«Διάφανα Κρίνα»
Το «σάουντρακ» μιας παρέας...
Σήμερα κλείνουν δύο μήνες από την απώλεια, που δεν έγινε συνήθειά μας, το θάνατο του Θάνου Ανεστόπουλου. Στην σχετική μας ανάρτηση είχαμε υποσχεθεί ένα αφιέρωμα στα «Διάφανα Κρίνα», μιας και με το θάνατο του Θάνου το κεφάλαιο αυτό έκλεισε οριστικά για την εγχώρια μουσική σκηνή. Πιστοί στην υπόσχεσή μας θυμόμαστε την πορεία ενός από τα πιο μεγάλα συγκροτήματα που γέννησε ποτέ το ελληνικό ροκ.
Σκοπός μας δεν είναι να αφηγηθούμε τη ιστορία των «Διάφανων Κρίνων». Το επίσημο site του συγκροτήματος έχει την πιο υπεύθυνη εκδοχή αυτής της αφήγησης. Σκοπός μας είναι να ξαναστοχαστούμε αυτά που έκαναν αυτήν την μπάντα τόσο ιδιαίτερη, αυτά που μας έκαναν να σιγοτραγουδάμε τον «Μπλε Χειμώνα», το «Κέρνα», τους «Δαίμονες», το «Βάλτε να πιούμε» και το «Τελευταίος Σταθμός». Να θυμηθούμε μια μουσική που μας κράτησε συντροφιά για 18 χρόνια και θα μας κρατά για πάντα. Μια μουσική που δεν ήταν τίποτα παραπάνω από «το σάουντρακ της παρέας μας», όπως χαρακτηριστικά μας είχε πει ο Παντελής Ροδόστογλου το 2006 σε μια συνέντευξη για το περιοδικό «Δίφωνο».
Οι Μπαλάντες της φωτιάς
Tα «Διάφανα Κρίνα» ξεκίνησαν την πορεία τους όπως οι περισσότερες εγχώριες μπάντες την δεκαετία του ’90. Η ανάγκη έκφρασης μέσα σε ένα κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον μετάβασης από τις σχετικές σταθερές που ίσχυαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και από το τέλος του λεγόμενου διπολικού κόσμου (και όχι το τέλος της ιστορίας όπως κάποιοι συνειδητά και κάποιοι βιαστικά έσπευσαν να ανακηρύξουν), στην «ανάπτυξη» της «ισχυρής Ελλάδας», χαρακτήρισε τις αναζητήσεις των περισσότερων ελληνικών συγκροτημάτων εκείνης της περιόδου. Ήταν ένας ολόκληρος κόσμος που ένιωθε να «μη χωρά πουθενά», όπως με εξαιρετικά εύστοχο τρόπο συνέλαβε ο Γιάννης Αγγελάκας στο ομότιτλο τραγούδι των «Τρύπες».
Η πρώτη δισκογραφική «καταγραφή» των «Διάφανων Κρίνων» ήταν το επτάιντσο «Κάτω απ’ το ηφαίστειο/ Λιώνοντας Μόνος» το 1994. Ο Θάνος είχε γράψει τους στίχους του «Λιώνοντας Μόνος» και ο Παντελής του «Κάτω απ’ το ηφαίστειο», το οποίο είναι και το πρώτο τραγούδι των «Διάφανων Κρίνων» σε στίχους του Ροδόστογλου.
Ο ήχος των «Διάφανων Κρίνων» είναι ακόμα «ακατέργαστος». Θυμίζουν τόσο τα γκαραζιάρικα γκρουπ της προηγούμενης δεκαετίας όσο και τα περισσότερα ελληνικά συγκροτήματα εκείνης της φάσης. Είναι φανερό ότι ψάχνονται αλλά και ότι κυριαρχεί στον ήχο τους το πάθος, η ένταση και η δίψα του πρωτοεμφανιζόμενου.
