, όμως, ουσιαστικά, επιβεβαιώνει τον διαμεσολαβητικό ρόλο του φορέα, χωρίς να μπορεί να τεκμηριώσει γιατί άλλο να χρειάζεται αυτός ο ρόλος, αν όχι για να εμβαθύνει την «περιφεριοποίηση» του αρχαιολογικού έργου, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εμπορευματοποίησή του.

Μάλιστα, η απάντηση του Στ. Μπένου είναι περισσότερο αποκαλυπτική από όσο, ίσως, θα ήθελε: «Έτσι το Υπουργείο Πολιτισμού με τις ώριμες και εξαιρετικής ποιότητας μελέτες που ανατίθενται από το ΔΙΑΖΩΜΑ, επιβλέπονται από το Υπουργείο Πολιτισμού και εγκρίνονται από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), διασφαλίζει την πρόσβασή του στο ΕΣΠΑ. Έτσι λοιπόν, έχοντας εγκεκριμένες μελέτες το Υπουργείο Πολιτισμού μπορεί να διεκδικεί χρήματα από το ΕΣΠΑ, τα οποία διατίθενται ΜΟΝΟ για εργασίες αποκατάστασης των Μνημείων.

»Αυτή η διαδικασία είναι για εμάς ένας ΥΜΝΟΣ στις ΣΥΝΕΡΓΕΙΕΣ. Ιδιαίτερα τώρα, στην νέα Προγραμματική Περίοδο του ΕΣΠΑ 2014-2020, οι συνέργειες είναι ΟΡΟΣ και ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ για τον σχεδιασμό ολιστικών προγραμμάτων (Πολιτιστικές Διαδρομές και Αρχαιολογικά Πάρκα) που θα αναβαθμίσουν ποιοτικά το τουριστικό προϊόν της χώρας αφού θα αναδείξουν νέους τουριστικούς προορισμούς.(…)».

Δηλαδή, το «Διάζωμα» λέει ουσιαστικά, ότι μέσω αυτού, το υπουργείο Πολιτισμού… «διασφαλίζει την πρόσβασή του στο ΕΣΠΑ»!

Δηλαδή, ένας ιδιωτικός φορέας, «διασφαλίζει» κρατική χρηματοδότηση!

Και αντί αυτό να προκαλέσει έστω την ντροπιασμένη σιωπή της πολιτικής ηγεσίας, η υπουργός Πολιτισμού – ιδρυτικό μέλος του «Διαζώματος» κατά δήλωσή της – σε συνεντευξή της στην «Αυγή», υπερασπίζεται αυτόν τον ιδιωτικό φορέα, κάνοντας τα πράγματα ακόμη πιο σαφή: «Ανταποκρίνεται στις πρωτοβουλίες περιφερειών που θέλουν να προσφέρουν μέρος των ευρωπαϊκών προγραμμάτων που διαθέτουν σε έργα που συνδέονται με αρχαιολογικούς χώρους» λέει η κυρία Κονιόρδου για το «Διάζωμα»…

Λες και δεν υπάρχει Αρχαιολογική Υπηρεσία! Λες και δεν υπάρχουν Εφορείες Αρχαιοτήτων σε όλη την χώρα! Λες και δεν υπάρχει εξαιρετικά έμπειρο κα ικανό επιστημονικό προσωπικό στις υπηρεσίες του υπουργείου της για να… «ανταποκριθεί» στις «πρωτοβουλίες των περιφερειών».

Εξαρτάται, βέβαια, από τις «πρωτοβουλίες»…

Διότι, τόσο η σημερινή ηγεσία του ΥΠΠΟ, όσο και οι προηγούμενες, γνωρίζουν πολύ καλά, ότι η Αρχαιολογική Υπηρεσία αποτελεί την τελευταία γραμμή άμυνας του δημόσιου χαρακτήρα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ξέρουν πολύ καλά, ότι τα επιχειρηματικά «οράματα» των τοπικών «αρχόντων» και γενικά η «ανάπτυξη» που ονειρεύεται το κράτος για την επανεκκίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας, σε βάρος μνημείων, περιβάλλοντος και ανθρώπων, θα τα βρει «σκούρα» με τους αρχαιολόγους.

