Δυο εξομολογήσεις
«Αγια πόλη» του Γκιγιέρμο Ορσι και «Πέντε στάσεις» του Μάκη Τσίτα
Δυο βιβλία, δυο εξομολογήσεις. Το ένα ισπανόφωνο νουαρ και το άλλο μονόλογος, ελληνικός. Το πρώτο σκληρό, βίαιο, γεμάτο περιπέτεια και το δεύτερο πικρό, στενάχωρο, αδυσώπητα ειλικρινές. Αμφότερα όμως εξομολογητικά. Το πρώτο μας μεταφέρει τις μικρές και μεγάλες αμαρτίες των ανθρώπων που κρύβονται στην πόλη, εντοπίζει τα ανομολόγητα και οδηγεί σε εξομολογήσεις και το δεύτερο μας προσφέρει την εξομολόγηση μιας βασανισμένης γυναίκας. Η «Αγια Πόλη» του Γκιγιέρμο Ορσι και οι «Πέντε στάσεις» του Μάκη Τσίτα.
Εξομολόγηση πρώτη. Οι μεγάλες πόλεις φτιάχτηκαν για να κρύψουν τις αμαρτίες των ανθρώπων. Μεγάλα, επιβλητικά κτίρια και όσο πιο ψηλά, τόσο μεγάλη και η αμαρτία. Ο Θεός ξέρει μόνο να συγχωρεί. Την αμαρτία την αφήνει στους δολοφόνους και στις πόλεις τους! Ο νόμος της ζούγκλας, ο νόμος της αγοράς, η βαρβαρότητα του καπιταλισμού δηλητηριάζουν τις κεντρικές αρτηρίες της πόλης και από κει τους κατοίκους της. Ανομία, διαφθορά, αγριότητα, πορνεία, ναρκωτικά, εύκολο χρήμα, κατάπτωση ηθών και αίτηση για άφεση αμαρτιών. Δεν υπάρχουν άγιοι άνθρωποι και δεν υπάρχουν άγιες πόλεις. Ή μάλλον υπάρχουν για να γελάνε οι άνθρωποι στις σκιές και να μπορεί ο Θεός να συγχωρεί. Μια τέτοια πόλη είναι και το Μπουένος Αϊρες.
Η «Αγια Πόλη» (Εκδόσεις Carnivora, μτφρ. Ασπασία Καμπύλη) του Γκιγιέρμο Ορσι είναι μυθιστόρημα-τοιχογραφία. Μόνο που τα υλικά του δεν είναι λαμπερά και εκλεπτυσμένα. Στο κατακάθι της κοινωνίας βρίσκει την πρώτη ύλη και το νουάρ που μας προσφέρει είναι απολαυστικό. Ο Όρσι με την πένα του φτάνει στα πιο απόμερα σημεία, στα ανήλιαγα, στα στενά δρομάκια, στους παράδρομους, ακόμη και στις λεωφόρους που το βράδυ «ζουν» από το έγκλημα. Η πλοκή του βιβλίου είναι δουλεμένη σε απίστευτο βαθμό και παρά τα πολλά μικρά επεισόδια, αν της δώσεις την προσοχή που αξίζει θα σε αποζημιώσει. Επειτα είναι η ατμόσφαιρα και η καθαρή βία που κάνουν την «Αγια Πόλη» τόσο ελκυστική.
Μια ποινικολόγος, πρώην «Μις Βολιβία», ένας ομοσπονδιακός μπάτσος, ένας ξεναγός χλιδάτου κρουαζιερόπλοιου και η αγορά του Ριατσουέλο μπλέκονται σε ένα γαϊτανάκι που η απληστία, η έκνομη συναλλαγή, ο φόνος, η ανηθικότητα στροβιλίζονται και δένουν τις ζωές των ανθρώπων οριστικά και επικίνδυνα. Ο Ορσι μιλά για θέματα που δύσκολα συναντάς σε άλλα έργα μυθοπλασίας, θέματα ταμπού. Το νουάρ -ιδιαίτερα το ισπανόφωνο- έχει κάτι το σκοτεινά γοητευτικό που σε μαγνητίζει και χαίρεσαι να το διαβάζεις. Ο εκδοτικός οίκος Carnivora που μετρά λίγους μήνες ζωής επικεντρώνει την προσπάθεια του στο ισπανόφωνο νουάρ και η αρχή γίνεται σίγουρα με το δεξί. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούν στη μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη. Αν και το κείμενο είναι πυκνό και απαιτητικό, εντούτοις μας δίνει μια πολύ καλή μετάφραση.