Αμέσως μετά θα τους βρούμε στη συλλογή της «Wipe Out», ενός σημαντικότατου label της περιόδου. «Το μαγικό βοτάνι», μαζί με «Panx Romana», «Αρνάκια», «Έρεβος», «Λευκή Συμφωνία», «Στίγμα 90» και άλλα συγκροτήματα. Τα «Διάφανα» συμμετέχουν με τη «Μουχλαλούδα τη Μπαλάντα της Φωτιάς». Το κομμάτι αυτό, σε στίχους του Ανεστόπουλου αφιερωμένο στην Κατερίνα Γώγου, σηματοδοτεί το χαρακτήρα που σιγά – σιγά προσεγγίζει το συγκρότημα και θα ακουστεί ολοκληρωμένα πλέον στο πλήρες ντεμπούτο τους με το «Έγινε η Απώλεια Συνήθεια μας», το οποίο κυκλοφόρησε το 1996, αφού για δύο χρόνια η μπάντα ταλαιπωρήθηκε από το γνωστό πρόβλημα όλων των νεανικών συγκροτημάτων, την υπηρεσία της «μαμάς πατρίδας». Εκείνη τη χρονιά η Μουχλαλούδα είχε πλέον εξαντληθεί. Αλλωστε είχε κυκλοφορήσει μόνο σε 500 κομμάτια, ενώ είχε ακουστεί και αρκετά στο ραδιόφωνο, το οποίο εκείνη την εποχή ανακάλυπτε το «νέο ελληνόφωνο ροκ».
Η Απώλεια…
Η «Απώλεια», κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι ίσως το καλύτερο δισκογραφικό ντεμπούτο που ακούστηκε στο χώρο του εγχώριου ροκ τα τελευταία 20 χρόνια. Στο άλμπουμ αυτό ακούγεται πλήρες το στίγμα που έχει δείξει το συγκρότημα με τη Μουχλαλούδα, με πολύ όμορφα κομμάτια γεμάτα ένταση και ταυτόχρονα περισυλλογή, ποιητικότητα συνδυασμένη με ρυθμό. Ακούστε χαρακτηριστικά το «Κλόουν την Τετάρτη την Κυριακή Νεκρός». Ένας δίσκος σύνθεση δυναμικής, ακόμη και οργισμένης μελαγχολίας όσο και αν ακούγεται αντιφατικός ο όρος. Η αγάπη τόσο του Ανεστόπουλου όσο και του Ροδόστογλου για την ποίηση επιδρά στη στιχουργική τους βάζοντας τη βάση για τη μετέπειτα πορεία του συγκροτήματος σε αυτό το επίπεδο.
Πολλοί έχουν κριτικάρει τη στιχουργική Ανεστόπουλου/ Ροδόστογλου ως πεσιμιστική, θλιβερή, με εμμονές στο θέμα του θανάτου και άλλα παρόμοια. Βέβαια στη χώρα που ο Καρυωτάκης έχει κριτικαριστεί ως «ποιητής της παρακμής» δεν θα την γλίτωναν τα «Διάφανα Κρίνα». Κριτικές είτε από μια, ας πούμε αριστερή «ηρωική» και «σιδερένια» αισιόδοξη σκοπιά είτε από μια φιλελεύθερα εκσυγχρονιστική και αισιόδοξη πλευρά. Σε τελική ανάλυση πρόκειται για απλοϊκές προσεγγίσεις των στίχων τους που αδυνατούν να συλλάβουν τον πυρήνα τους. Οι στίχοι τους, κατά τη γνώμη μου, στέκονται απέναντι στην ψευδή, πλαστική ευδαιμονία της εποχής, όχι όμως με ένα καταγγελτικό ή δηκτικό τρόπο, αλλά με την έκφραση της τραγικότητας που διέπει συχνά τις ανθρώπινες σχέσεις, ακόμη και τις πιο ιερές από αυτές – τον έρωτα και τη φιλία – μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής αλλοτρίωσης και βέβαια τους απασχολούν και τα συνολικότερα υπαρξιακά ερωτήματα που συνοδεύουν τον ανθρώπινο πολιτισμό από τις αρχές της εμφάνισής του μέχρι σήμερα. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία είναι που θα συνδέσουν τα «Κρίνα» με χιλιάδες ανθρώπους της τότε νέας γενιάς όπως και με αρκετούς μεταγενέστερους.
