Εδουάρδο Γκαλεάνο: «Κυνηγός Ιστοριών»
Το «Περιοδικό» προδημοσιεύει αποσπάσματα από το τελευταίο βιβλίο του σπουδαίου συγγραφέα
Έχουμε την χαρά να προσφέρουμε στους αναγνώστες του «Περιοδικού», προδημοσιευμένα αποσπάσματα από το τελευταίο βιβλίο του Εδουάρδο Γκαλεάνο, «Κυνηγός Ιστοριών», βιβλίο που δεν πρόλαβε να το δει δημοσιευμένο, το οποίο κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις «Πάπυρος», σε μετάφραση Ισμήνης Κανσή.
Μάλλον, το πιο προσωπικό του καθώς σε αυτό διάλεξε να παραθέσει πράγματα και θέματα που επηρέασαν την ζωή και τα λεγόμενά του. Οι ιστορίες των ταπεινών ανθρώπων της ηπείρου του και όχι μόνο, οι λαϊκοί μύθοι, η βία της εξουσίας και η εξέγερση εναντίον της, η επανάσταση, οι ιστορίες των λαών της Λατινικής Αμερικής, οι γυναίκα και ο έρωτας, η τέχνη και η τέχνη του ποδοσφαίρου. Ακόμη, η ανάγκη του να μιλήσει για την παιδική του ηλικία, τα πρόσωπα που τον επηρέασαν, η αγάπη για τα ταξίδια που έκανε και πως αντιμετώπιζε τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου. Με το γνωστό ακατανίκητο χιούμορ και την πικράδα των εκφράσεών του και, βεβαίως, τα σκίτσα του, όλος ο θαυμαστός κόσμος του Γκαλεάνο σε 264 σελίδες!
[hr]
Επαναλάβετε την εντολή, παρακαλώ
Τη σημερινή εποχή, η παγκόσμια δικτατορία του εμπορίου υπαγορεύει εντολές λίγο πολύ αντιφατικές:
Πρέπει να σφίξουμε το ζωνάρι και πρέπει να κατεβάσουμε τα παντελόνια.
Οι εντολές που κατεβαίνουν από τον ουρανό δεν έχουν περισσότερη συνοχή, για να πούμε την αλήθεια. Στη Βίβλο (Έξοδος 20), ο Θεός προστάζει:
Ου φονεύσεις.
Και στο επόμενο κεφάλαιο (Έξοδος 21), ο ίδιος Θεός προστάζει να σκοτώσουμε για πέντε διαφορετικούς λόγους.
***
Ενωμένες φωλιές
Ίσως η αλληλοβοήθεια και η συλλογική συνείδηση να μην είναι ανθρώπινες επινοήσεις.
Ίσως τις ομαδικές κατοικίες, για παράδειγμα, να τις εμπνεύστηκαν από τον κόσμο των πουλιών.
Στη Νότια Αφρική, και σε άλλα μέρη, εκατοντάδες ζευγάρια πουλιών συγκεντρώνονται για να χτίσουν τις φωλιές τους ομαδικά, βοηθώντας το ένα τ’ άλλο. Κι αυτό συνέβαινε ανέκαθεν. Αρχίζουν χτίζοντας μια μεγάλη σκεπή από άχυρα, και κάτω από αυτή το κάθε ζευγάρι πλέκει τη φωλιά του, η οποία ενώνεται με τις άλλες, κι έτσι δημιουργείται ένα μεγάλο συγκρότημα διαμερισμάτων, που αναρριχάται στα κλαδιά μέχρι την κορφή του δέντρου.
***
Προφητείες
Ποιος περιέγραψε καλύτερα την παγκόσμια εξουσία, έναν αιώνα πριν από την εποχή του;
Δεν ήταν ούτε φιλόσοφος ούτε κοινωνιολόγος ή πολιτικός.
Ήταν ένα παιδί με το όνομα Νέμο, που εκεί γύρω στο 1905 εξέδιδε τις περιπέτειές του σε σχέδια του Ουίνσορ ΜακΚέι, στην εφημερίδα New York Herald.
Ο Νέμο ονειρευόταν το μέλλον.
Σε ένα από τα πλέον προφητικά όνειρά του, έφτασε μέχρι τον Άρη.
Εκείνος ο δύσμοιρος πλανήτης βρισκόταν στα χέρια του επιχειρηματία που είχε συνθλίψει τους ανταγωνιστές του, κι ασκούσε το απόλυτο μονοπώλιο.
Οι Αρειανοί έμοιαζαν χαζοί, γιατί μιλούσαν και ανέπνεαν λίγο.