Εξομολόγηση δεύτερη. Επίκαιρη. Δυστυχώς. Ενδοοικογενειακή βία, έμφυλη βία, γυναικοκτονία, εκφοβισμός. Το επίκαιρο επιβεβαιώνει το διαχρονικό. Δυστυχώς. Η έκφραση δυσαρέσκειας δεν δικαιώνεται, δεν βρίσκει απάντηση και βοήθεια πειστική. Τότε και σήμερα. Η συντηρητική νοοτροπία, η νοοτροπία του αφέντη, η μισογυνική πατριαρχική αντίληψη για τη σχέση άνδρα-γυναίκας συνθλίβει ζωές, ελπίδες, φιλοδοξίες. Και φυσικά σκοτώνει. Όταν, λοιπόν, μια γυναίκα αποφασίζει να μιλήσει, τότε πρέπει να την ακούσεις. Όταν μια γυναίκα εξομολογείται την ακούς μες τη σιωπή και νιώθεις κάθε μικρή και μεγάλη στιγμή που πέρασε στο κορμί και την ψυχή της.
Οι «Πέντε στάσεις» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) του Μάκη Τσίτα μας φέρνουν μπροστά σε μια τέτοια εξομολόγηση. Η Τασούλα, η ηρωίδα, απευθύνεται σε κάποιον άγνωστο. Το όνομα του/της δεν αναφέρεται. Λογικό. Σημασία έχει ο λόγος του καταπιεσμένου, της καταπιεσμένης γυναίκας εν προκειμένω. Ο δρόμος προς τη λύτρωση είναι μεγάλος, δύσκολος, επώδυνος, αλλά στο τέλος ανταμείβει αυτούς που αντέχουν. Και η Τασούλα άντεξε και αποφάσισε να μιλήσει. Όταν βασανίζεσαι, η αποκάλυψη των όσων πέρασες αποκτά ξεχωριστή αξία, το ίδιο και ο άνθρωπος. Τα λόγια της Τασούλας αποδεικνύουν πόσο δυνατό πλάσμα είναι η γυναίκα και πόσο αδύναμο ο άντρας που βασίζεται μόνο στη σωματική του ρώμη. Η Τασούλα είναι η γυναίκα του χθες και του σήμερα.
Η Τασούλα, κορίτσι από την επαρχία, ερωτεύεται οδηγό πούλμαν, τον παντρεύεται και μετακομίζει στη Θεσσαλονίκη. Δουλεύει ως νοσοκόμα στο ΑΧΕΠΑ. Η ζωή της όλη η διαδρομή με το λεωφορεία από το σπίτι στη δουλειά, πέντε στάσεις. Οι γονείς της αντιδρούν, δεν θεωρούν τον Θεόφιλο άξιο για την κόρη τους. Και έχουν δίκιο! Ο Θεόφιλος αποδεικνύεται άπιστος, βίαιος, άνανδρος, μωροφιλόδοξος, άτιμος. Δεν σέβεσαι τη γυναίκα του, την υποτιμά, τη βρίζει, την απειλή. Δεν νοιάζεται για τα παιδιά του. Η Τασούλα μένει δίπλα του για τα παιδιά, για το «τι θα πει ο κόσμος» και για το γεγονός ότι πατέρας του Θεόφιλου είχε δολοφονήσει τη μάνα του. Ο φόβος την κρατά μαζί του. Μέχρι τέλους. Δεν χωρίζει. Ο λόγος του Τσίτα διαθέτει αμεσότητα, ζωντάνια και την απλότητα του ανθρώπου που θέλει να τα πει. Υφος τραχύ, γνώριμο και η πρόζα τόσο γνώριμη, τόσο αποκαλυπτική.