Τα «Διάφανα» σε αυτό το δίσκο δείχνουν ξεκάθαρα τις συνθετικές τους δυνατότητες, αλλά και την εκτελεστική τους ικανότητα. Οι κιθάρες του Κυριάκου Τσουκαλά και του Νίκου Μπαρδή, συνδυάζονται και εναλλάσσουν ρόλους (στα «Κρίνα» δεν υπήρξε ποτέ αυτό που λέμε πρώτος και δεύτερος κιθαρίστας) με τα σόλα τους να γίνονται μια αισθητική ολοκλήρωση της ατμόσφαιρας που διαμορφώνουν οι στίχοι. Ο Τάσος Μαχάς και ο Παντελής Ροδόστογλου έχουν στήσει μια ρυθμική βάση που συσχετίζει το γκρουβ με τη ταχύτητα, τη δύναμη και τις συχνές εναλλαγές στο τέμπο, ενώ ένα νέο μέλος εντάσσεται στη παρέα, ο Παναγιώτης Μπερλής, ηχογραφώντας πιάνο και πλήκτρα. Το άλμπουμ μας έχει δώσει μια σειρά κομμάτια αναφοράς των «Διάφανων», από το εναρκτήριο συγκλονιστικό «Μέρες Αργίας», το «Η Γυναίκα που Διάβαζε Ποιήματα», το «Αυτό το Τραγούδι δεν Είναι Για Σένα», το «Η Γιορτή» και βέβαια το ομώνυμο.
Παρ’ όλα αυτά, το γκρουπ ακόμα δεν έχει διαμορφώσει τον ήχο του. Συνδέεται ακόμη με το βασικό ηχητικό στίγμα των συγκροτημάτων της περιόδου παρά τις υπαρκτές διαφοροποιήσεις του. Η «Απώλεια» είναι γέννημα – θρέμμα, από τα καλύτερα βέβαια, του ελληνικού ρόκ των 90ς και μάλλον δεν θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο τότε. Το συγκρότημα όμως ωριμάζει, δίνει μια σειρά από σημαντικές συναυλίες και γνωρίζεται με τον ηχολήπτη, Κώστα Βάμβουκα, έναν άνθρωπο με σημαντικό ρόλο που χαρακτηρίστηκε ως το έβδομο μέλος της μπάντας.
Ο Μπλε Χειμώνας
Κάπως έτσι μπήκαμε στον «Μπλε Χειμώνα» των «Σαράβαλων Καρδιών». Το «Κάτι Σαράβαλες Καρδιές» εκδόθηκε το 1998 και αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τον πιο σπουδαίο μουσικά δίσκο της πορείας τους. Το εναρκτήριο «Μπλε Χειμώνας» αποτελεί ένα ανεπανάληπτο κομμάτι με τη ρυθμική του βάση να ακούγεται σαν κάποιος να πασχίζει να την κρατήσει για να μην ξεσπάσει, με τις αποκρίσεις της κιθάρας και τις «σφήνες» των πλήκτρων και το τραγούδι να οδηγείται τελικά σε ένα τελικό κρεσέντο απελευθερώνοντας όλη τη δυναμική του. Τα κομμάτια του δίσκου έχουν μεγαλώσει πολύ πια σε διάρκεια, όχι γιατί επαναλαμβάνονται τα μέρη τους ως μοτίβο χάρη των στίχων, αλλά γιατί αναπτύσσονται ως ιδέες. Χαρακτηριστικό το «Κυριακή των Βαΐων» με τη post rock μαγική εισαγωγή του, αλλά και το «Άγριο Μέλι», όπως και το «Τα Χρόνια μου Ναυάγησαν Στις Ξέρες Σου» με το ιδιαίτερο χρώμα της τρομπέτας του Νίκου Μπαρδή.