Ο Νέμο είχε καταλάβει γιατί: ο αφέντης του Άρη είχε ιδιοποιηθεί τις λέξεις και τον αέρα.
Τα κλειδιά της ζωής, τις πηγές της εξουσίας.
***
Σύντομη αναδρομή της σύγχρονης ιστορίας
Εδώ και μερικούς αιώνες, οι υποτελείς έχουν μεταμφιεστεί σε πολίτες, και οι μοναρχίες προτιμούν να αποκαλούνται δημοκρατίες.
Οι τοπικές δικτατορίες, που λένε ότι είναι δημοκρατίες, ανοίγουν τις πόρτες τους στο σαρωτικό πέρασμα του παγκόσμιου εμπορίου. Σε αυτό τον κόσμο, όπου βασιλεύουν οι ελεύθεροι, όλοι είμαστε ένας. Όμως, είμαστε ένας, ή μήπως κανένας; Αγοραστές ή αγορασμένοι; Πωλητές ή πουλημένοι; Κατάσκοποι ή θύματα κατασκοπείας;
Ζούμε φυλακισμένοι πίσω από αόρατα κάγκελα, προδομένοι από τις μηχανές που, στην υπηρεσία των αφεντικών τους, προσποιούνται υπακοή και λένε ψέματα, ατιμώρητες.
Οι μηχανές διατάζουν στα σπίτια, τα εργοστάσια, τα γραφεία, τις αγροτικές καλλιέργειες, τα ορυχεία και τους δρόμους των πόλεων, όπου οι πεζοί είμαστε εμπόδια στην κυκλοφορία των οχημάτων. Οι μηχανές διατάζουν επίσης στον πόλεμο, όπου σκοτώνουν το ίδιο ή περισσότερο απ’ ό,τι οι ένστολοι πολεμιστές.
***
Αφροδίτη
Πριν από λίγο καιρό η Καταλίνα και ο Φελίπε ανακάλυψαν τη θάλασσα, και δεν μπορούσες να τους βγάλεις με τίποτα από το νερό. Περνούσαν τις μέρες τους χοροπηδώντας στα κύματα, ενώ στην αμμουδιά βρισκόντουσαν πεταμένα και ξεχασμένα τα κουβαδάκια και τα φτυαράκια.
Ένα βράδυ τούς είπα μια ιστορία:
— Υπήρχε κάποτε μια γυναίκα που την έλεγαν Αφροδίτη. Είχε γεννηθεί από τον αφρό της θάλασσας. Μου φαίνεται κι εσείς απ’ αυτόν έχετε γεννηθεί.
Την επομένη, άκουσα τις φωνές τους, μέσα από τα κύματα.
Φώναζαν στον αφρό:
— Μαμά!
***
Σε μια άλλη συνάντηση, στην Αθήνα, με τους φοιτητές του Πολυτεχνείου, με είχε πάρει από πίσω ένα σκυλί, ο Κανέλος.
Είχε κουλουριαστεί στα πόδια μου, στην εξέδρα. Εγώ δεν τον γνώριζα, όμως αυτός είχε την υπομονή να με ακούσει, από την αρχή μέχρι το τέλος, με το κεφάλι ψηλά. Ο Κανέλος ήταν ένας σκύλος ράτσας σκύλου, αδέσποτος, ατίθασος, επαναστάτης, που δεν έλειπε ποτέ από καμιά φοιτητική διαδήλωση, πάντα επικεφαλής, αψηφώντας τους αστυνομικούς.
Εφτά χρόνια αργότερα, το 2010, ξέσπασε η ελληνική οργή. Οι φοιτητές βρισκόντουσαν επικεφαλής της διαδήλωσης εναντίον των εξολοθρευτών της χώρας, που υποχρέωναν την Ελλάδα να πληρώσει για τις αμαρτίες της Ουόλ Στριτ, και μπροστά μπροστά διέκρινες, ανάμεσα στα δακρυγόνα και τις φωτιές, ένα σκυλί. Τον αναγνώρισα στις φωτογραφίες. Ήταν ο Κανέλος. Όμως οι
Έλληνες φίλοι μου με πληροφόρησαν ότι ο Κανέλος είχε πεθάνει πριν από ενάμιση χρόνο.
Εγώ επέμενα ότι έκαναν λάθος. Εκείνος ο διαδηλωτής σκύλος, εκείνος ο άγαρμπος αγανακτισμένος, ήταν ο Κανέλος. Τώρα τον έλεγαν Λουκάνικο, για να παραπλανήσει τον εχθρό.
