Δουνκέρκη, ένα αγωνιώδες επικό θρίλερ και μια τρύπα στο νερό

Ο Nolan πλέκει το εγκώμιο της κάμερας και της αγγλικής αστικής τάξης

| 30/08/2017
★★☆☆☆

Η τελευταία ταινία του Christopher Nolan δέχτηκε τις επευφημίες ευθύς εξαρχής από το σύνολο σχεδόν της κριτικής και του κοινού. Ως αντιπολεμικό έπος συστήνεται και προφανώς είναι, αλλά πέραν ελάχιστων εξαιρέσεων, ο πόλεμος στο σινεμά πάντα ως κακός εμφανίζεται, διότι προφανώς και είναι. Διαστροφικές ταινίες που υποστηρίζουν το ξεκοίλιασμα των ανθρώπων, μονάχα κατά χολιγουντιανή παραγγελία, έχουν υπάρξει. Ως εκ τούτου, η έννοια του «αντιπολεμικού» είναι μια έννοια λάστιχο, χωράει συζήτηση και το ότι το Dunkirk κατέχει τούτη την ιδιότητα δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα το θετικό αν κατέχει πλάι της και κάποια άλλη: Την έννοια της βρετανικής υπεροχής και της εθνικής ενότητας, που είναι εν τέλει και το απαύγασμα της όλης ταινίας. Αν και ακριβοδίκαια κατέχει μια υψηλού επιπέδου εικαστική δυναμική, όπως ακριβοδίκαια και μια αντιπολεμική οπτική, ταυτόχρονα είναι άλλη μια πομπώδη κινηματογραφική εμπειρία, καθ’ όλα συμβατική και «αγγλοαναθρεμμένη».

Το 1940 στην παραλιακή Δουνκέρκη της Γαλλίας εγκλωβίστηκαν Άγγλοι και Γάλλοι φαντάροι ενώ οι Ναζί προέλαυναν. Χιλιάδες φαντάροι βρέθηκαν μπρος στο τρόμο να δολοφονηθούν μαζικά. Ο φόβος της πολιορκίας και της εξόντωσης από στεριά, αέρα και θάλασσά ήταν πραγματικά υπαρκτός. Αυτή την ιστορία, την ιστορία των ανώνυμων φαντάρων, ο Nolan θέλει να την απεικονίσει κινηματογραφικά, προσπαθώντας να δώσει βάρος στην εικόνα, – διότι προφανώς λόγια ανείπωτα είναι ο πόνος, ο τρόμος και η απόγνωση των εν δυνάμει μελλοθανάτων -. Σημαντική, λοιπόν, ιστορία. Υλικό προς κάτι ουσιαστικά μεγάλο. Μα ο Nolan ενώ αγγίζει με τελειότητα την κάμερα, μάλλον αδυνατεί να αγγιχτεί από την ανθρώπινη κατάσταση. Και έτσι δεν στεριώνει την αλήθεια, με όλες τις έννοιες που ξέρουμε για αυτή, μα μένει να προπαγανδίζει με κλισέ ύφος το σθένος του Τσορτσιλικού έθνους. Και ακόμη χειρότερα, σε αντίθεση με… την λιποψυχία των άμεσα ενδιαφερόμενων στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο: Των στρατιωτών, νεκρών ή ζωντανών.

