Στήλη: Editorial

Διαγραφές στην ΕΣΗΕΑ και ΜΜΕ: Which Side Are You On

Μια συζήτηση για τη δεοντολογία, τους κώδικες και τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των Μέσων

| 21/04/2016

Μεγάλος αχός σηκώθηκε από την… προσωρινή διαγραφή τριών ηχηρών ονομάτων της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας και την επίπληξη άλλων επτά από το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ για παραβίαση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας κατά την προεκλογική περίοδο που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015. Μεγάλος αχός, μεγάλα λόγια περί «φίμωσης» της ελευθεροτυπίας, μεγάλες βαριές κουβέντες περί «τιμωρίας της γνώμης» και άλλα συναφή με μεγάλο θράσος. Από όλες τις πλευρές.

Για την ιστορία και για όσους έχασαν τα γεγονότα που υποτίθεται πως …συντάραξαν τον κόσμο της δημοσιογραφίας, το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ αποφάσισε να διαγράψει για 18 μήνες τον γενικό διευθυντή ειδήσεων και ενημέρωσης του ΣΚΑΪ, Σταμάτη Μαλέλη, για ένα χρόνο τον Άρη Πορτοσάλτε (ΣΚΑΪ) και για έξι μήνες τον Νίκο Κονιτόπουλο, αρχισυντάκτη της εκπομπής «ΣΚΑΪ στις 6» με παρουσιαστή τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο, ο οποίος δεν είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ.

Επίσης, αποφάσισε να τιμωρήσει με επίπληξη που θα αναρτηθεί και στους χώρους εργασίας, τους: Όλγα Τρέμη (MEGA), η οποία παραιτήθηκε πριν από λίγες ημέρες από μέλος της ΕΣΗΕΑ, Μαρία Σαράφογλου (MEGA), Μανώλη Καψή (MEGA) και Μαρία Χούκλη (ΑΝΤ1) ενώ αθωώθηκαν οι Γιάννης Πρετεντέρης (MEGA) για τους διαξιφισμούς του το βράδυ των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος με τον Παναγιώτη Κουρουμπλή και Δημήτρης Οικονόμου (ΣΚΑΪ) για τα σχόλιά του σε βάρος του Πάνου Καμμένου την ημέρα της ψηφοφορίας, εξαιτίας και της μεταγενέστερης έκφρασης «συγγνώμης» από τον «αέρα» της εκπομπής του «Πρώτη Γραμμή».

megaγκεμπελς

Δημοσιογραφικά «κατορθώματα» με παρόν και …παρελθόν

Καταρχήν επειδή η μνήμη μπορεί να είναι κοντή αλλά, τέλος πάντων, δεν είναι και ανύπαρκτη, είναι γελοία η προσπάθεια όσων προσπαθούν να σηκώσουν παντιέρα περί «φίμωσης της ελευθεροτυπίας» για να υπερασπίσουν όσους ενταφίασαν την ελευθεροτυπία. Όχι μόνο τις ημέρες εκείνες αλλά και τα χρόνια που προηγήθηκαν και τους μήνες που ακολούθησαν. Εντούτοις, εκείνες οι μέρες πριν την κρίσιμη κάλπη της 5ης Ιουλίου αποτέλεσαν πρωτοφανή κορύφωση παροξυσμού, ψεύδους και κατευθυνόμενης όχι δημοσιογραφίας προφανώς, αλλά προπαγάνδας «με ένα στόμα και μία φωνή» από σχεδόν όλα αυτά που συνήθως ονομάζουμε «μεγάλα ΜΜΕ». Κοινώς από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που ανήκουν σε μεγαλοεπιχειρηματίες, σε ομίλους, σε εφοπλιστές, με δύο λόγια στους κατεξοχήν εκπροσώπους της αστικής τάξης τούτης της χώρας.

