Διεθνής Ημέρα Μουσείων: Δεν γιορτάζουμε όλοι, το ίδιο
Το μουσείο είναι κατεξοχήν πεδίο ιδεολογικής διαπάλης για τον προσανατολισμό της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς
Για μια ακόμη, συνεχόμενη, χρονιά γιορτάζεται σήμερα, 18 Μάη, η Διεθνής Ημέρα Μουσείων, όπως ορίστηκε το 1977 από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM) «με σκοπό την ενίσχυση της μόρφωσης, την προώθηση της αμοιβαίας κατανόησης, την ειρήνη και τη συνεργασία μεταξύ των λαών».
Η φετινή επέτειος έχει ως κεντρικό θέμα «Μουσεία και πολιτιστικά τοπία». Το Ελληνικό Τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM) τιμά το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο συμπληρώνει 150 χρόνια από τη θεμελίωσή του «και πάνω από έναν αιώνα καθοριστικής συμβολής στη διαμόρφωση του πολιτιστικού τοπίου της πόλης που το φιλοξενεί και ολόκληρης της χώρας».
Λένε ότι ο πιο σύντομος δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με αγνές προθέσεις. Αυτό συμβαίνει και με τα μουσεία σε όλο τον κόσμο, φυσικά και στην Ελλάδα. Διότι, στον καπιταλισμό, η πολιτιστική κληρονομιά δεν είναι παρά ακόμη μία «πηγή» κέρδους, με αποτέλεσμα, να προστατεύεται και να αναδεικνύεται κάθε φορά από αυτήν, μόνο ό,τι το αστικό κράτος θεωρεί ότι μπορεί να «βγάλει χρήμα».
«Αιχμή» της διαδικασίας της εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι τα μουσεία. Τα οποία, μέσα σε αυτό το αγοραίο πλαίσιο, λειτουργούν με αμιγώς ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, ακόμη και αν είναι κρατικά, αποδομώντας στην πράξη κάθε έννοια ουσιαστικού δημοσίου συμφέροντος.
Γι’ αυτό και όλα τα μουσεία, σε όλο τον κόσμο, λειτουργούν πλέον ως οργανισμοί με πλήρη ή σχεδόν πλήρη οικονομική «αυτοτέλεια», χωρίς δηλαδή ή με μικρή κρατική στήριξη, γεγονός το οποίο με την σειρά του οδηγεί αντικειμενικά – δηλαδή πέρα από τις προθέσεις του επιστημονικού δυναμικού τους – στην αντιμετώπιση του ίδιου του μουσείου και, ακόμη χειρότερα, των συλλογών του με αποκλειστικά αγοραία κριτήρια.
Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι αν το μουσείο δεν έχει χρήματα, μειώνει ή καταργεί την ερευνητική του δράση προς όφελος της προβολής των συλλογών του ώστε να προσελκύσει περισσότερο κόσμο. Προοπτικά αυτό θα έχει εύλογες, αρνητικές συνέπειες και στο ίδιο… το «προϊόν», δηλαδή τα εκθέματα, αλλά και στα αντικείμενα στις αποθήκες, όμως, οι «νόμοι» της «αγοράς» είναι ιδιαίτερα «δυσκίνητοι» όταν πρόκειται να δοθεί χρήμα σε «άχρηστες» – δηλαδή όχι άμεσα εκμεταλλεύσιμες οικονομικά – δραστηριότητες.
Αντίθετα, το μουσείο μπαίνει πλέον σε μια λογική ανταλλαγών και εξαγωγών των αντικειμένων του για την διοργάνωση περιοδικών εκθέσεων με στόχο να βγάλει χρήματα, ή για διαφημιστικούς λόγους – ή ακόμη και με την «ομπρέλα» της «πολιτιστικής διπλωματίας – τακτική η οποία έχει γιγαντωθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και μόνο η τύχη βοηθά μέχρι στιγμής να μην έχουν χαθεί ή καταστραφεί αρχαιότητες κατά το ταξίδι τους ανα τον κόσμο.
