Εγώ, η Όλγα: κατάδυση στον ψυχικό κόσμο της τελευταίας γυναίκας που καταδικάστηκε σε θανατική ποινή στην Τσεχοσλοβακία

Η ιστορία της Όλγας Χεπνάροβα, μιας περιθωριοποιημένης φιγούρας, που θέλησε να ταρακουνήσει με την πράξη της την αδρανή σοβιετόφιλη κοινωνία

| 06/02/2019

Το τελευταίο διάστημα έχουν προκύψει μια σειρά ταινιών που αναστοχάζονται την κοινωνική κατάσταση σε χώρες του ανατολικού μπλοκ την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, με ανάμεικτα αποτελέσματα(Cold War για την Πολωνία, Σιωπηλή Επανάσταση για την Ανατολική Γερμανία). Ταινίες λοιπόν ιδωμένες από μια όχι και τόσο κομμουνιστική σκοπιά επιδιώκουν να αποδώσουν το πνεύμα της «εποχής», που καταλήγει να περιορίζεται στην περιγραφή ενός καθεστώτος, που με την πρόφαση της χειραφέτησης και της κοινωνικής προόδου καταπιέζει τον λαό. Η παρούσα ταινία αν και επιχειρεί να θίξει τα κακώς κείμενα της Τσεχοσλοβακίας του ’70, λόγω της σκηνοθετικής επιλογής να ασχολείται αποκλειστικά με την πρωταγωνίστρια, κάνει μια επιφανειακή πολιτική κριτική.

Η ζωή της Όλγας χαρακτηρίζεται από μια σειρά καταπιεστικών καταστάσεων από το σχολείο, το οικογενειακό περιβάλλον, την ετεροκανονικότητα που προβάλλει η πατριαρχία. Ο εξ’ αρχής δυσλειτουργικός χαρακτήρας την οδηγεί σε ξεσπάσματα βίας, καθώς δεν μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά της. Μην μπορώντας λοιπόν να υπερασπιστεί τον εαυτό της πέφτει θύμα bullying, προσπαθεί μάταια να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της αυστηρής μητέρας και χωρίς καμία εξειδίκευση, δουλεύει ως επαγγελματίας οδηγός. Η συμπεριφορά της ανατρέπει από κάθε άποψη την παραδεδομένη εικόνα της γυναίκας και οι ομοερωτικές σχέσεις της έρχονται πρόσκαιρα να γεμίσουν την καταθλιπτική, ανιαρή καθημερινότητα. Η Όλγα είναι το τυπικό παράδειγμα ενός «αποκειμένου» όπως θα λέγαμε σήμερα, δηλαδή ενός υποκειμένου που δαιμονοποιείται, που πετιέται έξω από την περίφραξη της κοινωνικής αξιοπρέπειας γιατί αποτελεί εξ ορισμού μη-επιβεβαιώσιμο, μη-ενοποιήσιμο, γιατί δεν έχει μια δική του (αφεαυτού) θετική ύπαρξη, αλλά είναι απλά η άρνηση κάποιου άλλου. Η πράξη της Όλγας που στοίχισε την ζωή τόσων ανθρώπων έγινε ως άρνηση της «κοινωνικής αδράνειας», όπως δηλώνει η ίδια στο  δικαστήριο. Η ομολογία της είναι καθοριστική: αν και λευκή γυναίκα, αρνείται τα όποια προνόμια της έχουν δωθεί κοινωνικά και πολιτικά, γιατί ουσιαστικά αρνείται να επιτελέσει τον κοινωνικό της ρόλο όντας και λεσβία.

Η ταινία θεωρείται σε μεγάλο βαθμό βιογραφική, εφόσον έχει προηγηθεί πλήθος ερευνών από το σκηνοθετικό δίδυμο Πετρ Κάζντα και Τόμας Βαίνρεμπ προς το πρόσωπο της Όλγας, αν και θα μπορούσαμε να κααλήξουμε στο ότι έχουμε μια τυπική ταινία ερμηνείας, Η ηθοποιός Michalina Olszanska παίρνει πάνω της ολόκληρη την ταινία ερμηνευτικά, χωρίς να υπάρχει πλάνο που να μην αποτυπώνει κάθε πτυχή στο ανέκφραστο πρόσωπό της. Εξάλλου αναφερόμαστε σε ένα άτομο που μέσα από μια πορεία ζωής κατέληξε «να σκοτώσει εν ψυχρώ τόσους ανθρώπους, όμως ο στόχος της ήταν να ταρακουνήσει την κοινωνία και να δράσει με μία αντίδραση κι όχι με αδράνεια μπροστά σε αυτό που της συνέβη» σύμφωνα με την ηθοποιό. Έτσι η ταινία κινείται νωχελικά ανάμεσα στα ασήμαντα περιστατικά της ζωής της Όλγας που ωστόσο προοικονομούν το τραγικό τέλος, γιατί διακόπτονται από εξάρσεις θυμού και σιωπηλά διαστήματα μοναξιάς. Τα ασπρόμαυρα πλάνα αποδίδουν πλήρως το συντηρητικό, αυστηρό και μουντό περιβάλλον, με το βλέμμα της να γίνεται το κέντρο κάθε καρέ.

H πρωταγωνίστρια είναι ένα τυπικό παράδειγμα ατόμου με ψυχολογικά προβλήματα που εξαιτίας του ανάλγητου κοινωνικού περιβάλλοντος, καταλήγει σε εγκληματικές, παραβατικές συμπεριφορές. Χωρίς ακριβώς να γίνεται αρχικά αντιληπτό το κίνητρο για το οποίο ζητά η ίδια την θανατική ποινή, μοιάζει η ίδια να ζητά την προσοχή με αυτή την δημόσια πράξη της και μάλιστα αποκτά την επιδιωκούμενη «ορατότητα». Ήδη την δεκαετία του ’70 άρχισε να γίνεται κριτική και αναθεώρηση των βασικών αρχών ψυχολογίας, η οποία μάλλον θα κατέληγε στην μη φυλάκισή της καθώς φαίνεται στο περιβάλλον της φυλακής ότι τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας βρίσκονται σε έξαρση. Συμπερασματικά, η Όλγα υπήρξε ένα άτομο που δέχτηκε πολλές μορφές βίας και ζώντας αποξενωμένη στην μετέπειτα ζωή της, προέβη στην έσχατη πράξη της δολοφονίας, χωρίς όμως το περιεχόμενο της πράξης της να είναι αντικομμουνιστικό, αλλά κυρίαρχα πολιτικό: ενάντια στις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και τον κρατικό έλεγχο.

Η ταινία «Εγώ, η Όλγα» αποτέλεσε επίσημη συμμετοχή στο φεστιβάλ Βερολίνου το 2016 και προβάλλεται στην Ελλάδα σε επιλεγμένους κινηματογράφους σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.