Μπορεί κανείς να ξεχάσει τις απέλπιδες προσπάθειες να στηθούν ρεπορτάζ αγανάκτησης μπροστά στα ΑΤΜ αν και δεν είχαν και μεγάλη επιτυχία; Μπορεί κανείς να ξεχάσει τις δύο γιαγιάδες που προστάτευαν η μία την άλλη σε ΑΤΜ οι οποίες όμως δυστυχώς ήταν φωτογραφία του 2012 από την Ν. Αφρική; Ή μήπως μπορεί να ξεχάσει το ότι σε ορισμένα κανάλια και εκπομπές το ΟΧΙ δεν είχε καν εκπροσώπηση στις εκτενέστατες συζητήσεις που γίνονταν; Ή μήπως το ότι μεγάλο κανάλι (ο ΣΚΑΪ) παραβίασε κατάφωρα τη σχετική προεκλογική νομοθεσία και είχε διαρκή 24ωρη σχεδόν εκπομπή και το τελευταίο 24ωρο πριν την κάλπη συνεχίζοντας την προπαγάνδα του υπέρ του ΝΑΙ;

Μα δεν μπορεί κανείς να έχει άποψη υπέρ του ΝΑΙ; Προφανώς και μπορούσε να έχει άποψη. Η άποψη, όμως, όταν παρουσιάζεται ως αντικειμενική είδηση και τίθεται πάνω από τις απόψεις των άλλων, είναι απλώς διασπορά ψευδών ειδήσεων. Το ενδεχόμενο κουρέματος τραπεζικών καταθέσεων αμέσως μόλις βγει το ΟΧΙ από την κάλπη παρουσιάστηκε ως βέβαιο γεγονός και αγνοήθηκε η σχετική ανακοίνωση του ίδιου του αρμοδίου οργάνου της ΕΕ και της ΕΚΤ ότι δεν μπορεί αυτομάτως να γίνει καμία τέτοια κίνηση. Το ενδεχόμενο εξόδου της χώρας από την ΕΕ ή το ευρώ, επίσης, παρά το ότι επίσης δεν υπήρχε ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ τέτοια πιθανότητα, αποκλειστικά και μόνο επειδή το ΟΧΙ μπορούσε να επικρατήσει στο δημοψήφισμα. Για τα υπόλοιπα, περί έλλειψης χαρτιού τουαλέτας κλπ κλπ, που μάλιστα ειπώθηκαν από ιδιαιτέρως υψηλόβαθμα πολιτικά στελέχη» χωρίς τον παραμικρό αντίλογο – ερώτηση – διευκρίνιση από την πλευρά των υπεύθυνων δημοσιογράφων που υποτίθεται ότι πρέπει να ελέγχουν το πολιτικό προσωπικό, προφανώς δεν υπάρχει καν λόγος να γίνει κουβέντα, λόγω του χαμηλότατου επιπέδου.

Το ότι κανένα από αυτά τα «μεγάλα ΜΜΕ» με την «αντικειμενική ενημέρωση» δεν είπε λέξη για την τρομοκρατία, εκείνων των ημερών, σε χώρους δουλειάς από τα αφεντικά, με απειλές απολύσεων αν βγει το ΟΧΙ ή αν οι εργαζόμενοι δεν στήριζαν ανοιχτά το ΝΑΙ, τρομοκρατία που καταγράφηκε σε συγκεκριμένες δημόσιες καταγγελίες, προφανώς δεν θεωρείται, από όσους σήμερα ωρύονται περί «φίμωσης της ελευθεροτυπίας» απόκρυψη είδησης. Προφανώς δεν θεωρείται μεμπτό ή μη «αντικειμενική» δημοσιογραφία το να καλύπτει κανείς με τριπλάσιο χρόνο τις συγκεντρώσεις του ΝΑΙ παρά την εμφανέστατη και για τον πιο αδαή μικρότερη συμμετοχή και διάρκειά τους.

Περί «αντικειμενικής» – «ουδέτερης» δημοσιογραφίας

Επειδή ενίοτε τα πολλά λόγια είναι φτώχεια: Αυτή η καραμέλα περί «αντικειμενικής – ουδέτερης» δημοσιογραφίας δεν καταπίνεται πλέον από σχεδόν κανένα πολίτη τούτης της χώρας και πολύ παραέξω. Η δημοσιογραφία, όπως και πολλά άλλα πράγματα, έχει ταξικό πρόσημο. Εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα και διαλέγει κανείς ποια θα είναι αυτά. Η είδηση πχ της άφιξης των εκπροσώπων των δανειστών στην Αθήνα είναι ένα, ας πούμε, αντικειμενικό γεγονός. Το αν ήρθαν για να βοηθήσουν ή να εκβιάσουν, να καθυποτάξουν ή το τί ακριβώς κομίζουν δεν είναι αντικειμενικό γεγονός. Εξαρτάται από το ποιανού συμφέροντα εξυπηρετείς. Μια αιματηρή επίθεση στη Δυτική Όχθη είναι είδηση. Έχει, όμως, σημασία αν όταν μεταδίδεται αναφέρεται η Δυτική Όχθη ως κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος και ο ισραηλινός στρατός ως στρατός κατοχής ή το αν δεν αναφέρεται. Διαμορφώνεται διαφορετική πραγματικότητα. Ο δημοσιογράφος, ακόμη και αν μεταφέρει αντικειμενικά την είδηση, «παίρνει θέση» επιλέγοντας τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσει.