Επιπλέον, η ιδιωτικοοικονομική λειτουργία και η συνεχής, αγωνιώδης αναζήτηση χρημάτων, οδηγεί τα μουσεία να μετατρέπονται σε ενοικιαζόμενους χώρους για ιδιωτικές δεξιώσεις και ξεναγήσεις ή εκδηλώσεις, συχνά ασύμβατες με τον χαρακτήρα τους. Ηδη έχει γίνει καθεστώς η αντικατάσταση του στοιχειώδους κυλικείου για μια στάση ξεκούρασης του επισκέπτη του μουσείου, από «φαραωνικά» εστιατόρια που χρησιμοποιούν τα εκθέματα ως «κράχτη» για μια πελατεία η οποία ίσως και να μην τα επισκεφθεί καν, πριν ή αφού γευθεί το πανάκριβο μενού.
Μπάρμπεκιου, «φρέσκο λαβράκι»… και Καρυάτιδες
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του «μνημειώδους» δελτίου Τύπου του Νέου Μουσείου Ακρόπολης το 2011 όταν ενημέρωνε ότι το εστιατόριό του θα είναι ανοιχτό μέχρι και τα μεσάνυχτα με «(…) φρέσκο λαβράκι σε κρούστα αλατιού με λαχανικά στον ατμό, κόκορας με σπιτικές χυλοπίτες και πάστα με γαρίδες, σάλτσα ψητής ντομάτας, ούζο και κάπαρη (…)».
Μάλιστα, όπως υπερηφάνως προσέθετε το δελτίο Τύπου, «το μενού συμπληρώνει μια επιλογή από γλυκά εδέσματα»…
Υπήρχε και …«ατραξιόν»! Διότι μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευθεί το γεγονός ότι στο δελτίο Τύπου αναφερόταν δεύτερος – μετά το μενού – ο καθαρισμός των Καρυάτιδων, με λέιζερ, διαδικασία που θα είναι ορατή για τους πελάτες…
Το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης εμφανίστηκε πιο «προχωρημένο» διοργανώνοντας τον Ιούνη του 2013… βραδιά μπάρμπεκιου, με ζωντανή μουσική και «παράσταση δομημένου αυτοσχεδιασμού».
Ο,τι πρέπει για να χωνέψεις τα παϊδάκια…
Το «σύνθημα» του αστικού κράτους για τα κρατικά μουσεία – και τις δομές προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς εν γένει – είναι ουσιαστικά «βγάλτε τα πέρα μόνοι σας», λοιπόν, εννοώντας φυσικά «πηγαίνετε στις αγκάλες του κεφαλαίου». Το οποίο εμπλέκεται στην διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς με διάφορους τρόπους, από «χορηγίες», μέχρι τα «πολιτιστικά» του ιδρύματα, αλλά και με την λεγόμενη «κοινωνία των πολιτών», με ιδιωτικούς φορείς δηλαδή που δηλώνουν την πρόθεσή τους να «συμμετάσχουν» στην ίδια την διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Στην Ελλάδα, η διαδικασία μετατροπής των μουσείων σε «μαγαζιά», αν θέλουν να εξακολουθούν να υπάρχουν, πέρασε από διάφορες φάσεις και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και λόγω της σθεναρής αντίστασης της προοδευτικής επιστημονικής κοινότητας.
Η θεσμική αρχή έγινε με τον Οργανισμό του υπουργείου Πολιτισμού (επί υπουργίας Βενιζέλου στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας) όταν το τιμώμενο, σήμερα, Εθνικό Αρχιαολογικό Μουσείο, μετατράπηκε σε «ειδική περιφερειακή μονάδα» του υπουργείου Πολιτισμού μαζί με μερικά ακόμη μεγάλα κρατικά μουσεία. Στόχος ήταν εξαρχής η αυτονόμηση των μεγάλων κρατικών μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία για να παραδοθούν προοπτικά στο κεφάλαιο.
