«Είμαστε Δύση»

Τσίτα τα γκάζια για την πλήρη εθνική (απ)αλλοτρίωση...

| 26/07/2015

Η λεγόμενη Μεταπολίτευση, σε επίπεδο κρατικής ιδεολογίας ως προς την εθνική αυτοσυνειδησία και τις διεθνείς σχέσεις, προσδιορίστηκε από το καραμανλικό δόγμα «ανήκομεν εις την Δύση» : σημαντική διαφοροποίηση από το αλήστου μνήμης «Στρατηγέ ιδού ο στρατός σας» αλλά σαφώς στην ίδια εσωτερική λογική τού ετεροκαθορισμού. Σήμερα, στο πλαίσιο της αιματηρής ολοκλήρωσης του μνημονιακού εγκλήματος, προσδιορίζεται άτυπα από την υπόρρητη «κοινή» παραδοχή «είμαστε Δύση».

Η απόλυτη ευρωεστίαση της επιχειρηματολογίας του συστημικού Σύριζα και η όλη δόμηση του νέου ΤΑΙΠΕΔ(«πακέτο» με την υπάκουα αποδεκτή υπαγωγή στο Βρετανικό Δίκαιο των αποικιοκρατικών «διευθετήσεων»..), είναι στοιχειώδεις επαληθεύσεις. Ευρώ και «εθνική σωτηρία» ταυτίζονται, όταν η πραγματικότητα βοά για τα καταστροφικά αποτελέσματα της ευρωδουλίας. Την κρίσιμη, για το σύστημα, ώρα, δεν διακινούνται οικονομικά και κοινωνικά επιχειρήματα, αλλά εθνικά-πολιτισμικά, κι αυτό είναι που αποκαλύπτει την ουσία των τεκταινομένων. Η διολίσθηση της ηγετικής κλίκας του Σύριζα σε βρόμικες συνωμοσιολογίες, απλώς δείχνει τη βαθιά συγγένειά του με τις «συντηρητικές» ευρωδυνάμεις στο επίπεδο της «διαχείρισης κρίσεων».

Η διαφορά των δύο δογμάτων είναι κολοσσιαία. Με ιδεολογικό πειθαναγκασμό (οι «ακαδημαϊκές πρωτοπορίες» του Σύριζα έπαιξαν, εδώ, καθοριστικό ρόλο…)και με θεσμίσεις κορυφής, η «ευρωπαϊκή προοπτική» πλασάρεται σαν αρχετυπικό πεπρωμένο του ελληνισμού, σαν κορύφωση της εντελέχειάς του. ’Οχι «επιλογή στρατηγικής» αλλά αυτοπραγμάτωση. ‘Όχι ταξικός προσανατολισμός, αλλά «εθνική ολοκλήρωση». ‘Ετσι, όλες οι ιστορικές συγκρουσιακές αντιφάσεις του ελληνικού συστήματος, συναιρούνται αλχημιστικά σε μια «ομοιογενή αυτογνωσία» που αναγνωρίζει ως οικείο και γενέθλιό της τον χώρο και τον χρόνο του «ευρωπαϊκού γίγνεσθαι». Η «Καθημερινή»(Κυριακή, 19 Ιουλίου) ξελαρυγγιάζεται ότι «αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι ένα νέο αφήγημα» του οποίου τη διαμόρφωση θεμελιώνει στο ..νυν υπέρ πάντων ο αγών ενάντια στο Grexit: διότι, βεβαίως, κάτι τέτοιο το αντιλαμβάνεται σαν αφύσικη εκτροπή από την ιστορική μας κοίτη. Καθαρά πράγματα: όχι απλώς «άλλη πολιτική», αλλά «άλλο αφήγημα»(προσφιλέστατη λεξούλα στον Σύριζα..)…

O σεφερικός «καημός της Ρωμιοσύνης»

Οικονομολογία, δημοσιολογία και ιστοριογραφία, στρατεύονται σε μια «τεκμηρίωση» της τάχα «ριζικής» μας ευρωπαϊκότητας που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ λόγω ενός ανεδαφικού ρομαντισμού ελληνοκεντρικής στριγγλιάς. ‘Ετσι, ο σεφερικός «καημός της Ρωμιοσύνης» διαστρέφεται πλήρως, αναποδογυρίζει κυριολεκτικά, και φτάνει να απηχεί τον «καημό των μεταπρατικών ελίτ» για αναπροσδιορισμό της προνομιούχας θέσης τους σε ένα αναπροσδιορισμένο προτεκτοράτο. ‘Όχι ο «τρόπος ζωής» αλλά η ίδια η ζωή, η φυσική ύπαρξη, γίνονται τρομοκρατικά επιχειρήματα για έναν εξοργιστικό ψυχαναγκασμό στην καθημερινότητα(δείτε την..άστοχη κίνηση με το κλείσιμο των τραπεζών, και τη συνειρμική του αναμόχλευση των συμφορών από την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα…).