Οι ιδιοκτήτες των μεγάλων ΜΜΕ είχαν και έχουν κάθε συμφέρον να παρουσιάζουν ως «αναγκαίο κακό» στη χειρότερη, αν όχι ως «λύτρωση στους ανίκανους», όλα τα μνημόνια και τα μέτρα τους. Είναι η πολιτική που εξυπηρετεί τη δική τους θέση και τάξη. Αυτό έκαναν και στην περίπτωση του δημοψηφίσματος. Υπηρέτησαν με νύχια και με δόντια την τάξη τους και τα συμφέροντά της, τα δεμένα με τα μνημόνια, με τα αντιλαϊκά μέτρα και τη διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων της χώρας, με την αμνήστευση των δικών της ευθυνών για τη δεινή θέση της χώρας.

Τα «μεγάλα ονόματα» που δουλεύουν έναντι αδράς ή λιγότερο αδράς αμοιβής γι αυτούς έχουν επιλέξει εδώ και καιρό «στρατόπεδο». Είναι αυτοί που από άμβωνος αφρίζουν ζητώντας απολύσεις και περικοπές μισθών και χαρακτήριζαν σχεδόν με μία φωνή «ευλογία» τα μνημόνια και ηλίθιους όσους δεν τα δέχονταν. Είναι τα μεγαλοστελέχη των ιδιωτικών επιχειρήσεων ενημέρωσης. Είναι αυτοί που αν «πέσει» το μέσο, η επιχείρηση, ο όμιλος, θα «πέσουν» μαζί του αν δεν μπορούν να «πουλήσουν» εξυπηρέτηση σε κάποια άλλη αντίστοιχη αυλή.

Προφανώς τα συμφέροντά τους δεν ήταν με το ΟΧΙ, ιδιαίτερα με την πολύ πιο ευρεία έννοια που αυτό πήρε στην πορεία. Προφανώς και έχουν δικαίωμα να έχουν άποψη. Άποψη, όμως. Όχι να την κάνουν ΕΙΔΗΣΗ χρησιμοποιώντας μάλιστα χονδροειδή ψεύδη που τραυματίζουν τη στοιχειωδέστερη λογική και αξιοπρέπεια.

Μάλιστα, τώρα, ταυτίζουν την ελευθεροτυπία με την δική τους άποψη. Την άποψη της τάξης που εξυπηρετούν. Την παρουσιάζουν σαν την μοναδική αντικειμενική πραγματικότητα. Βέβαια, έτσι ακριβώς λειτουργεί ο καπιταλισμός: Η τάξη που έχει τα μέσα παραγωγής στα χέρια της ελέγχει και το εποικοδόμημα και παρουσιάζει τα δικά της συμφέροντα και τις δικές της απόψεις ως αντικειμενική αλήθεια.

Στο δημοψήφισμα, βέβαια, καταγράφηκε μια άλλη αλήθεια: Η αλήθεια του 62% που ψήφισε ΟΧΙ. Αυτή, αντικειμενικά γιατί μετριέται και γιατί πολλά έχουν ήδη γραφτεί και μελετηθεί και ως προς την ταξική και κοινωνικο-οικονομική σύνθεση αυτού του ΟΧΙ, είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ. Είναι η αλήθεια της πλειοψηφίας τούτου του τόπου. Η αλήθεια αυτών που υφίστανται τα μέτρα, που υφίστανται τα μνημόνια, την εξαθλίωση και τελικά δεν τους ενδιαφέρει το ποσοστό της γονυκλισίας τους αλλά το γεγονός το ίδιο.