Να μια λεπτομέρεια που κάποιοι την βρήκανε ενδιαφέρουσα, αν όχι προοδευτικής αντιλήψεως. Η ταινία, τις ορδές που έρχονται προς την Δουνκέρκη δεν τις ονομάζει ναζί. Τις ονομάζει εχθρούς. Γενικά. Αόριστα. Δεν ξέρω αν ο Nolan δεν γνωρίζει πως οι πόλεμοι του 20ου αιώνα, ήταν βαθύτατα πολιτικοί και όχι μια σύγκρουση καλών και κακών, φίλων και εχθρών. Πως η αντίθεση καλού και κακού, αποτελεί ένα απαρχαιωμένο δίλημμα. Στην συνέχεια: Η λέξη «εχθρός» είναι μια έννοια, κυρίως στρατιωτική, απογυμνωμένη από οτιδήποτε το ιστορικό και πολιτικό. Επίσης: Όταν μιλάμε για το 1940-1945, στο νου μας έρχεται η λέξη «αντιφασιστικός». Στο λεξικό του Nolan, αυτή η τελευταία έννοια παρεμπιπτόντως μάλλον έχει διαγραφεί, γιατί από όσο ξέρουμε στον 21ο αιώνα, προφανώς, η ιστορία πρέπει να χυλώνει μέσα στην λήθη. Πιο συγκεκριμένα: ο «εχθρός» για την ταινία είναι μια αόρατη απειλή. Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε και η εκκένωση των βρετανογάλλων φαντάρων επίσης οι οποιοιδήποτε. Σε αυτή την λογική, οι κακουχίες και η αγωνία τους μοιάζουν ως μια φυσική τάξη πραγμάτων, μια εν γένει συνέπεια ενός αόριστου ή και μυθοπλαστικού πολέμου. Σαφώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελεί μέθοδο για γενικευμένο συμβολισμό εφόσον λειτουργούσαν άλλα δραματουργικά στοιχεία ή εφόσον τίθενται άχρονα και ά-χωρα. Και όχι στην Δουνκέρκη του 1940.

dunkirk2

Πριν παρεξηγηθούμε. Δικαίωμα και υποχρέωση καθενός προφανώς να φτιάξει ένα κάδρο μιας (πραγματικής) ιστορίας που πάνω του θα πετάξει τις μπογιές του για να πει αυτό που θέλει. Το σινεμά, σαφώς και δεν έχει στόχο την αληθοφάνεια ή την εκμάθηση της ιστορίας. Είναι έκφραση άποψης. Σε αυτό συμφωνούμε. Για αυτό το σινεμά παλεύουμε. Δεν μας ενδιαφέρει η ιστορικότητα, μας ενδιαφέρει αν μας λέει κάτι νέο. Ο Nolan αποσιωπώντας τη λέξη «ναζί» και κρατώντας τις λέξεις «Άγγλοι» και «Γάλλοι», δεν θα λέγαμε πως είναι υπόλογος μπρος στην ιστορία (και πως θα μπορούσε να είναι, άλλωστε;) μα υπόλογος μπρος σε κάτι άλλο (που μας ενδιαφέρει κινηματογραφικά). Υπόλογος στην προοδευτική λογική. Η εσκεμμένη του απόφαση που από την μια κρατάει σχέσεις με την ιστορία και από την άλλη τις αρνείται, δημιουργεί ένα «μπέρδεμα», που παράγει τουλάχιστον πολιτική ουδετερότητα. Γι’ αυτό τον λόγο και μόνο, την κρίνουμε και μας κάνει να συγκρουόμαστε μαζί της. Οι ναζί δεν είναι κάποια «εχθρικά» τέρατα γενικά και αόριστα. Οι ναζί είναι Γερμανοί δολοφόνοι του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Οι ναζί είναι ιδεολογία που ακόμη παρασιτεί. Οι ναζί είναι αποτέλεσμα οικονομικών συνθηκών. Αμάν και πόσο μυθοπλασία ουσίας θα μπορούσε να δημιουργηθεί στην βάση αυτών των συμπερασμάτων! Αλλά ο Nolan μένοντας στο φαινόμενο, χάνει την ουσία. Αποιστορικοποιεί το ιστορικό ή το μετατρέπει σε τυχαίο ιστορικό «γεγονός» (παρόμοιο με άλλα τόσα – πχ και στο Game of Thrones πόλεμοι γίνονται…) μα κυρίως εκφράζει μια απολίτικη άποψη προς άγραν σασπένς και κινηματογραφικής κυριαρχίας στο βιομηχανικό σύμπλεγμα του κινηματογράφου. Ας δούμε ξανά το περσυνό δανέζικο «Land of Mine» που σε κάδρο ιστορικό κάνει μια σοβαρή υπαρξιακή και εν συνεχεία πολιτική μελέτη του πολέμου, του παραλογισμού, της στρατιωτικής και πολιτικής ιεραρχίας, του φασισμού κ.ο.κ. Ας μην θυμηθούμε τα «Apocalypse, Now», «Full Metal Jacket», «Paths of Glory» που ξεπερνούν την έννοια του «πολέμου» γενικότερα, γι’ αυτό και αποτελούν έργα τέχνης ανέγγιχτα.