Γι’ αυτό προετοιμάστηκαν: Ο ν. 3463/2006 είναι ο Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων, με τον οποίο, στις αρμοδιότητες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης πέρασε «η εφαρμογή πολιτικών για την ανάδειξη και προστασία του τοπικού πολιτισμού, η προβολή των πολιτιστικών αγαθών και των σύγχρονων πολιτιστικών έργων που παράγονται σε τοπικό επίπεδο, με τη δημιουργία πολιτιστικών και πνευματικών κέντρων, μουσείων, πινακοθηκών, κινηματογράφων και θεάτρων, φιλαρμονικών και σχολών διδασκαλίας μουσικής, σχολών χορού, ζωγραφικής, γλυπτικής κλπ., καθώς και η μελέτη και εφαρμογή πολιτιστικών προγραμμάτων» και «η προστασία μουσείων, μνημείων, σπηλαίων, καθώς και αρχαιολογικών και ιστορικών χώρων της περιοχής και των εγκαταστάσεων αυτών»!

Από τότε ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, βλέποντας πού οδηγούσε αυτή η πολιτική, προειδοποιούσε, ότι «ο μόνος φορέας που μπορεί και πρέπει να είναι αρμόδιος για το έργο της προστασίας του συνόλου της μνημειακής κληρονομιάς είναι η Αρχαιολογική Υπηρεσία (σ.σ. που) διαθέτει την απαιτούμενη επιστημονική, τεχνική και διοικητική εξειδίκευση, αλλά και τη μακροχρόνια εμπειρία, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στα πολλαπλά, εξαιρετικά σύνθετα προβλήματα που θέτει η διαδικασία της προστασίας των αρχαίων μνημείων».

Τον περασμένο Μάρτη, σε Ψήφισμά της, η Γενική Συνέλευση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων επανήλθε, με αφορμή την δράση του «Διαζώματος», εκφράζοντας «για άλλη μια φορά την αντίθεσή της στις προσπάθειες άμεσης ή έμμεσης ιδιωτικοποίησης της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι προσπάθειες αυτές εντείνονται τα τελευταία χρόνια, είτε με τη μορφή της ανάθεσης έργου σε εργολάβους (λ.χ. ψηφιοποίηση) είτε με την προσπάθεια εμπλοκής στο αρχαιολογικό έργο διαφόρων φορέων και Ιδρυμάτων, που παρουσιάζονται και ως επίδοξοι διαχειριστές κονδυλίων που αφορούν τα μνημεία».

Και ξεκαθαρίζει: «Η επαφή με τις τοπικές κοινωνίες, η απόδοση στους πολίτες αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, μέσω της ανάδειξής τους και της διοργάνωσης ποικίλων συμμετοχικών δράσεων για το κοινό (όπως θεματικών και άλλων εκθέσεων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων, πολιτιστικών διαδρομών με χρήση ψηφιακών πολυμέσων και έξυπνων εφαρμογών νέων τεχνολογιών), αποτελούν έργο που επιτελεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία εδώ και πολλά χρόνια, με επιστημονική εγκυρότητα, με διαφάνεια στη διαχείριση των πόρων, με συναίσθηση της κοινωνικής της ευθύνης και με ανάπτυξη κοινωνικών συμμαχιών σε τοπικό επίπεδο.

»Η εμπλοκή στο πολυεπίπεδο αρχαιολογικό έργο φορέων ή προσώπων με στόχο την υποκατάσταση του δημόσιου φορέα προστασίας, ανάδειξης και προβολής των μνημείων ή την οικειοποίηση του έργου του για προσωπικούς, πολιτικούς ή οικονομικούς λόγους, μας βρίσκει απολύτως αντίθετους».

krhth_arxaiologikos_2

Μικρές διδακτικές ιστορίες…

Να θυμίσουμε, πάντως, ότι τα πράγματα για το «Διάζωμα» ήταν ξεκάθαρα από την πρώτη στιγμή, τουλάχιστον για κάποιους. Μία μέρα μετά την επίσημη και «πανηγυρική» παρουσίαση του «Διαζώματος», στις 10 Απριλίου του 2008, στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης, ο «Ριζοσπάστης» διαπίστωνε, ότι ο φορέας βαδίζει «στον αντιδραστικό στρατηγικό στόχο της Ευρωπαϊκής Ενωσης για παράδοση της πολιτιστικής κληρονομιάς στο κεφάλαιο».

Το «Διάζωμα» ξεκίνησε τότε με 275 ιδρυτικά μέλη από το χώρο της επιστήμης (με έμφαση στην πολιτιστική κληρονομιά), της τέχνης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ενώ στο ΔΣ συμμετείχαν και πρώην και ενεργά, τότε, μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, καθώς και στελέχη του υπουργείου Πολιτισμού.