Δίσκος μουσικής ενηλικίωσης και συνάμα τολμηρής ενσωμάτωσης μιας σειράς επιρροών των μελών, από την σκοτεινή μελωδικότητα των «Joy Division», τις ορχηστρικές προσεγγίσεις των «Tindersticks», τα καταραμένα μπλουζ δημιουργών σαν τον «Screamin» Jay Hawkins και τον Tom Waits, τη μουσική του Nick Cave και των «Bad Seeds» και την ελευθερία και το πειραματισμό του post rock. Ο Ανεστόπουλος πατά καλύτερα και τραγουδά πλέον αρκετά απελευθερωμένος. Δεν υπήρξε ποτέ αυτό που θα λέγαμε «μεγάλη φωνή» αλλά το στυλ του, που συνδύαζε το σπάραγμα με τη ροκ έκφραση διαμόρφωνε την αναγκαία φωνητική συνθήκη για τα κομμάτια και τους στίχους των «Κρίνων», αν και υπήρξαν στιγμές που δεν απέφευγε ένα μελοδραματικό τόνο. Οι δύο στιχουργοί πλέον δείχνουν πιο καθαρά την επίδραση μιας σειράς ποιητών στο λόγο τους και το «Βάλτε να Πιούμε» του Καρθαίου ήρθε να ολοκληρώσει αυτή τη διάσταση του άλμπουμ. Ο φίλος τους, Αλκίνοος Ιωαννίδης, έπαιξε τσέλο και φλογέρα σε τρία κομμάτια.
Με το «Κάτι Σαράβαλες Καρδιές» τα «Διάφανα Κρίνα» κάνουν το πιο αποφασιστικό βήμα στη διαμόρφωση του δικού τους ήχου. ‘Έρχεται η πρώτη τους εμφάνιση στο ιστορικό πλέον «Ρόδον» στις 25 Απριλίου του 1998. Παρ’ όλα αυτά, ή μπορεί γι’ αυτούς τους λόγους, το συγκρότημα δεν κάνει ακόμα το «μπαμ». Δεν τυγχάνει της αναγνώρισης και της μαζικής αποδοχής που είχαν εκείνη τη περίοδο οι «Τρύπες» ή τα «Ξύλινα Σπαθιά».
Είναι Που Όλα Ήρθαν Αργά
Το 2000 τους βρίσκει αρχικά με ένα ep, το «Είναι Που Όλα Ήρθαν Αργά», από το δικό τους πλέον label, το «This Is My Voice». Ο Παναγιώτης Μπερλής έχει αποχωρήσει από το συγκρότημα, γεγονός που αντικειμενικά θα οδηγήσει το γκρουπ σε εκ νέου αναζήτηση των ηχητικών του προσανατολισμών. To ep περιείχε 4 κομμάτια, τα 2 από αυτά έκπληξη για διαφορετικούς λόγους. Το εναρκτήριο «Ζωή Σαν Τη Δικιά Μου» είναι ό,τι πιο ποπ έχουν γράψει ποτέ. Ένα φωτεινό τραγούδι στα χνάρια της βρετανικής σχολής, την οποία βέβαια προσεγγίζουν με τον ιδιαίτερο τρόπο τους. Το άλλο είναι το κομμάτι που κλείνει το ep, το «Ένας Τρόπος Να Πεις Αντίο», ένα οργανικό κομμάτι με τζαζ στοιχεία και τα «Διάφανα» να μην χρησιμοποιούν καθόλου το λόγο. Μια προειδοποιητική βολή για το τι θα ακούγαμε πέντε χρόνια αργότερα.
Το ep ήταν το προεόρτιο για το νέο τους άλμπουμ που κυκλοφόρησε μέσα στο 2000. Το «Ευωδιάζουν Αγριοκέρασα Οι Σιωπές» συνεχίζει την στροφή των «Σαράβαλων» και αναδεικνύει πλέον όλα τα στοιχεία που θα μάθουμε ως μουσική ταυτότητα της μπάντας για τα επόμενα χρόνια.