Σαν τάχα παιδί ορφανό και αγνώστων γονέων, που ξάφνου ξαναβρίσκει τους χαμένους γεννήτορες  και ενσωματώνεται στην «οικογένεια», αναιρώντας την ως τότε χτισμένη του ταυτότητα, αφού συνάντησε το πεπρωμένο του και τους όρους της υπαρκτικής μεταφυσικής του. Πλέον, δεν θα επιλέγει, αλλά απλώς θα «πράττει οικογενειακά». Τι οργουελικά που γίνεται η ζωή μοντέλο και η μοίρα project.

Τα Μνημόνια, σε ένα βαθύ επίπεδο, ξεπερνούν το οικονομικοταξικό και προσδιορίζονται στους πυρήνες του πολιτισμού. ‘Όχι γενικά, αλλά σε περιπτώσεις όπως η Ελληνική, όπου, σύμφωνα με τον Κωστή Μοσκώφ «[….]η πανταχού παρούσα πραγματικότητα της εξάρτησης, της αλλοτρίωσης αυτής του εθνικού και κοινωνικού μας γίγνεσθαι στη συλλογική μας Μητρόπολη, στην ανεπτυγμένη Δύση. Γιατί η αλλοτρίωση, που στην ανεπτυγμένη Δύση είναι ένα κυριαρχικός στοιχείο μόνο του κοινωνικού γίγνεσθαι, στη χώρα μας-μόνη εξαίρεση σ’ όλη την Ευρώπη-αποτελεί καθοριστικός στοιχείο και του εθνικού μας γίγνεσθαι». Ο αφανισμός του αγροτικού κόσμου, η εξόντωση των μικρομεσαίων στρωμάτων, η παράδοση του νησιωτικού τουρισμού στις πολυεθνικές του «τουριστικού προϊόντος», ο περιορισμός των στρατιωτικών δαπανών, η εκποίηση της εθνικής περιουσίας : δεν δικαιολογούνται από καμιά «βιωσιμότητα του χρέους», δεν «καλύπτονται» από καμιά κοινοβουλευτική ρητορική περί «εθνικού συμφέροντος», αφού συνιστούν «υλική» αποδόμηση του τόπου στη δυναμική ενσωμάτωσης σε ένα πολυεθνικό χωνευτήρι σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου.

Αυτό που ιστορικά έχει ταυτοποιηθεί ως εγγενής διάσταση του ελληνισμού σε «δυτική» και «ανατολική» ροπή, στην πραγματικότητα ήταν η δομική «αντίφαση» ενός «συστήματος» που διυπήρχε μέσω της διαρκούς κίνησης και διάχυσής του. Η αυτοαναφορικότητα και ο συνεχής νόστος αυτού του γίγνεσθαι, εξασφάλιζε τη συνοχή τού υποκειμένου μέσω και ενός αστείρευτου «αντιστασιακού φρονήματος» αλλά και ενός φαντασιακού θεμελιωμένου σε μια «μεταφυσική» πεποίθηση χωροχρονικής συνέχειας. Η βαθιά τομή του 1922, δεν κατένευσε στον δυτικό μονόδρομο(αντιθέτως, θα έλεγα, σε επίπεδο εθνικής λαϊκής συνείδησης..), αλλά σίγουρα «έκλεισε» την παρωχημένη προβληματική περί Γένους και τοποθέτησε τον «καημό της Ρωμιοσύνης» στα ρεαλιστικά όρια ενός ευάλωτου εθνοκρατικού σχηματισμού σε κρίσιμο γεωγραφικό σημείο.