Το συμπέρασμα της εφημερίδας προέκυπτε από τις ομιλίες και το καταστατικό του φορέα, στα οποία «υιοθετούνται η πολιτική και η πρακτική της ΕΕ και των ελληνικών κυβερνήσεων για την παρέμβαση της “ιδιωτικής πρωτοβουλίας” στον “πυρήνα” της προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς».

«Είναι χαρακτηριστικό» συνέχιζε το ρεπορτάζ, «ότι η αιχμή του φορέα είναι τα αρχαία θέατρα, που εκλαμβάνονται ως “δίκτυο”, η εικόνα του οποίου “δεν είναι ενθαρρυντική”, κάτι για το οποίο δε φταίει μόνο το κράτος… αλλά “όλοι μας”!!! Ετσι «χρειάζεται» ένα “ρωμαλέο κίνημα πολιτών για να βοηθήσει και να αναδείξει το θεσμικό ρόλο του υπουργείου Πολιτισμού”!

Ουσιαστικά, όμως, επρόκειτο για «αντικατάσταση» αυτού του ρόλου, αφού ο φορέας ετοίμαζε ήδη από τότε ηλεκτρονικό κόμβο, με αναλυτική καταγραφή όλων των αρχαίων θεάτρων, ενώ είχε προαναγγείλει πως θα «στήσει» δίκτυο πόλεων που έχουν αρχαία θέατρα, ώστε η Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι (ουσιαστικά παρακυβερνητικές… και επιχορηγούμενες) «μη κυβερνητικές οργανώσεις», επιχειρήσεις κ.ά. να «συνεργαστούν» για την «αρχαιολογική, αρχιτεκτονική, φιλολογική, ιστορική, γεωγραφική, τεχνολογική και καλλιτεχνική έρευνα και διαχείριση των αρχαίων χώρων θέασης και ακρόασης», όπως αναφέρεται στο καταστατικό.

Δηλαδή, σε τομείς άμεσης αρμοδιότητας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (για προστασία, αναστήλωση, φύλαξη, χρήση κλπ όλων των αρχαίων μνημείων), στην απαξίωση της οποίας, από το κράτος, «πατούν» τέτοιες πρωτοβουλίες.

Από τότε, επίσης, δεν έκρυβαν ότι ήθελαν να προχωρήσουν ακόμη παραπέρα αφού στόχευαν στη δημιουργία «συμπράξεων, κοινοπραξιών» που «αναλαμβάνουν τη μελέτη, την εκτέλεση, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση έργων», που άπτονται των παραπάνω σκοπών. Ουσιαστικά, δηλαδή, στη δημιουργία μιας ιδιωτικής «αρχαιολογικής υπηρεσίας».

Φυσικά, γίνεται λόγος για «χορηγίες», αλλά και για νέο χαράτσι των δήμων σε βάρος των εργαζομένων, μέσω της «υιοθέτησης» του δημοτικού… «πολιτιστικού τέλους».

Εξάλλου, ο Στ. Μπένος ήταν αρκούντως αποκαλυπτικός, από τότε, για το τι επιχειρείται: «Γιατί οι τράπεζες να μην αναλάβουν ένα θέατρο;», αναρωτήθηκε. Φέρνοντας σίγουρα στη μνήμη πολλών αρχαιολόγων τις «υιοθεσίες» μνημείων από επιχειρήσεις που θεσμοθέτησε η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι στις αρχές του 2000, ξεσηκώνοντας ακόμη και τους διεθνείς οργανισμούς της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Αλλωστε, ο επίσης πρώην υπουργός Πολιτισμού, Β. Βενιζέλος, από τη Θεσσαλονίκη το 2003 είχε προτείνει για τα οπτικοακουστικά: κάθε εθνικό κέντρο κινηματογράφου να «φέρει» μαζί του και μια τράπεζα.

Οι «μεγάλες ιδέες» πάντα συναντιώνται…

Πολύ γρήγορα το «Διάζωμα» άρχισε να απολαμβάνει μεγάλης δημοφιλίας στις συστημικές δυνάμεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Για παράδειγμα, τον Δεκέμβριο του 2008, η τότε διοίκηση της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης Σάμου – Ικαρίας – Φούρνων, η πλειοψηφία του τότε Νομαρχιακού Συμβουλίου και φυσικά οι πολιτικές δυνάμεις που τα στήριζαν δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και ο τότε ΣΥΝ, τάχθηκαν υπέρ της παράδοσης της πολιτιστικής κληρονομιάς σε εταιρείες, μέσω διαφόρων «Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων».