Μόνο το ότι όλοι αυτοί οι, σήμερα φωνασκούντες για την «φίμωση της ελευθεροτυπίας», δεν ένιωσαν καν την ανάγκη να βγουν έστω και υποκριτικά να ζητήσουν ένα συγνώμη για την ατελείωτη τρομοκρατία που άσκησαν, να ζητήσουν ένα συγνώμη για το προφανές, από τα νούμερα, γεγονός, ότι δια της άσκησης ψυχολογικής βίας και δια της διαστρέβλωσης εξέφρασαν και εκφράζουν μια μειοψηφία με όρους ολοκληρωτισμού (και σε αυτήν την μειοψηφία δεν συγκαταλέγονται όσοι ψήφισαν ΝΑΙ χωρίς να ανήκουν σε εκείνη την τάξη που απολαμβάνει τα οφέλη του), αποδεικνύει και τον πραγματικό τους ρόλο. Συνεχίζουν, όπως ο ρόλος αυτός υπαγορεύει, να θεωρούν τη δική τους άποψη, τα δικά τους συμφέροντα, ως αντικειμενική αλήθεια που «φιμώνεται».

klena

Και η ΕΣΗΕΑ

Τέλος υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα που τίθενται βέβαια και για την ΕΣΗΕΑ. Η κουβέντα για το αν έπρεπε ή όχι να διαγραφούν έστω και προσωρινά, συγχωρείστε μας, αλλά τη θεωρούμε άκαιρη. Ένα, τύποις έστω, σωματείο εργαζομένων δεν μπορεί να έχει στους κόλπους του ανθρώπους που εισηγούνται απολύσεις συναδέλφων τους είτε μέσα στα «μαγαζιά» τους είτε από κάμερας και για άλλους επαγγελματικούς τομείς και το «βαφτίζουν αντικειμενική αναγκαιότητα». Ένα σωματείο εργαζομένων δεν μπορεί να «περιθάλπτει» τέτοια φαινόμενα την ώρα που ο χώρος συνολικά των ΜΜΕ έχει μετατραπεί σε ένα ατελείωτο «νεκροταφείο» εργαζομένων με χρόνια ή μερικά απασχολούμενους ανέργους, με ανασφάλιστους, με ζωές πεταμένες στα σκουπίδια ή στις «γαλέρες» των ηλεκτρονικών ΜΜΕ όπου δεν έχει καν δεήσει να ρίξει το βλέμμα της αφήνοντας στο έλεος του κάθε εργοδότη παλιούς και νέους δημοσιογράφους να δουλεύουν «μαύρα» ή με 300 – 500 ευρώ, σε άθλιες συνθήκες, επτά μέρες την εβδομάδα με τον τρόμο του να βρεθούν στο δρόμο να τους σταματά από την ελάχιστη διεκδίκηση της μίας ημέρας ξεκούραση.

Ένα σωματείο εργαζομένων δεν μπορεί να έχει στους κόλπους του δημοσιογράφους – εργοδότες μαζί με τους δημοσιογράφους – εργαζόμενους του στις «γαλέρες» και να αποφασίζουν όλοι μαζί για την τύχη του, σαν τα συμφέροντα να είναι κοινά. Ένα σωματείο εργαζομένων, του οποίου το ΔΣ αποτελεί μικρογραφία της παθογένειας όλου του χώρου, και το οποίο, εμμέσως πλην σαφώς, στο δημοψήφισμα τάχθηκε, έστω και δια της επίσημης σιωπής του, υπέρ του ΝΑΙ μαζί με τον κ. Παναγόπουλο της ΓΣΕΕ. Ένα σωματείο που δεν παρέχει κάλυψη στους απλούς εργαζόμενους δημοσιογράφους (ουσιαστική κάλυψη όχι στα χαρτιά) στον αγώνα που δίνουν να επιβιώσουν διατηρώντας όσο μπορούν την αξιοπρέπειά τους μέσα σε μια κολασμένη κατάσταση.

Το πρόβλημα δεν είναι αν το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ διέγραψε ή επέπληξε κάποια μεγάλα ονόματα για παραβίαση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Το πρόβλημα είναι ποια είναι τελικά η δεοντολογία αυτή σε μια χρονική περίοδο που τα δικαιώματα των εργαζομένων, εν μέσω μέγιστης κρίσης, αποσυντίθεται και η εικόνα στον κλάδο των δημοσιογράφων δεν αποτελεί εξαίρεση. Των απλών εργαζομένων δημοσιογράφων που εκτός από την τρομοκρατία των αφεντικών βρίσκονται αντιμέτωπα και με την δίκαιη, σε μεγάλο βαθμό, οργή των συμπολιτών τους για την κατευθυνόμενη δημοσιογραφία των ΜΜΕ, αν και δεν φέρουν ευθύνη, συνήθως, γι αυτό πέραν του φόβου, ίσως, που νιώθει ο κάθε εργαζόμενος απέναντι στην ανεργία. Ποια είναι η δεοντολογία της ΕΣΗΕΑ που ΔΕΝ καταδίκασε επί τόπου τότε, τον Ιούλιο, την μαζική φρενίτιδα παραπληροφόρησης προκειμένου να σώσει έστω τα προσχήματα; Μόνο τα πρόσωπα ενόχλησαν; Τα αφεντικά τους, όχι;