Κομμάτια όπως τα «Νύχτα», «Η Αγάπη Είναι Ένας Σκύλος Από Τη Κόλαση», «Απ’ Τ΄ Άπειρο Σε Σένα», «Τα Γλυκά Απελπισμένα Σου Αντίο», το up tempo «Στο Πλάι Σου», αλλά και το πανέμορφο «Σ΄ Ένα Όνειρο Από Χιόνι», δείχνουν την ικανότητα μιας μπάντας που φτιάχνει βαθιά λυρικές ροκ αφηγήσεις και ένα μουσικά αισθητικό αποτέλεσμα που δεν συναντούσες εύκολα στην εγχώρια παραγωγή. Νιώθω την ανάγκη να υπογραμμίσω το ζήτημα της μουσικής καθώς, είναι γεγονός, οι στίχοι του Παντελή και του Θάνου ήταν αυτοί που άγγιξαν πολλούς ακροατές του συγκροτήματος. Ωστόσο, χωρίς την μουσική τους ολοκλήρωση δεν θα πετύχαιναν αυτή την επίδραση που τελικά είχαν. Πέρα από αυτό, πολλά κομμάτια των «Διάφανων» στέκονται άνετα και χωρίς τους στίχους, στοιχείο που δείχνει την σημασία της δουλειάς τους στην καθ’ εαυτό μουσική πλευρά των τραγουδιών.
Έτσι, αν και αργά και σιγά – σιγά, τα «Διάφανα Κρίνα» αποκτούν χιλιάδες ακροατές. Αυτό δεν γίνεται επειδή εντάσσονται στη φάση «νέο ελληνικό ροκ», η οποία για κάποια χρόνια έπαιξε και ως μόδα σε εναλλακτικά ΜΜΕ, κυρίως ραδιόφωνα και έντυπα, αλλά λόγω της ιδιαίτερής τους φυσιογνωμίας και της έντονης, μέχρι εξάντλησης ορισμένες φορές, συναυλιακής τους προσφοράς, που την περίοδο 2000 – 2001 έπιασε νούμερα ρεκόρ εμφανίσεων από τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας μέχρι τα βρετανικά νησιά. Το «μπαμ» είναι πλέον γεγονός….
Αυτό που απόμεινε απ’ την ευτυχία
Έπρεπε να περάσουν όχι χίλια, αλλά τρία χρόνια για το τέταρτο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους. Είμαστε πια στο ολυμπιακό έτος 2003. Στο «Ό,τι Απόμεινε Απ΄ Την Ευτυχία» διακρίνονται διαθέσεις υπέρβασης και εξέλιξης του ήχου τους. Το συγκρότημα ακούγεται πιο ώριμο, πιο μεστό και πιο προσιτό. Τα φωνητικά του Ανεστόπουλου είναι πια λιγότερο μελοδραματοποιημένα από ό,τι στο παρελθόν, κάτι που δίνει στο δίσκο παραπάνω ώθηση. Η παραγωγή των Καργιωτάκη/ Χαρμπίλα («Τρύπες», «Ξύλινα Σπαθιά», Θ. Παπακωνσταντίνου) έχει λειτουργήσει καθοριστικά στο ύφος και το αποτέλεσμα του άλμπουμ, που διαθέτει πολύ καλά τραγούδια.
Ξεκινά με το «Μνήμες Του Νερού», ένα κομμάτι που συνδυάζει αλλεπάλληλες δόσεις τρυφερότητας και έντασης, θα μπορούσε να πει κανείς μια μουσική εκδοχή της ίδιας της ερωτικής πράξης με το πάθος και τη τρυφερότητα να διαδέχονται το ένα την άλλη. Συνεχίζει με το αυτοβιογραφικό(;) «Διάφανα Κρίνα», ένα πιο κλασσικού στυλ κομμάτι, ακολουθεί η «Δις Τζούλια», από τη θεατρική επένδυση του ομώνυμου θεατρικού, το «El hombre solo» με τις slide κιθάρες της αμερικανο-μεξικανικής μεθορίου, για να φτάσει στο «Σκισμένος Χαρταετός», ένα πράγματι ιδιαίτερο κομμάτι, όπως αποδείχτηκε και από την αποδοχή του. Δεν μπορεί επίσης να μη σταθεί κανείς στο «Κάρμα», μια αρχικά ηλεκτρική μπαλάντα που τελειώνει μέσα σε μια αλά «Sonic Youth» ηλεκτρική καταιγίδα, το ομώνυμο, αλλά και την ποπ έκλαμψη του «Ένα Μέρος Που Μπορείς Να Κρυφτείς».
