Δώσε μου λίγη ζωή, Paolo di Paolo
Ο Piero Gobetti στην Ιταλία του Μουσολίνι
Δώσε μου λίγη ζωή, Paolo di Paolo Μετ: Ανταίος Χρυσοστομίδης, Εκδ. Ίκαρος
Ήδη από το προηγούμενο, εκδοθέν στην Ελλάδα, μυθιστόρημά του, το «Πού ήσασταν όλοι» (η Ιταλική κοινωνία την εποχή του Μπερλουσκονισμού), ο Ρωμαίος συγγραφέας Πάολο Ντι Πάολο έδειξε πως κατέχει απόλυτα την ιδιότητα του αφηγητή και, συνάμα, του κοινωνικού σχολιαστή. Τον χαρακτήρισαν παιδί-θαύμα των ιταλικών γραμμάτων καθώς σε μικρή ηλικία, μόλις είκοσι ετών, έφτασε στην τελική λίστα υποψηφίων ανέκδοτων έργων για το Βραβείο Ίταλο Καλβίνο με μια συλλογή διηγημάτων. Έκτοτε έχει γράψει αρκετά βιβλία και έχει ασχοληθεί με την τηλεόραση και το θέατρο. Από τα πιο φρέσκα, το «Δώσε μου λίγη ζωή», σε ευφραδή μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη, αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, μυθιστόρημα μαθητείας, ένα bildungsroman, μαζί και ένας φόρος τιμής στον Τορινέζο αντιφασίστα πολιτικό αγωνιστή και δημοσιογράφο Πιέρο Γκομπέτι (1901-1926). Παράλληλα, περιγράφει την Ιταλία των μέσων της δεκαετίας 1920 μαζί και το Παρίσι της εποχής.
Βασικοί χαρακτήρες της «Ζωής» ο Γκομπέτι και ο συντοπίτης του Μοράλντο, ένας ανασφαλής και αναποφάσιστος νεαρός, συνομήλικος του πρώτου, τον οποίον και θεωρεί ίνδαλμά του. Δίπλα τους, φιγούρες συμπληρωματικές, δυο γυναίκες, η Άντα, σύζυγος του Γκομπέτι, και η Καρλότα, που ερωτεύεται ο Μοράλντο. Η Άντα γεννά το παιδί του Πιέρο, νιώθει ακατάληπτα δεμένη με αυτόν και τον νοσταλγεί σπαρακτικά όταν ο άντρας της αναγκάζεται να καταφύγει στο Παρίσι. Αντίθετα, η Καρλότα, φωτογράφος στο επάγγελμα και πλάνητας, γυναίκα χειραφετημένη στην εποχή της, δείχνει να διασκεδάζει με τον φοβικό Μοράλντο χωρίς να επιθυμεί κάτι περισσότερο. Ένα μπέρδεμα με τις βαλίτσες τούς φέρνει κοντά και στη συνέχεια τους δυο άνδρες έστω και αν δεν ανταλλάσουν παρά ελάχιστες κουβέντες. Ο Μοράλντο θαυμάζει κρυφά τον Πιέρο, τον βλέπει να πρωταγωνιστεί στην κοινωνική σκηνή του Τορίνο, γοητεύεται από τις φιλοσοφικές του θέσεις και το ήθος του αλλά, ταυτόχρονα, τον μισεί γιατί βαθιά μέσα του νιώθει πως δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει σαν και εκείνον. Ο νεαρός διανοούμενος διαφεύγει στην Πόλη του Φωτός, αφού έχει χτυπηθεί άγρια από τους φασίστες του Μουσολίνι, ευελπιστώντας ότι θα μπορέσει να συνεχίσει την έκδοση του περιοδικού του. Εκεί έχει επαφή με άλλους αυτοεξόριστους και θα φέρει κάποια στιγμή και την οικογένεια. Αρρωσταίνει, όμως, βαριά και από εκεί και πέρα ξεκινά η κάθοδός του, σωματική και συναισθηματική.
Μαεστρικά ο Ντι Πάολο χαμηλώνει το πολιτικό διακύβευμα της υπόθεσης αναδεικνύοντας την καθαρά ανθρώπινη πλευρά τού κουαρτέτου των εμπλεκόμενων -τις αγωνίες, τους φόβους, τις ελπίδες και τους έρωτές τους. Ενδιαφέρεται, βέβαια, για την κατάσταση που επικρατεί με την έλευση του Φασισμού στην Ιταλία, παραθέτει μάλιστα μια χαρακτηριστική σκηνή φόνου ενός μη κομμουνιστή που τον σκοτώνουν οι μελανοχίτωνες γιατί νομίζουν πως είναι. Όμως ο συγγραφέας εστιάζει το ενδιαφέρον του στον τρόπο που βιώνουν οι ήρωες την ενηλικίωσή τους, δραματικά ως επί το πλείστον. Συνεχώς και παρά την ζοφερή πολιτική κατάσταση οι πρωταγωνιστές διεκδικούν «λίγη ζωή» ακόμη, είτε μέσα από τον έρωτα είτε από την πνευματική δημιουργία.
Αλλά το μυθιστόρημα του Ντι Πάολο είναι κάτι παραπάνω από αυτό: ένα δοκίμιο για την πιο δύσκολη περίοδο της Ιταλίας, ένας αφαιρετικός στοχασμός πάνω στην φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την αισθητική. Πλήθος ονομάτων -Ντ᾽ Ανούντσιο, Τουργκένιεφ, Γκόγκολ, Ζολά, Κίπλινγκ, Καντ, Μαντένια, Βάγκνερ, Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα, Σεζάν, Ναντάρ, Μπρούνο, Καμπανέλα, Μιχαήλ Άγγελος κ.α. -λες και ο Ιταλός λογοτέχνης βάλθηκε να προβάλει με τεράστια φωτεινά γράμματα τον πολιτισμό των δημιουργών εκείνων που εξανθρωπίζουν τον άνθρωπο και που όλο και περισσότερο παραδίδονται στην λήθη τείνοντες να γίνουν πλέον κτήμα μιας ελίτ επαϊόντων. Σε αντιδιαστολή με τον ενίοτε στοχαστικό του λόγο, το κείμενο εστιάζεται εμμονικά στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας, το φαγητό, τα γλυκά, τις τελετουργικές συνήθειες, τα στερεότυπα αλλά και τους δρόμους, τις γωνίες και τα καφέ, αναπαράγοντας, περισσότερο στο Τορίνο και λιγότερο στο Παρίσι, την ατμόσφαιρα της ανεμελιάς και του ελαύνοντος φαιού κινδύνου.
Μέσα σε ένα κλίμα τραχύτητας, περισσότερο ο Πιέρο και λιγότερο ο Μοράλντο, βιώνουν ποιητικά τη ζωή τους χωρίς, βέβαια, ο συγγραφέας να ξεχνά το κοινωνικό πρόταγμα του καιρού τους. Προς το τέλος, μέσα στο παραλήρημά του, ο Πιέρο ψελλίζει πως, όταν παρακμάζει η πολιτική, πρέπει να παραμένουμε πολιτικοί. Ακριβώς, αυτό.