Τη «σκυτάλη» πήρε το 2005 η ΝΔ, η οποία (με υπουργό τον Π. Τατούλη στο ΥΠΠΟ) επιχείρησε να αλλάξει επί το αντιδραστικότερον τον Οργανισμό του ΥΠΠΟ φέρνοντας ένα σχετικό νομοσχέδιο όπου, μεταξύ άλλων, προέβλεπε τη μετατροπή σε ΝΠΔΔ 10 σημαντικών μουσείων , που θα ήταν πλέον απλώς «εποπτευόμενα» από το ΥΠΠΟ, αλλά «με πλήρη διοικητική, δημοσιονομική και λειτουργική αυτοτέλεια». Επρόκειτο για τα: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο , Μουσείο Ακροπόλεως, Βυζαντινό και Χριστιανικό, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, Νομισματικό Μουσείο , Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας – Μουσείο Ιστορίας Ολυμπιακών Αγώνων και Μουσείο Δελφών.
Η «ναυρχίδα» αυτής της επικίνδυνης πολιτικής είναι το Νέο Μουσείο Ακρόπολης, το οποίο είναι η ελληνική εκδοχή της «επιτομής» της εμπορευματικής λειτουργίας των μουσείων. Εξαρχής το θεσμικό του πλαίσιο το απέκοψε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία για να λειτουργήσει «αυτόνομα», προσανατολισμένο εξαρχής σε επιχειρηματικές δράσεις.
«Αν αρχίσουμε τις επιστροφές… αδειάσαμε»
Σε χώρες όπως η Ελλάδα με πλούσια αρχαία κληρονομιά, η οργανική ενσωμάτωση του μουσείου με τον αρχαιολογικό χώρο ή με τις Εφορείες Αρχαιοτήτων, δηλαδή, γενικά, με την Αρχαιολογική Υπηρεσία ήταν μια εύλογη, σχεδόν «φυσική», επιλογή. Γι’ αυτό και η θεσμική του «αυτονομία» συνιστά οφθαλμοφανή τακτική συνειδητής αποχώρησης του κράτους από την διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς προς όφελος της «αγοράς».
Στο εξωτερικό τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Τα μεγάλα μουσεία ήταν, ουσιαστικά, οι χώροι υποδοχής των αντικειμένων της λεηλατημένης πολιτιστικής κληρονομιάς των αποικιών ή, αργότερα, των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, καθώς και του ακμάζοντος αρχαιολογικού εμπορίου και λαθρεμπορίου.
Είναι χαρακτηριστική η αντίδρασή τους όταν το παγκόσμιο αίτημα για επιστροφή των κλεμμένων πολιτιστικών θησαυρών άρχισε να γίνεται επικίνδυνο γι’ αυτά. Τον Δεκέμβρη του 2002, 18 από τα μεγαλύτερα – σε περιεχόμενο και πολιτική δύναμη – μουσεία του κόσμου, συνυπέγραψαν μια δήλωση η ουσία της οποίας είναι η εξής: «δε δίνουμε τίποτα, σε κανέναν».
Τη συμφωνία υπέγραφαν: Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγου (ΗΠΑ), Κρατικό Μουσείο Βαυαρίας – Παλιά και Νέα Πινακοθήκη (ΟΔΓ), Κρατικό Μουσείο Βερολίνου (ΟΔΓ), Μουσείο Τέχνης Κλίβελαντ (ΗΠΑ), Μουσείο Γκέτι Λος Αντζελες (ΗΠΑ), Μουσείο Γκούγκενχάιμ Νέας Υόρκης (ΗΠΑ), Μουσείο Τέχνης Λος Αντζελες, Λούβρο (Γαλλία), Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης, Μουσείο Καλών Τεχνών Βοστόνης (ΗΠΑ), Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Νέας Υόρκης, «Opificio delle Pietre Dure» Φλωρεντίας (Ιταλία), Μουσείο Τέχνης Φιλαδέλφειας (ΗΠΑ), Πράδο (Ισπανία), Rijksmuseum (Αμστερνταμ, Ολλανδία), Ερμιτάζ (Ρωσία), Τίσεν (Ισπανία), Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Γουίτνεϊ (Ν. Υόρκη).
