Εκλογές στην Ινδία
Ο δεύτερος θάνατος του Γκάντι
Οι εκλογές που ολοκληρώθηκαν την περασμένη Δευτέρα 12 Μαΐου στην Ινδία ανέδειξαν νικητή το αδιαφιλονίκητο φαβορί, τον ηγέτη του εθνικιστικού κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP). Ο αγγλόφωνος Τύπος είχε προαναγγείλει από καιρό την «ανάρρηση στην εξουσία ενός φασίστα», ενώ πιο μετριοπαθείς φωνές έκαναν απλώς λόγο για «τον πιο διχαστικό πολιτικό και μακράν τον χειρότερο από τους συνυποψηφίους του». Γεγονός είναι ότι ο Ναρέντρα Μόντι έχει συνδέσει την πολιτική του καριέρα με το πογκρόμ που προκάλεσαν φανατικοί ινδουιστές εναντίον μουσουλμάνων πριν 12 χρόνια και με την παραστρατιωτική εθνικιστική οργάνωση RSS, από την οποία προερχόταν ο δολοφόνος του Μαχάτμα Γκάντι. Αλλά όχι μόνο: είναι ο ίδιος που ενσαρκώνει έναν «μπερλουσκονισμό αλά ινδικά» διατηρώντας τις καλύτερες σχέσεις με τον επιχειρηματικό κόσμο κι όσους φιλοδοξούν να επενδύσουν στο νέο, πολυάριθμο, φτηνό εργατικό δυναμικό της χώρας.
Ο Ναρέντρα Μόντι διαθέτει εδώ και χρόνια το δικό του κανάλι, όπως άλλωστε κάθε «επίδοξος Μπερλουσκόνι» που σέβεται τον εαυτό του. Δεν είναι το μόνο μέσο που χρησιμοποίησε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για να προσεγγίσει τα 50 εκατομμύρια νέων ψηφοφόρων ηλικίας κάτω των 23 ετών. Χιλιάδες κομματικά στελέχη φρόντιζαν να τροφοδοτούν το facebook και το twitter με δηλώσεις ή εκδηλώσεις του προέδρου, ενώ στους δρόμους των μεγαλύτερων πόλεων κυκλοφορούσαν κινητά «smart namo» με ενσωματωμένη εφαρμογή για την πλοήγηση στο πολιτικό πρόγραμμα του BJP.
Ωστόσο η τηλεόραση ήταν το βαρύ πυροβολικό της μιντιακής προπαγάνδας του Μόντι. Το κανάλι Namo φιλοξένησε αρκετές στημένες συνεντεύξεις – «αγιογραφίες» του 63χρονου πολιτικού μέσα από τις οποίες φιλοτεχνήθηκε το προφίλ του «αυτοδημιούργητου» που τα κατάφερε στη ζωή του χωρίς τη στήριξη από πολιτικά τζάκια ή άλλες δυνάμεις.
Το υπονοούμενο για τον υποψήφιο του Κόμματος του Κογκρέσου Ραχούλ Γκάντι (γόνου των οικογενειών Γκάντι και Νεχρού) ήταν κάτι περισσότερο από σαφές. Οι τηλεθεατές θα πρέπει να εμπέδωσαν και κάτι ακόμα μετά από τόση επανάληψη: ο Μόντι ξεκίνησε ως ένας μεροκαματιάρης πωλητής τσαγιού. Μάλλον όμως δεν άκουσαν λέξη για το πιο πρόσφατο παρελθόν του, το οποίο συνδέεται με τη σφαγή περισσότερων από 1000 μουσουλμάνων, το Μάρτιο του 2002. Ο Μόντι είχε εκλεγεί μόλις πριν έξι μήνες πρωθυπουργός του ομόσπονδου κρατιδίου του Γκουτζαράτ, όταν σημειώθηκε φωτιά σε τρένο που μετέφερε ινδουιστές προσκυνητές στην περιοχή. Ο ίδιος φρόντισε να εκτεθούν τα 58 θύματα του δυστυχήματος σε κοινή θέα, δημιουργώντας ταυτόχρονα κλίμα εθνικιστικής υστερίας εναντίον των «ενόχων από το Πακιστάν». Αποδείξεις μπορεί να μην υπήρξαν για κάτι τέτοιο, ωστόσο οι φήμες ήταν αρκετές για να ξεσπάσουν φονικές συγκρούσεις σε βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού της περιοχής. Η υπόθεση δεν διαλευκάνθηκε ποτέ από τη δικαιοσύνη κι έτσι σήμερα ο Μόντι επιμένει ότι δεν είχε καμία εμπλοκή στα γεγονότα.
Σε κάθε περίπτωση ο ίδιος συνιστά την ιδανική έκφραση του πολιτικού ρεύματος που έχει ταυτιστεί στη Γαλλία με τη Μαρίν Λεπέν, στη Ρωσία με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, στην Τουρκία με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και προσφάτως στην Ιαπωνία με τον Σίνζο Άμπε.