«Έχουμε ακούσει αρκετά νέα πράγματα που μας αρέσουν, που επηρεάζουν τα παιξίματά μας και τις μουσικές μας ιδέες, πράγμα που αντικατοπτρίζεται και στις συνθέσεις. Γίνεται ένα φιλτράρισμα των ακουσμάτων μας τα οποία είναι και ποπ όπως οι Bell & Sebastian για παράδειγμα ή συγκροτήματα όπως οι Sigur Ros, οι Porcupine Tree ή και τζαζ μουσικοί. Σίγουρα υπάρχει μια τέτοια διάθεση που λες, η οποία όμως δεν καθρεφτίζεται αρκετά μέσα σε αυτό το δίσκο, υπάρχει περισσότερο σαν αύρα. Πιστεύω ότι όλα αυτά τα στοιχεία θα φανούν πιο καθαρά στον επόμενο ο οποίος θα είναι καθοριστικός για την μουσική εξέλιξη της μπάντας και θα αποτελέσει έκπληξη. Συγχρόνως έχω την αίσθηση ότι με αυτό το άλμπουμ κλείνει και ένας κύκλος στιχουργικά και θεματολογικά».
Αυτά τα λόγια μας έλεγε ο Παντελής Ροδόστογλου στην συνέντευξη παρουσίασης του δίσκου στο περιοδικό «Δίφωνο». Λόγια που αντικατόπτριζαν τη φιλοσοφία με την οποία αντιμετώπισαν τα «Κρίνα» το υλικό τους σε εκείνη τη φάση. Δεν φοβούνται να ξεφύγουν από το στίγμα τους, ούτε «κλείδωναν» το χαρακτήρα τους.
«Εμείς ποτέ δεν νιώσαμε ότι έχουμε βρει μια μανιέρα ή μια φόρμουλα την οποία και πρέπει να αναπαράγουμε, πάντα ήμασταν και θα είμαστε στο ψάξιμο. Από την άλλη μεριά δεν μας ενδιαφέρει το σώνει και καλά της υπέρβασης γιατί και αυτό καταντά δήθεν. Έχουμε μάθει να αφήνουμε τη ζωή να μας πηγαίνει κάπου αλλού» συμπλήρωνε ο Θάνος Ανεστόπουλος στην ίδια συνέντευξη.
Μια ιδέα που γεννήθηκε από μια κρασοκατάνυξη ωραίων ανθρώπων
Με αυτό τον τρόπο χαρακτήρισε ο Θάνος Ανεστόπουλος τον πιο πειραματικό δίσκο του συγκροτήματος, «Ο Γύρος Της Μέρας Σε Ογδόντα Κόσμους». Το μεσοδιάστημα μετά από την κυκλοφορία του «Ό,τι Απέμενε….» στα 2004, ο Κώστας Βάμβουκας παύει πια να ανήκει στην παρέα και η «This Is My Voice» κλείνει. Το γκρουπ συνεχίζει με τον Δημήτρη Γιάλα πλέον στην ηχοληψία και οι εκδόσεις «Ίνδικτος» αναλαμβάνουν την έκδοση αυτού του βιβλίου – CD το 2005. Μέσα στις σελίδες του βρίσκεται μια ανακεφαλαίωση του λόγου των «Διάφανων». Οι στίχοι όλων των μέχρι τότε κομματιών, στίχοι που δεν είχαν μελοποιηθεί, σκίτσα του Ανεστόπουλου, ιστορίες από τις περιοδείες και κείμενα των Τάσου Μαχά, Παντελή Ροδόστογλου, Θάνου Ανεστόπουλου, Γιώργου –Ίκαρου Μπαμπασάκη και Βασίλη Λαλιώτη. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένα αντιστάθμισμα για ένα δίσκο των «Κρίνων» χωρίς στίχους.