Ο παραδοσιακός  «πολιτισμικός διχασμός», ξεπερνώντας τη φενάκη των ξενοπροσδιορισμένων κομμάτων του 19ουαι., πήρε τη ρεαλιστική μορφή της διαπάλης ανάμεσα σε ένα πελατειακό κράτος που πάσχιζε να «μας κάνει Δύση» και σε ένα «λαό» που «ενστικτικά» εναντιωνότανε και πολέμαγε να διατηρήσει την «αντίφασή του». Μετά την Καταστροφή, η εκβιομηχάνιση, που είχε από χρόνια προχωρήσει, «συναντήθηκε» με τους ξεριζωμένους απόκληρους της Ιωνίας, και σχηματίστηκε ένα κοινωνικό-ανθρώπινο υπόβαθρο  «δυτικής ολοκλήρωσης» : έτσι, οι παλιές αντιθέσεις των «φατριών», υποχώρησαν εμπρός σε μια νέα πολιτική πόλωση ,δυτικής κοπής, σχηματοποιημένη ως Δεξιά(συντηρητισμός) – Αριστερά(οι «δυνάμεις της προόδου»).

Manos_2

            Οι ιεραπόστολοι του «Ευρωπαϊκού Ευαγγελίου»

Η «ιδεολογία της ανάπτυξης» και το φετίχ της «προόδου» όρισαν μια κρατική ιδεολογία που ποτέ δεν σεβάστηκε την ελληνική ιδιοπροσωπία  και πάντα προσπαθούσε να αυτοσυντηρηθεί ως «συλλογικός μεταφεουδαρχικός κηδεμόνας» αλλά σε προοπτική «δυτικού εκσυγχρονισμού». Σε τούτο το θλιβερό όσο και καταστροφικό παιχνίδι, εντάχθηκε και η ελληνική Αριστερά, δέσμια εκ γενετής της μαρξιστικής εκδοχής του «δυτικού παραδείγματος». Και είναι η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να «ολοκληρώσει» αυτό τον εθνικό όλεθρο, ακριβώς γιατί είναι έξω από τις βαθιές συστημικές «αμαρτίες» και γιατί αυτό που για τους συστημικούς είναι επιταγή των ταξικών εξαρτήσεων και αναφορών, για την Αριστερά είναι ψυχή της, ιδεολογία της, φιλοσοφικό της πιστεύω.

Να γιατί η Αριστερά ανέκαθεν ήταν μια δύναμη «προδοσίας των λαϊκών αγωνιών», δηλαδή ένας πολιτικός λόγος  που ο ριζοσπαστισμός του συντασσόταν στη φανταστική σφαίρα των δυτικών ιδεολογιών και ως εκ τούτου, αργά ή γρήγορα, ερχότανε σε ρήξη με το «αντιφατικό» υπέδαφος της εθνικολαϊκής συνείδησης. ‘Όχι «προδότης» με την έννοια του δωσίλογου(αυτός ο ρόλος ανήκε ανέκαθεν στη Δεξιά του οργανικού γραικυλισμού), αλλά με την έννοια του συνεπούς δυτικολάγνου ριζοσπάστη που τελικά, λόγω ακριβώς της συνέπειάς του, βιώνεται από τον λαό σαν οιονεί «αποστάτης», σαν αυτοκαθοριζόμενη περίκλειστη ηγεσία αποκομμένη από τα ηφαίστεια της λαϊκής ψυχής. Εδώ κρύβεται και ένας από τους δραστικότερους παράγοντες ισχυρής μακροημέρευσης του ακροδεξιού-φασιστικού φαινομένου εν Ελλάδι.

 Η Αριστερά της σύμπλευσης με τους μοναρχικούς στην Καταστροφή, η Αριστερά του «πράκτορα και τυχοδιώκτη Βελουχιώτη», η Αριστερά με τις «νοβαλτζίνες» και τους «πυροσβέστες» στα Ιουλιανά, η Αριστερά των «300 προβοκατόρων» του 73, η Αριστερά που από το αβαντάρισμα του μεταχουντικού καραμανλισμού μεταβαίνει σε έναν μίζερο όσο και δραστικό εθνομηδενισμό σαν «αριστερά» του σημιτισμού, η Αριστερά εμπροσθοφυλακή της κρατικής καταστολής μπροστά στο Κοινοβούλιο…

Ο Σύριζα, υπό την διακριτική υποστήριξη των «ορθοδόξων», πάει «στα άκρα» το ιστορικό πρόγραμμα του αφανισμού της «ελληνικής περίπτωσης», έτσι ώστε, με καθυστέρηση αιώνων, να ισχύσει και εδώ «η τάξη βασιλεύει στην Βαρσοβία». «Αποικία χρέους», «Ειδική Οικονομική Ζώνη», πείτε το όπως θέλετε: θα είναι απλώς ένας «χώρος», όχι πατρίδα και Τόπος, αλλά Χώρα, δηλαδή απλή γεωγραφική μάζα αδρανών υλικών, με πληθυσμό και όχι Λαό, μια οικονομική επαρχία σε ένα σύστημα διεθνικής ηγεμονίας με χρηματοπιστωτική θέσμιση.