Όλος αυτός ο αχός και πολύ περισσότερο η περίοδος του δημοψηφίσματος ένα πράγμα αποκάλυψε σαφώς: ΔΕΝ υπάρχουν αντικειμενικά, ουδέτερα και δίκαια ΜΜΕ. Η πληροφόρηση μαζικής κλίμακας που μπορεί να διαμορφώσει συνειδήσεις, είναι εδώ και πολλά χρόνια «όπλο». Τα ΜΜΕ δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα των θεατών, ακροατών ή αναγνωστών τους, αλλά αυτά των ιδιοκτητών τους. Αυτό είναι ένα μεγάλο όπλο στα χέρια τους, είτε όσον αφορά τον αναμεταξύ τους ανταγωνισμό, είτε όσον αφορά την κοινότητά που διαμορφώνουν τα συμφέροντά τους, απέναντι στα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας που συνήθως επιχειρούν να ξεγελάσουν, να φοβίσουν, να παραπληροφορήσουν ή να τρομοκρατήσουν.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μαρξιστής ή εκπρόσωπος κάποιας συγκεκριμένης ιδεολογίας για να συνειδητοποιήσει το εξής απλό: Το όπλο των ΜΜΕ μεγάλης εμβέλειας βρίσκεται στο χέρι των οικονομικά ισχυρών. Στο χέρι της αστικής τάξης η οποία ακόμη κι αν -χάνοντας το μέτρο πολλές φορές τα τελευταία χρόνια- έχει καταφέρει μόνη της να το υπονομεύσει ως ένα βαθμό, συνεχίζει να το κρατά διαρκώς προτεταμένο, καθιστώντας το εξαιρετικά επικίνδυνο και φονικό.

Δεν είναι Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης γενικά και αόριστα. Είναι ιδιωτικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και ό,τι κανόνας και αν μπει, που είναι θεμιτός, δεν θα πάψουν να λειτουργούν για το συμφέρον των αφεντικών τους.

Αυτή είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραβλέπει κανείς. Είναι μια πραγματικότητα που θέτει, κατ’ αντιπαράσταση, και ένα μεγάλο ερώτημα για το πώς μπορεί να υπάρξει, αν μπορεί, σε ένα τέτοιο συγκεκριμένο πλαίσιο ελεύθερη, όσο γίνεται, δημοσιογραφία. Αυτό είναι το στοίχημα και για κάθε προσπάθεια αυτοδιαχείρισης: Να μπορέσει να σταθεί απέναντι στα μεγαθήρια και να καταφέρει να επιβιώσει απέναντι στον κατακλυσμιαίο ρυθμό και τρόπο επιβολής της κυρίαρχης άποψης.

Αυτό είναι ένα στοίχημα και για το ίδιο το εργατικό λαϊκό κίνημα, για την θιγόμενη κοινωνική πλειοψηφία, που όπως απέδειξε η εμπειρία του δημοψηφίσματος δεν έχει «φωνή» στα μεγάλα ΜΜΕ: Να ασχοληθεί και η ίδια με το θέμα της ενημέρωσής με πρωτοβουλίες υπέρ της επιβίωσης τέτοιων εγχειρημάτων, πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την λειτουργία και την επιβίωσή τους και μαζί με αυτά και της ενημέρωσης, της μη «ουδέτερης» ενημέρωσης με την έννοια που την θέτουν τα αφεντικά των ΜΜΕ.

Αυτό είναι το στοίχημα ζωής των εκατοντάδων απλών εργαζομένων – δημοσιογράφων που προσπαθούν να ισορροπήσουν στο τεντωμένο σχοινί της επιβίωσης τραμπαλιζόμενοι διαρκώς ανάμεσα στην ανεργία, στην αξιοπρέπεια, στη συνείδησή τους και στην αντικειμενική (ασχέτως του πως οι ίδιοι το αντιλαμβάνονται) ταξική τους θέση. Και να είστε βέβαιοι είναι ένα εξαιρετικά λεπτό σχοινί απόλυτου τρόμου.