Ο τότε νομάρχης, Μ. Κάρλας, ζήτησε από το Σώμα να υπερψηφίσει τη συμμετοχή, ως τακτικού μέλους, της νομαρχίας, στο «Διάζωμα».

Οι μόνοι που υπερασπίστηκαν την πολιτιστική κληρονομιά ως λαϊκή περιουσία ήταν οι σύμβουλοι της τότε «Νομαρχιακής Αγωνιστικής Συνεργασίας», λέγοντας ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν πρέπει με τις αποφάσεις της να ενισχύει την εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, υπογραμμίζοντας ότι ο αρχαιολογικός πλούτος ανήκει στο λαό και η διαχείριση και αξιοποίησή του είναι αποκλειστική ευθύνη του κράτους.

Αξίζει να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ένα χαρακτηριστικό γεγονός του τρόπου που αντιμετώπιζαν όλες οι κυβερνήσεις το «Διάζωμα» και την διαχειριστική «κουλτούρα» που εκφράζει.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2009 πραγματοποιήθηκαν δύο Γενικές Συνελεύσεις, την ίδια ώρα και στον ίδιο, περίπου χώρο, εντός και εκτός του Νέου Μουσείου Ακρόπολης, Δύο συνελεύσεις που συμβολίζουν κατά «διαβολική σύμπτωση» τις διαχρονικές κυβερνητικές επιλογές στον πολιτισμό. Η μία ΓΣ – συγκέντρωση διαμαρτυρίας, στην είσοδο του μουσείου, ήταν των συμβασιούχων αρχαιολόγων του ΥΠΠΟ με τα πάγια αιτήματα της μόνιμης και σταθερής δουλειάς, το σταμάτημα των απολύσεων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, την καταβολή των δεδουλευμένων, κλπ.

Η άλλη, εντός του μουσείου, ήταν του «Διαζώματος», παρόντως του τότε υπουργού Πολιτισμού, Π. Γερουλάνου.

Η σημειολογία των δύο γεγονότων ολοφάνερη: Η απαξίωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αποτελεί συνειδητή επιλογή του αστικού κράτους, ώστε να εδραιωθεί η ιδιωτικοοικονομική διαχείριση στον πολιτισμό με στρατηγικό στόχο την εμπορευματοποίησή του. Αλλωστε, και ο χώρος του Μουσείου Ακρόπολης ήταν «συμβολικός», αφού είναι το πρώτο κρατικό μουσείο που θεσμοθετήθηκε να λειτουργεί αποκομμένο από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και… τα «βαρίδια» της δημόσιας διαχείρισης.

Εκείνη την περίοδο, το τότε Νομαρχιακό Συμβούλιο Αθήνας, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, να εντάξει την αναστήλωση του αρχαίου Θεάτρου Διονύσου στα εκτελεστέα έργα. Παρουσία του Στ. Μπένου, ως προέδρου του «Διαζώματος», το συμβούλιο επικύρωσε την χρηματοδότηση 6 εκ. ευρώ για αναστηλωτικά και σωστικά έργα στο αρχαίο θέατρο.

Μάλιστα, όλα τα μέλη του Νομαρχιακού Συμβουλίου – πλην της Νομαρχιακής Αγωνιστικής Συνεργασίας (ΝΑΣ) – υπέβαλαν αίτηση εγγραφής στο «Διάζωμα»!

Ο σύμβουλος της ΝΑΣ είχε καταγγείλει ότι «δημιουργείται, δηλαδή, μια ιδιωτική αρχαιολογική υπηρεσία που θα λειτουργεί με χορηγίες», σημειώνοντας, ότι «ο μόνος φορέας που είναι αρμόδιος – και πρέπει να το κάνει – για την αναστήλωση του θεάτρου και γενικά για να διατηρηθεί η αρχαιολογική μας κληρονομιά είναι η Αρχαιολογική Υπηρεσία του ΥΠΠΟ».