Η ελπίδα μας βρίσκεται έξω από τους οικονομικούς προσδιορισμούς, καθώς η ύπαρξή μας ανέκαθεν βίωνε το οικονομικό-παραγωγικό όχι σαν αυτοσκοπό ενός πολιτισμικού μοντέλου αλλά σαν φυσική προέκταση και ανάγκη του φαινομένου της συλλογικής ζωής. Τυπικό όριο αυτής της στάσης ζωής είναι η ρήξη με την ΕΕ  και η δρομολόγηση διαδικασιών εθνικού αυτοκαθορισμού, πάντα υπό την αίσθηση των καταστάσεων που ορίζουν το είναι και το γίγνεσθαι των σύγχρονων καιρών. Επ’ αυτού «παίζουν» δύο προσεγγίσεις.

Α) η ενσωμάτωση σαν «μοιραία εγγενής δυναμική» – είναι η κλασική «δυτική τάση» που «κρατάει» από τους κύκλους των «Λογίων της Διασποράς» και εκφράζει την εγκατάλειψη της «Βυζαντινής παρένθεσης»  υπέρ της ολοκλήρωσης των «ελληνορωμαϊκών» πεπρωμένων. Σταθερή «Πέμπτη φάλαγγα» της Προστασίας, τρέπεται τώρα σε ιεραπόστολο του «Ευρωπαϊκού Ευαγγελίου», καθώς πάντα λειτουργούσε με περιορισμένη αυτονομία και αυτή εντελώς της κρατικοκομματικής επιβίωσης.

Β) η ΕΕ σαν άμυνα απέναντι στον «εξ Ανατολών κίνδυνο» – είναι μια, ας πούμε, καινοφανής θεώρηση που, εν ονόματι της απειλής του Νεοοθωμανισμού, προκρίνει την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση ως «άμυνα» του ελληνισμού και, προοπτικά, ως ευρωανασυγκρότησή του. Η προσέγγιση αυτή αυτοπαρουσιάζεται με «ριζοσπαστικό» πρόσημο, αλλά στην ουσία της καταφάσκει την ευρωαφομοίωση του τόπου, δεδομένου ότι πλέον δεν ισχύει μια εξωτερική σχέση ηγεμονίας(«εμείς» εδώ-οι Οθωμανοί /’Αγγλοι /Αμερικάνοι κ.λπ. εκεί) αλλά μια οργανική σχέση αφομοίωσης : δεν μιλάμε για μια οικονομική σύμπραξη απλώς, αλλά για μια μορφή της παγκοσμιοποιητικής ισοπέδωσης. ‘Ηδη η ΕΕ προπαρασκευάζει την «κυβέρνησή» της, σε ένα οικονομικοπολιτιστικό πλαίσιο προηγμένου καπιταλισμού της «απογειωμένης»  εμπορευματικής κυριαρχίας. Είναι μια επανέκδοση του Φαναριωτισμού και της λογικής των εκκλησιαστικών «προνομίων», εντελώς εκτός ιστορικής διαλεκτικής.

Ο Σύριζα, εξ ολοκλήρου «συστατικό» της μεταπολιτευτικής ευρωκεντρικής εθνικής «αυτοθέσμισης», είναι μια ακόμα συστημική εφεδρεία. Στο προαναγγελθέν φιάσκο του, ωστόσο, δεν ανιχνεύεται μια ακόμα αποτυχημένη συστημική μανούβρα, αλλά, πολύ πέραν αυτού, η ανάδειξη των βαθύτερων δυναμικών της Μνημονιακής λαίλαπας. Η Αριστερά, αυτή η παγκοσμίως και τοπικά χρεοκοπημένη μεταρρυθμιστική δύναμη, επωμίζεται την ευθύνη μιας ριζικής εθνικής αλλοτρίωσης υπό το πρόσχημα της «κοινωνικής σωτηρίας». Αγνοώντας ότι εν Ελλάδι, το κοινωνικό και το εθνικό συμβαδίζανε στους καθορισμούς τους, συναιρούνταν σε μια πράξη και μια συνείδηση ενιαίου γίγνεσθαι.