Η ιδέα τους για ένα ορχηστικό άλμπουμ είναι ένα ακόμη δείγμα ωρίμανσης και παράλληλα ένα τόλμημα «απεξάρτησης», αυτή τη φορά από ένα μεγάλο όπλο του συγκροτήματος, το στίχο. Έτσι η μουσική τους στέκεται γυμνή δίνοντας στις μελωδίες, στις συνθέσεις και στην εκτέλεση, τον μοναδικό πρωταγωνιστικό ρόλο. Κερδίζουν το στοίχημα, αποδίδοντας ένα δίσκο πολλαπλών επιπέδων ακρόασης και ακουστικής απόλαυσης. Με πληθώρα εκφραστικών μέσων και επιρροών εξελίσσουν τον ούτως ή άλλως ιδιαίτερο ροκ ήχο τους. Η τζαζ και ο αυτοσχεδιασμός ως μουσικό μονοπάτι, τα μπλουζ, το, αλά «Calexico» ή «Giant Sand» «ροκ της ερήμου» και οι τεχνικές των βιρτουόζων οργανοπαιχτών της λαϊκής μας μουσικής είναι ορισμένα από τα στοιχεία που ενσωματώνονται στον ήχο «made by Διάφανα Κρίνα». Πάντα δημιουργούσαν ατμόσφαιρα με τη μουσική τους, αλλά πιο ατμοσφαιρικό δίσκο από αυτόν δεν θα βρει κανείς στη δισκογραφία τους.
Το CD είναι ένα ταξιδιάρικο concept. Θα μπορούσαν κομμάτια του να έμπαιναν άνετα στο σάουντρακ μιας ταινίας του Ταραντίνο ή να ακούγονταν σε ένα road movie. Από Lounge τζαζ σαν το «Παρίσι» που σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν ακούς «Διάφανα Κρίνα», το νοσταλγικό surf «Κούσκο» με τις λαϊκές επιρροές του, το «Μπλε Ιγκουάνα», στο οποίο, αν κλείσεις τα μάτια σου, νομίζεις ότι έχεις μεταφερθεί στις ΗΠΑ των 50’ς και ακούς τον Chet Baker και το συγκρότημά του, μέχρι το «Στη Ράχη Του Διαβόλου», ακούς μια μπάντα που θαρρετά καβάλησε τη ράχη της μουσικής εξέλιξης.
Ο Τελευταίος Σταθμός..
Το 2008 έμελε να είναι το τελευταίος δισκογραφικός σταθμός των «Διάφανων Κρίνων». Το «Κι Η Αγάπη Πάλι θα Καλεί» κλείνει το δισκογραφικό κύκλο του συγκροτήματος με ένα άλμπουμ που επιστρέφει κατά κάποιο τρόπο στο χαρακτηριστικό πλέον ήχο της μπάντας με ενσωματωμένους ωστόσο τους πειραματισμούς του «Ο Γύρος της Ημέρας…..». Αυτό ακούγεται χαρακτηριστικά στο «Παράξενα Νέα Από Κάποιο Άλλο Άστρο» και βέβαια στο συγκλονιστικό από όλες τις απόψεις, «Τελευταίος Σταθμός». Ο δίσκος περιέχει και πάλι πολύ δυνατά σε συναίσθημα και ατμόσφαιρα κομμάτια όπως το «Σε Μια Γη Που Ανατέλλει», «Ένα Σκιάχτρο Που Άρπαξε Φωτιά» και «Με Ένα Άδειο Ποτήρι», όπως και πολύ δυναμικές στιγμές με τα «Κέρνα Τους Δαίμονες» και «Με Ρωτούν Οι Χειμώνες». Το άλμπουμ ήταν αφιερωμένο στον μικρότερο αδελφό του Ανεστόπουλου, Αποστόλη, που είχε χαθεί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και το ομώνυμο κομμάτι στον Κώστα Βάμβουκα, τον άνθρωπο που συνδέθηκε με τη καλύτερη φάση του συγκροτήματος.