Η πρώτη τούτη λεπτομέρεια συνδυάζεται με μια δεύτερη και έχουμε μπρος μας τον Nolan αυτοπροσώπως. Και η ουδετερότητα που μιλήσαμε πριν μετατρέπεται σε αντιδραστική λογική. Η σωστή, κινηματογραφικά, προσέγγιση του μαζικού θανάτου των φαντάρων που εικονογραφούνται με αποστασιοποιημένο και αναλώσιμο τρόπο (δηλώνοντας φυσικά αυτές τις ιδιότητες του στρατιώτη σε ένα πόλεμο τέτοιας κλίμακας: θα ήταν (και) κινηματογραφική αστοχία να μιλήσουμε για προσωπικά δράματα στον πόλεμο εμμένοντας προφανώς εκεί, όπως είδαμε στην μπαγιάτικη πλέον «Διάσωση του στρατιώτη Ryan» – ) έρχεται σε αντιδιαστολή με την εισχώρηση στην πλοκή ενός άλλου πραγματικού γεγονότος, που όμως του δίνει την πρωταγωνιστική χροιά της ιστορίας, της αφήγησης και του νοήματος και υπογραμμίζει την ιδεολογική θέση της ταινίας: Από όσο γνωρίζουμε, ιστορικά, το αγγλικό ναυτικό αδυνατούσε να περισώσει την μάζα των φαντάρων που είχαν περιοριστεί στην πόλη, περιμένοντας αγωνιωδώς τον σφαγιασμό τους και ως εκ τούτου μπήκαν στη μάχη και οι πολίτες της Αγγλίας. Στην ταινία, βλέπουμε ως έκφραση αυτού του γεγονός την «οικογένεια» ενός ιστιοπλοϊκού – άρα μεσοαστοί και πάνω -, που σώζει κάποιους στρατιώτες. Η οικογένεια αυτή αποτελείται από: ένα γιο που σκοτώθηκε στο πόλεμο, έναν δεύτερο γιο που βοηθάει στην διάσωση και καταλήγει ήρωας – με ένα γελοίο (!) τρόπο – και τον πατέρα που μετατρέπεται σε στρατηγό άνευ φόβου, άνευ αμφιβολίας. Αυτή η οικογένεια, αυτή η γενναιότητα, αντικατοπτρίζει μια αναγκαία – μα αντιδραστική – συνθήκη: Το εκτελεσμένο σωστά πατριωτικό χρέος της αγγλικής αστικής τάξης. Ο Nolan, κατά αυτόν τον τρόπο, δικαιολογεί και συντηρεί ένα μύθο. Τον μύθο της ενότητας του αγγλικού έθνους, αναπτερώνοντας τα υπόγεια πατριωτικά (και αποικιοκρατικά) αισθήματα της υπάρχουσας Αγγλίας που τα υπογραμμίζει μέσω αφηγηματικών κλισέ και μέσω της αιγίδας του «ηγέτη» Τσόρτσιλ που μιλάει για ηρωισμούς, θεό, ήθος, έθνος και λοιπές μπούρδες, σε ένα αισιόδοξο και ελπιδοφόρο happy end που πετάει στα σκουπίδια – πέραν της ιστορίας – και την όποια αγωνιώδη κινηματογραφική απεικόνιση του ως τότε, καγχάζοντας κατά συνέπεια, μπρος στους άλλους λαούς της Ευρώπης που δεν «τα κατάφεραν» έτσι θαρραλέα και που σφαγιάστηκαν σχεδόν εξολοκλήρου από τους ναζί.