Πολλά ακόμη μουσεία έσπευσαν να δηλώσουν την υποστήριξή τους σε αυτήν την κίνηση, χωρίς όμως να υπογράψουν. Μεταξύ αυτών ήταν και το Βρετανικό Μουσείο, του οποίου ο διευθυντής δήλωσε τότε, ότι τα Γλυπτά «πρέπει να παραμείνουν εδώ, αν το μουσείο θέλει να συνεχίσει να επιτυγχάνει το σκοπό του, ο οποίος είναι να δείξει τον κόσμο στον κόσμο».
Η δήλωση αυτή βρισκόταν εντός του «πνεύματος» της ανακοίνωσης, που ορισμένα σημεία της αξίζουν περισσότερης προσοχής. Οπως για παράδειγμα το σημείο το οποίο αναφέρει, ότι «το δέος όλων απέναντι στον αρχαίο πολιτισμό δε θα ήταν τόσο μεγάλο σήμερα, αν δεν υπήρχε η επίδραση των αντικειμένων που άφησε πίσω του, τα οποία αποδόθηκαν στο κοινό, μέσω της πρόσβασής του στα μεγάλα μουσεία».
«Με αυτή τη θέση» – σχολίαζε τότε ο δημοσιογράφος της ρωσικής δικτυακής εφημερίδας «Γκαζέτα», Βασίλι Μαμαντούεφ – «οι εκπρόσωποι των μουσείων φτάνουν μέχρι το τέλος», αφού υποστηρίζουν, ουσιαστικά, ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δε θα εκθειαζόταν σε τέτοιο βαθμό… αν τα αγάλματά του δε στέκονταν σε κάθε μουσείο του κόσμου. Δικαίως ο αρθρογράφος υπενθυμίζει το γεγονός, ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός «επανήλθε» στο διεθνές προσκήνιο με την Αναγέννηση και τη δημιουργία της βάσης για τις κλασικές σπουδές. Τα μουσεία προέκυψαν ως αποτέλεσμα και ανάγκη αυτής της διαδικασίας και όχι ως αιτία της. Σ’ αυτό μπορούμε να προσθέσουμε πως η Αναγέννηση ήταν αποτέλεσμα της ιστορικής εξέλιξης των ευρωπαϊκών κοινωνιών και της ανάγκης της αστικής τάξης για υλική και πολιτική απελευθέρωση από τα δεσμά της φεουδαρχίας.
Η θέση αυτή λοιπόν της ανακοίνωσης είναι ιδεαλιστική και συνεπώς αντιδραστική στη βάση της. Δεν αναφέρεται όμως τυχαία. Σε άλλο σημείο η ανακοίνωση γράφει ότι «πρέπει να αναλογιστούμε τις καταστροφικές συνέπειες της επιστροφής, συνέπειες που υπονομεύουν το χαρακτήρα και την προσφορά αυτών που ονομάζονται διεθνή μουσεία». Αυτό μπορεί κάλλιστα να ερμηνευτεί και έτσι: «Αν αρχίσουμε να επιστρέφουμε, θα αδειάσουμε…».
Ο δε διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου ήταν πιο σαφής: «Εάν όλες οι χώρες εφάρμοζαν την πολιτική αυτή και τα μουσεία έπρεπε να επιστρέψουν τις αρχαιότητες, θα υπονομευόταν η βασική φύση αυτών των συλλογών και όλοι μας θα γινόμασταν φτωχότεροι».