Το συγκρότημα, μετά από ένα κύκλο παρουσιάσεων του δίσκου, θα σταματήσει τον Ιούνη του 2009. Στο κείμενο για το θάνατο του Θάνου κατά λάθος έγραψα ότι σταμάτησαν το Γενάρη του 2009. Οι συνθήκες των ημερών και η συναισθηματική φόρτιση που υπήρχε κατά τη συγγραφή εκείνου του κειμένου φάνηκε ότι προκάλεσε κάποιες διαταραχές της διάνοιας και της μνήμης.
Το 2012 και σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά τη διάλυση των «Διάφανων Κρίνων», η ROLL OUT και η UNIVERSAL GREECE, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας πληρέστερης εικόνας της καλλιτεχνικής πορείας του συγκροτήματος, παρουσίασαν μια συλλογή τραγουδιών τους υπό τον τίτλο, «Μέσα στη ρόδινη σιωπή του γαλαξία», με σκοπό τη συγκέντρωση και καταγραφή σπάνιου αρχειακού υλικού, κομματιών που δεν μπορούσαν να βρεθούν γιατί είχαν εξαντληθεί, αλλά και ανέκδοτων ηχογραφήσεων τους.
Συγκεκριμένα, στο cd περιλαμβάνονται τα παρακάτω δεκατρία τραγούδια: «Λιώνοντας μόνος – Κάτω απ’το ηφαίστειο» (single), «Είναι που όλα ήρθαν αργά» (διπλό single που περιλαμβάνει τα «Ζωή σαν τη δικιά μου», «Είναι που όλα ήρθαν αργά», «Αν το βρεις», «Ένας τρόπος να πεις αντίο»), «Καινούργιος τόπος – Κάτω απ’το ηφαίστειο» (ένθετο single στο fanzine Fractal Press), «Γράψαμε τραγούδια που μιλούσαν για τη θλίψη» (κυκλοφόρησε μόνο στην έκδοση βινυλίου του Lp «Ευωδιάζουν αγριοκέρασα οι σιωπές»), «Θάνατος» (cd Στον Π. – αφιέρωμα στον Παύλο Σιδηρόπουλο, από τη Minos EMI), «Μουχλαλούδα, η μπαλάντα της φωτιάς» (cd «Μαγικό βοτάνι» – Wipe out records), «Χρειάζομαι μέρες» (cd του περιοδικού Ποπ και Ροκ), καθώς κι ένα ανέκδοτο ορχηστρικό κομμάτι από τη θεατρική παράσταση «Δις Τζούλια» (σκηνοθεσία Έφη Οικονόμου).
Αυτή ήταν η μουσική αυτής της παρέας. Οι δύο συναυλίες επανένωσής τους στην σκηνή της Τεχνόπολης τον Σεπτέμβρη του 2015 και ο πανζουρλισμός που έγινε ειδικά από νέο κόσμο που τους γνώρισε στην πορεία ή και μετά τη διάλυση το 2009, έδειξε το πόσο επέδρασε αυτό το συγκρότημα σε χιλιάδες ανθρώπους, το πόσο σημαντική ήταν αυτή η μπάντα. Σε όλους εμάς μένουν πια τα τραγούδια οι αναμνήσεις και οι στιγμές που μας χάρισαν όλα αυτά τα χρόνια.
Τώρα που τίποτα δεν έχει απομείνει
μένει να βρούμε τη ζωή μας ξανά
έλα να στήσουμε ένα ωραίο πανηγύρι
πάνω απ’ αυτή την άβυσσο που χάσκει για μας.