Ο λόγος του δομείται πάνω στην τρομοκρατικού τύπου υστερία για την «εθνική ασφάλεια» και την έξωθεν απειλή που δέχεται η χώρα, στην κατάδειξη των «εχθρών του έθνους» που συναποτελούν (άλλοτε ως συνονθύλευμα και άλλοτε ξεχωριστά) οι Μουσουλμάνοι, οι Εβραίοι και οι ομοφυλόφιλοι και ασφαλώς πάνω στο κατασκεύασμα που λέγεται έθνος-κράτος. Υπό το πρίσμα αυτό σχετικοποιείται –αν δεν εκμηδενίζεται- η αξία των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, η κοσμικότητα του κράτους και η ειρηνική συνύπαρξη του μωσαϊκού των θρησκευτικών, εθνοτικών και γλωσσικών κοινοτήτων που συνθέτουν τον πληθυσμό του 1,2 δισεκατομμυρίου Ινδών.
Η απολυταρχική, φασιστική ιδεολογία που συμπυκνώνεται στο δόγμα της hindutva (που θα μπορούσε να μεταφραστεί κάπως ελεύθερα ως «ινδουιστικότητα») είναι ο ένας από τους δύο πυλώνες της σκέψης του Μόντι. Η άνευ όρων παράδοση στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς και η με κάθε κόστος ανάπτυξη του επιχειρηματικού κεφαλαίου με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη αποτελούν το δεύτερο «μάντρα» της πολιτικής σκέψης του νέου πρωθυπουργού. Άλλωστε το βασικό επίτευγμα που διατυμπάνιζε κατά την προεκλογική εκστρατεία ήταν το ότι, χάρις στις δικές του προσπάθειες, εγκαταστάθηκαν στην επαρχία Γκουτζαράτ οι μονάδες συναρμολόγησης του Νάνο (του φτηνότερου αυτοκινήτου μαζικής παραγωγής που κατασκευάζει η ινδική Tata Motors). Οι δείκτες οικονομικής άνθησης της περιοχής σημείωσαν πράγματι θεαματική άνοδο επί των ημερών του, εν μέσω κάμψης των ρυθμών ανάπτυξης για το σύνολο της χώρας. Όμως το «νέο οικονομικό θαύμα του Γκουτζαράτ» βασίστηκε στις παλιές αρχές του νεοφιλελευθερισμού: περιορισμός της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, φοροαπαλλαγές και κάθε είδους διευκολύνσεις στα ιδιωτικά κεφάλαια και φυσικά ούτε λόγος για την εργασιακή εκμετάλλευση και την παιδική εργασία. Ενδεικτική των σχέσεων που διατηρεί ο Μόντι με το κεφάλαιο και της εμπιστοσύνης που τρέφουν προς το πρόσωπό του οι πιο εμβληματικοί εκπρόσωποί του στην Ινδία είναι η προ ετών δήλωση του ιδρυτή του κολοσσού της πληροφορικής Infosys, Ναραγιάνα Μέρθι, ότι [ο Μόντι] «αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό μάνατζερ της χώρας».
Η προσήλωση στην πιο επιθετική εκδοχή του καπιταλισμού, η αναμόχλευση του εθνικιστικού φρονήματος στις τάξεις των ινδουιστών και η υιοθέτηση μιας εξωτερικής πολιτικής μακριά από τη στρατηγική των «Αδεσμεύτων» και πιο κοντά στον φιλοαμερικανισμό δεν είναι νέα στοιχεία για το κόμμα που υποχρέωσε τους επιγόνους του Γκάντι σε συντριβή. Όμως αυτή τη φορά η διαφαινόμενη κοινοβουλευτική αυτονομία του BJP (καθώς μοιάζει πιθανό να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς τη στήριξη μικρότερων κομμάτων) σε συνδυασμό με την αυταρχική προσωπικότητα του Μόντι προκαλούν, δικαιολογημένα, αυξημένη ανησυχία στους πολιτικούς αναλυτές. Οι πιο ψύχραιμοι υποστηρίζουν ότι ο φονταμενταλισμός θα μείνει στα λόγια, ως στοιχείο συσπείρωσης του πιο φανατικού ακροατηρίου, προκειμένου να εφαρμοστεί το οικονομικό σκέλος του προεκλογικού προγράμματος, ως αναγκαία συνθήκη για την τόνωση της απασχόλησης και την επιστροφή σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (κοντά στο 7%).
Ακόμα όμως και χωρίς μιλιταριστικές εξάρσεις στη μεθόριο, ακόμα και χωρίς αιματηρές συγκρούσεις στο εσωτερικό, η Ινδία του Ναρέντρα Μόντι θα είναι μια χώρα του υπαρκτού «κοινωνικού δαρβινισμού και του ήπιου φασισμού» όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά σε άρθρο τους οι Times της Ινδίας*.