Εκτοτε κύλησε πολύ νερό στο «αυλάκι». Η συστημική κρίση και τα μνημόνια τσάκισαν ακόμη περισσότερο τις κρατικές πολιτιστικές δομές. Η έτσι κι αλλιώς πάντοτε υποστελεχωμένη και υποχρηματοδοτούμενη Αρχαιολογική Υπηρεσία, απαξιώθηκε ακόμη περισσότερο. Το 2011, για παράδειγμα, έφτασε στο σημείο να μην μπορεί να εξασφαλίσει χρηματοδότηση ούτε καν για σωστικές ανασκαφές (σσ. δηλαδή για τις αναγκαίες διερευνητικές ανασκαφές με αφορμή την εκτέλεση κάποιου τεχνικού έργου) και να τρέχει να ψάχνει «χορηγούς», όπως η ΟΠΑΠ ΑΕ, ακόμη και γι’ αυτές. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, το «άστρο» του «Διαζώματος» απέκτησε, αντίθετα, μεγαλύτερη «λάμψη».

«Με την αθωότητα της αρχαιολογικής κοινότητας, τη δύναμη των θεσμών της αυτοδιοίκησης και την απεραντοσύνη της σοφίας της ψυχής και του εθελοντισμού των πολιτών της πατρίδας μας», πλούτισε το «Διάζωμα», έλεγε σε μια «ποιητιή έξαρση» ο Στ. Μπένος, στην τρίτη γενική συνεέλευση του «Διαζώματος», τον Μάιο του 2010, στο αρχαίο θέατρο των Οινιάδων, στην Αιτωλοακαρνανία.

Στη γενική συνέλευση του «Διαζώματος», η τότε γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, εγκωμίασε το σωματείο και τον Σταύρο Μπένο, υπερθεματίζοντας για τη σύμπραξη δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (σσ. σας θυμίζει κάτι;).

«Ενα οραματικό στρατηγικό σχέδιο για την πολιτιστική ανάπτυξη» – τόνισε η Λ. Μενδώνη – «οφείλει να θέσει ως προϋπόθεση την καθολική συμμετοχή – της πολιτείας διά των φορέων και υπηρεσιών της, της Αυτοδιοίκησης, των κοινωνικών εταίρων – και να λάβει υπόψη του όλους τους νόμιμα προσφερόμενους οικονομικούς πόρους».

Η αρμοδιότητα ολοκληρωμένης προστασίας και διαχείρισης του μνημειακού αποθέματος, βέβαια, «ανήκει αποκλειστικά στο κράτος», όμως σε άλλους τομείς του Πολιτισμού, κυρίως των σύγχρονων υποδομών, στη δημιουργία ή την αναβάθμιση του πολιτιστικού περιβάλλοντος υποβαθμισμένων περιοχών, στην ποιοτική βελτίωση ιστορικών κέντρων σε αστικές περιοχές, στη δημιουργία θεματικών πάρκων, που μπορούν να αποτελέσουν σύγχρονους τουριστικούς πόλους, «η σύμπραξη δημοσίου και ιδιωτικού τομέα θα μπορούσε να δώσει αποτελεσματικές λύσεις και βιώσιμες διεξόδους», είπε η Λ. Μενδώνη.

Να θυμίζουμε, τέλος, ότι ενεργή εμπλοκή στην διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν εξέφρασε μόνο το «Διάζωμα». Για παράδειγμα, το 2008, μια «ΜΚΟ», η «Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού» (σσ. με «χορηγούς» όπως η «Κόκα Κόλα» και η «Ζήμενς») παρουσίασε έναν κατάλογο μνημείων που η Αρχαιολογική Υπηρεσία αδυνατούσε να συντηρήσει, με στόχο… «την αναζήτηση χορηγών που θα επιθυμούσαν να αναλάβουν την αναστήλωση ενός μνημείου»! Μάλιστα, οι υπεύθυνοι του φορέα είπαν ότι οι ίδιες οι Εφορείες Αρχαιοτήτων αναζητούν από παντού χρήματα.

Ηταν η εποχή προ «μνημονίων» και «κουρέματος» της κρατικής χρηματοδότησης και στον πολιτισμό και στα αποθεματικά του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων.

«Ο Πολιτισμός δεν αφορά μόνο τους λίγους και μυημένους. Είναι ένα δημόσιο αγαθό που δικαιούνται όλοι να το απολαμβάνουν» είπε η υπουργός Πολιτισμού στην ίδια συνέντευξη στην «Αυγή». Ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει… εκτός από την ίδια με τον εαυτό της, όταν λίγο πιο κάτω μιλάει για «δημιουργική η συνύπαρξη των δομών δημοσίου συμφέροντος με την υγιή, καινοτόμο ιδιωτική πρωτοβουλία»;

Ελα ντε…

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.