Η ανακοίνωση έκανε και ένα διαχωρισμό σε ό,τι αφορά στις πιθανότητες επιστροφής κάποιου αντικειμένου. Ετσι εστίαζε την προσοχή στα έργα που πιθανόν να κλάπηκαν από τους ναζί. Για τα «μάτια του κόσμου» γινόταν και μια αναφορά στην «πάταξη» του λαθρεμπορίου, αλλά αμέσως μετά ξεκαθαριζόταν ότι τα έργα τέχνης που έχουν «βρεθεί» στα μουσεία από αιώνες μέχρι και δεκάδες χρόνια πριν, «αποκτήθηκαν κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες από τις σημερινές». Με λίγα λόγια: ό,τι κλέβεται σήμερα αποτελεί αντικείμενο λαθρεμπορίου. Ο,τι κλάπηκε πριν έναν αιώνα είναι «περασμένα – ξεχασμένα» για τα μουσεία !
Αυτή η λογική φαίνεται και είναι κυνική γιατί σχετίζεται με τις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κρατών. Οταν λοιπόν το 2002 το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης επέστρεψε στις αιγυπτιακές αρχές γλυπτό ηλικίας 3.300 ετών, το οποίο είχε κλαπεί πριν από 60 χρόνια από κατάστημα στην περιοχή των Πυραμίδων, δεν έχει να κάνει με καμία περίπτωση απόδοσης «δικαιοσύνης». Διότι, το ίδιο Μουσείο , επέστρεψε το 1993 στην Τουρκία 363 αντικείμενα από χρυσό και ασήμι, πίνακες και γλυπτά … μόνο αφού έχασε την υπόθεση στα δικαστήρια.
«Οι φύλακές μας στάθηκαν όλοι, σχεδόν, αξιοθαύμαστα πιστοί στο καθήκον τους»…
Υπάρχει λοιπόν κάτι να γιορταστεί σήμερα σε σχέσημε τα μουσεία; Υπάρχει: Το διαρκές αίτημα για αποκλειστικά δημόσια διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, χωρίς καμία αγοραία διαμεσολάβηση, προς όφελος του λαού. Μάλιστα, αυτό το αίτημα συνδέεται και με μια από τις σημαντικότερες στιγμές του τιμώμενου, φέτος, Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Οπως γράφει ο Κωνσταντίνος Τουμασάτος, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όπως και μετά την απελευθέρωση, «οι 16 έφοροι και 11 επιμελητές αρχαιοτήτων, οι αρχαιολόγοι που ανήκαν σε επιτροπή του ΕΑΜ Αρχαιολόγων , προπάντων οι εξέχοντες Χρήστος Καρούζος (ακαδημαϊκός, διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου) και ο Μαρίνος Καλλιγάς (έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, κατόπιν διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης) και βέβαια ο λαός με την ένδοξη ΕΑΜική αντίσταση, υπό το κράτος ύβρεων, απειλών, περιφρόνησης και κινδύνου της ζωής τους, όσο ήταν δυνατόν διαφύλαξαν και προστάτευσαν τις αρχαιότητες και τα ιστορικά μνημεία μας».
Η Αρχαιολογική Υπηρεσία έθαψε τις αρχαιότητες «στη γη, σε κρύπτες, θησαυροφυλάκια, σπηλιές» για να τις σώσεις. «Η Ελλάδα βρέθηκε ξαφνικά χωρίς τις αρχαιότητές της και οι έφοροι και επιμελητές των αρχαιοτήτων διοικούσαν άδεια μουσεία ή χώρους, για τους οποίους οι αποφάσεις τους ελέγχονταν, εγκρίνονταν ή απορρίπτονταν από τον κατακτητή».