***
Γιατί γράφω / 1
Θέλω να σας πω μια ιστορία, πολύ σημαντική για μένα: την πρώτη μου εμπειρία στο γράψιμο. Ήταν η πρώτη φορά που το επάγγελμα του συγγραφέα με προκαλούσε.
Συνέβη στο χωριό Λιαλιάγουα της Βολιβίας. Πέρασα εκεί λίγο καιρό, στην περιοχή των ορυχείων. Την προηγούμενη χρονιά είχε γίνει, στο ίδιο ακριβώς μέρος, μια σφαγή· ο δικτάτορας Μπαριέντος είχε εκτελέσει τους μεταλλωρύχους που γιόρταζαν πίνοντας και χορεύοντας τη νύχτα του Αϊ-Γιαννιού. Ο δικτάτορας είχε διατάξει πυρ από τα υψώματα που περιτριγυρίζουν το χωριό.
Η σφαγή του Αϊ-Γιαννιού ήταν μια τρομερή σφαγή, κι εγώ έφτασα περίπου ένα χρόνο αργότερα, το ’68, και παρέμεινα στο μέρος, χάρη στις ικανότητές μου ως σκιτσογράφος. Γιατί, ανάμεσα σε τόσα άλλα, πάντα ήθελα να κάνω σκίτσα, όμως ποτέ δεν τα κατάφερα αρκετά καλά, ώστε να νιώσω ελεύθερο το πεδίο μπροστά μου, ανάμεσα στον κόσμο και σε μένα.
Το πεδίο ανάμεσα στο τι μπορούσα και στο τι ήθελα να κάνω ήταν τεράστιο, όμως σε μερικά πράγματα δεν τα πήγαινα άσχημα, όπως για παράδειγμα όταν σχεδίαζα πορτρέτα. Κι εκεί, στο Λιαλιάγουα, έφτιαξα το πορτρέτο όλων των παιδιών των μεταλλωρύχων, έκανα τις αφίσες για το καρναβάλι, για τα δημόσια θεάματα, έκανα λίγο απ’ όλα. Ήμουνα και καλός στη στιχομυθία, και τότε με υιοθέτησαν. Πέρασα πολύ καλά σ’ εκείνη την άθλια παγωνιά, με τη φτώχεια πολλαπλασιασμένη από το κρύο.
Κι έφτασε η βραδιά του αποχαιρετισμού. Οι μεταλλωρύχοι φίλοι μου ετοίμασαν μια αποχαιρετιστήρια γιορτή με πολύ ποτό. Ήπιαμε τσίτσα και σινγκάνι, ένα είδος βολιβιανής γκράπας, πολύ γευστικής, αλλά πολύ δυνατής. Το γιορτάζαμε λοιπόν τραγουδώντας και λέγοντας ανέκδοτα, το ένα χειρότερο από το άλλο, όμως εγώ ήξερα ότι στις πέντε με έξι το πρωί, αν θυμάμαι καλά, θα σήμαινε η σειρήνα που θα τους καλούσε στη δουλειά, στο ορυχείο, κι όλα θα τέλειωναν· είχε έρθει η ώρα να πούμε αντίο.
Όταν πλησίαζε η στιγμή, με περιτριγύρισαν, σα να με κατηγορούσαν για κάτι, όμως δεν με κατηγόρησαν για τίποτα, ήθελαν να τους περιγράψω τη θάλασσα. Είπαν:
— Τώρα πες μας πώς είναι η θάλασσα.
Εγώ τα ’χασα, και δεν ήξερα τι να πω. Οι μεταλλωρύχοι ήταν άνδρες καταδικασμένοι να πεθάνουν νέοι, εξαιτίας της σκόνης σιλικόνης στα έγκατα της γης. Ο μέσος όρος ζωής στις στοές, εκείνη την εποχή, ήταν 30 με 35, δεν έφταναν παραπάνω. Ήξερα πως δεν θα έβλεπαν ποτέ τη θάλασσα, ότι θα πέθαιναν πολύ νωρίτερα απ’ οποιαδήποτε πιθανότητα που θα είχαν να τη δουν, καθώς, συν τοις άλλοις, ήταν καταδικασμένοι από τη φτώχεια να μην μπορούν να πάνε πουθενά πέρα από το πάμφτωχο Λιαλιάγουά τους. Γι’ αυτό κι εγώ είχα την ευθύνη να τους πάω στη θάλασσα, έπρεπε να βρω τα λόγια που θα τους έκαναν να βρέξουν τα πόδια τους. Εκείνη ήταν η πρώτη πρόκληση που είχα ως συγγραφέας, κι ένιωσα πως το γράψιμο σε κάτι χρησίμευε.