Έτσι η ταινία παράγει μια ιδεολογική μεροληψία. Παιχνιδίζει, αντί να μελετάει, με τον αγώνα επιβίωσης, τον φόβο και την τρομοκρατία, την αγωνία και την ευθραυστότητα του ανθρώπου μπρος στην απειλή του θανάτου, τα αδιέξοδα και το μάταιο που παράγει στον άνθρωπο η προαναγγελθείσα ήττα. Τονίζει το αόριστο ήθος των Άγγλων. Σαφώς όχι των φαντάρων, που μοιάζουν «μη-χαρακτήρες», μα των εξουσιαστών που έχουν την τελευταία λέξη στην ταινία.

dunkirk3

Το Dunkirk ως αποτέλεσμα, είναι ένα αγωνιώδες θρίλερ και τίποτα άλλο. Ένα κενό, αφηγηματικά και θεματικά θρίλερ μαζικής κλίμακας. Με δυναμικές χρήσεις της κάμερας και την βαρύτητα της φωτογραφίας (φιλμ 70mm, ΙΜΑΧ, φυσικά εφέ και όχι ηλεκτρονικά) αποτελεί εν τέλει μια τρύπα στο νερό, μια εικαστική καβάτζα, αυταπάτη και απολογία του υψηλού προϋπολογισμού. Θεματικά είναι μια επιδερμική και μονοδιάστατη ψευδαίσθηση μιας ιστορικής πραγματικότητας. Μια εντυπωσιακή οθόνη. Είναι μια συρραφή πλάνων και σκηνών δομημένων με την κλασική αφήγηση – αν και το μάταιο της επιβίωσης το εικονογραφεί πολύ μελετημένα, μιας και για 2 ώρες σχεδόν δεν επέρχεται λύτρωση και αυτό το γεγονός έχει κινηματογραφική αξία – που μας ταυτίζει και μας κάνει να αγωνιούμε αλλά… και αυτή η αγωνία πόσο να κρατήσει; Μετριάζεται και αδυνατίζει λόγω της δίωρης επαναληψιμότητας και της γραμμικής ροής. Κάποια στιγμή απλώς κατανοούμε πως βλέπουμε τα πλάνα από διαφορετική γωνία λήψης. Εκρήξεις, πτώσεις αεροπλάνων, βλέμματα φόβου και ξανά από την αρχή. Κάτι σπουδαίο ή κάτι τουλάχιστον ενδιαφέρον θα ήταν μια άλλου τύπου συρραφή πλάνων – μιας και ο Nolan ήθελε (και καλώς έκανε) να αποφύγει την αφήγηση μέσω διαλόγου – που θα συγκροτούν νοηματική αξία. Που θα μας έβαζε σε νοητική διεργασία. Γιατί υπάρχει φόβος, γιατί τρόμος, γιατί αγωνία; Τι είναι πόλεμος; Ποια είναι η θέση του ανθρώπου σε αυτόν; Ερωτήματα αιώνια που δεν παίρνουν απάντηση. Εδώ ούτε τίθεται το ερώτημα. Ο νατουραλισμός ίσως σε νοηματικό επίπεδο. Τίποτα.

Υπήρχαν κάποιες βιαστικές εκτιμήσεις από την παγκόσμια κριτική. Ή ιδιοτελείς ίσως. Φτάσανε κάποιοι να συγκρίνουν τον Nolan με τον Stanley Kubrick, το Dunkirk με το Paths of Glory. Αν δεν είναι γελοίες ή βιαστικές, τότε είναι ύποπτες. Ο Nolan επιβεβαιώνει πως δεν είναι δημιουργός, πόσο μάλιστα της κλίμακας του Kubrick. Δεν θα μιλήσουμε για το βάθος της εργογραφίας του μεγάλου εκλιπόντος δημιουργού, αλλά η «ολοκληρωτική» αφήγηση του Kubrick (δηλ: απαρέγκλιτη αισθητική, θεματική, νοηματική αλληλοτροφοδότηση) λείπει παντελώς από τον Nolan. Είναι καλός τεχνίτης. Προφανώς. Αλλά δεν έχει συναίσθηση της σημασίας των πραγμάτων. Ξεκάθαρα.

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.