Ο αείμνηστος Χρήστος Καρούζος, σε συνέντευξή του, υπογραμμένη με τα αρχικά Μ.Α.Β., στο περιοδικό «ΜΕΝΤΩΡ» της Αρχαιολογικής Εταιρείας (16 Ιουνίου 1945), αναφέρει για τους σταυρωτήδες Γερμανούς αρχαιολόγους : «Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, οι αρχαιολόγοι τους απαιτήσανε πρώτα – πρώτα να ανοίξουμε αμέσως τα μουσεία, λέγοντας στην αρχή πως ο πόλεμος τελείωσε πια, ύστερα πως τα αρχαία θα πάθουν κρυμμένα, ύστερα πως στον πόλεμο οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στην τέχνη. Η επίμονη αντίσταση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας μας εγλύτωσε τα σπουδαιότερα μουσεία μας από την καταστροφή και τη λεηλασία. Γιατί όπου βρήκαν ευκαιρία, όχι πολύ συχνά ευτυχώς, τα έκαμαν και τα δύο. Πέτυχαν να ανοίξουν το Μουσείο του Κεραμικού, που το είχαν κάμει αυτοί: Σε λίγες μέρες Γερμανοί αξιωματικοί έκλεψαν μπροστά στα μάτια του Γερμανού αρχαιολόγου , που τους οδηγούσε, έναν ωραίο πήλινο αρχαϊκό πίνακα, με παράσταση πρόθεσης του νεκρού. Σε διάφορα άλλα επαρχιακά Μουσεία (Μέγαρα, Θήβα, Χαιρώνεια, Τανάγρα, Αλμυρό, Λάρισα, Βέροια, Θέρμο, Κόρινθο, Αργός, Δήλο, Σίφνο, Κνωσό, Χανιά, Σάμο), Γερμανοί και Ιταλοί, αφού μπήκαν ή εγκαταστάθηκαν στα μουσεία, αλλού έσπασαν βιτρίνες και αποθήκες, αλλού έκαψαν την ξυλεία, αλλού πήραν ό,τι αρχαία μπόρεσαν. Οι φύλακές μας στάθηκαν όλοι, σχεδόν, αξιοθαύμαστα πιστοί στο καθήκον τους, με κίνδυνο όχι μόνο της δικής τους ζωής, αλλά και όλου του σπιτιού τους. Μερικά έπαθαν ανεπανόρθωτες καταστροφές για να κάμουν αυτοί τα “απόρθητα” οχυρώματά τους (Βασιλικός τάφος Κνωσού, Ακρόπολη Ασίνης, βωμός ανακτόρου Τίρυνθος, Ναός Ποσειδώνος – Σούνιο, ανατίναξη του Λαβυρίνθου της Γύρτυνος, του μινωικού βασιλικού τάφου των Ισοπάτων, τείχη του Κόνωνος). Η Αρχαιολογική μας Υπηρεσία δεν άφησε καμία ευκαιρία που να μην απευθυνθεί στη στρατιωτική τους “υπηρεσία προστασίας της τέχνης” και να τους καταγγείλει, με σπάνια παρρησία και με πολύ έντονα έγγραφα, τα εγκλήματα τους. Οι αρχαιολογικοί σταυρωτήδες, όμως, που υπηρετούσαν εκεί μόνη έγνοια είχαν το πώς θα γλιτώσουν το μέτωπο. Η γενναιότητά τους ξεθύμαινε με έγγραφα απερίγραπτης τραχύτητας και θρασύτητας, με τα οποία κατά κανόνα έριχναν πάντα την ευθύνη στους Ελληνες και φοβέριζαν τους αρχαιολογικούς μας υπαλλήλους για τη δυσφήμιση του στρατού κατοχής. Αρκετοί φύλακες φυλακίσθηκαν και βασανίστηκαν, επειδή είχαν τολμήσει να κάμουν τέτοιες καταγγελίες. Ας αφήσουμε τις παράνομες λαθραίες ή τις φανερές ανασκαφές τους».
Αυτούς λοιπόν τους αρχαιολόγους και φύλακες των μουσείων που «στάθηκαν όλοι, σχεδόν, αξιοθαύμαστα πιστοί στο καθήκον τους, με κίνδυνο όχι μόνο της δικής τους ζωής, αλλά και όλου του σπιτιού τους» ας σκεφτούμε σήμερα, θαυμάζοντας τα αριστουργήματα του σπουδαιότερου μουσείου του κόσμου στις κλασικές αρχαιότητες, του Εθνικού Αρχαιολογικού…