Εκλογές 2019: το ηχηρότερο μήνυμα ήταν το σιωπηλό

Όταν η βαθιά απογοήτευση είτε σιωπά είτε απορροφάται στην πεπατημένη, τότε κάτι δεν πάει καθόλου καλά

| 09/07/2019

Οι κάλπες έκλεισαν. Χωρίς καμία μεγάλη έκπληξη. Σαν εκείνες που κατεβάζουν κόσμο να χορεύει στους δρόμους. Οι κάλπες έκλεισαν με τρόπο τέτοιο που λίγο πολύ αρκετοί είναι ευχαριστημένοι. Δηλαδή σε επίπεδο αστικών κομματικών σχηματισμών. Η ΝΔ επικράτησε. Πήρε και την αυτοδυναμία. Ωστόσο δεν ξεπέρασε εαυτόν πετυχαίνοντας θρίαμβο όπως πολλοί ανέμεναν. Ούτε πέτυχε καμία πρωτοφανή διαφορά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνετρίβη όπως επίσης πολλοί ανέμεναν. Αντίθετα, ανέβασε τον αριθμό των ψηφοφόρων του και τα ποσοστά του σημαντικά από τις ευρωεκλογές καθιερώνοντας εαυτόν ως τον κύριο εναλλακτικό πόλο του συστήματος, ως «καρδιά» της προοδευτικής παράταξης, για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς τη φράση που στελέχη του και ο Α. Τσίπρας χρησιμοποίησαν, προφανώς, διόλου τυχαία σε δηλώσεις τους μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Με δεδομένο το κλίμα και το σκηνικό που είχε διαμορφωθεί μετά τις εκλογές είναι δύσκολο να πει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε και μάλλον αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά στην Πειραιώς. Σε επίπεδο καθαρών ψήφων, αν δει κανείς τα αποτελέσματα του 2015 και τα σημερινά, η διαφορά κάθε άλλο παρά χαώδης είναι.

Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοκαθιερώνεται ως η ραχοκοκκαλιά της προοδευτικής παράταξης προφανώς αρχίζει να αντιμετωπίζει ένα σοβαρό υπαρξιακό πρόβλημα το ΚΙΝΑΛ. Το ερώτημα αυτό πιθανότατα θα λυθεί σύντομα καθώς αρχής γενομένης από την αλλαγή της απλής αναλογικής, οι ψήφοι του ΚΙΝΑΛ είναι απαραίτητες για να προχωρήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το αν θα στηρίξει, ποιόν και πώς, θα κρίνει τελικά και το τι θα απογίνει. Υπάρχει πάντα για τον Κυριάκο και η εφεδρεία της Ελληνικής Λύσης. Κόμματα μιας χρήσης, όπως έγινε με την Ένωση Κεντρώων, το Ποτάμι,  κλπ.

Προεκλογική πεπατημένη με «επικοινωνιακά πρόσθετα»

Στις κάλπες φτάσαμε μετά από, ίσως, μία από τις πιο βαρετές προεκλογικές εκστρατείες, και σε αυτό έπαιξε ρόλο σίγουρα και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών που επηρέασε σημαντικά και την κάλπη των βουλευτικών. Μια προεκλογική εκστρατεία που χαρακτηρίστηκε από βομβαρδισμό ακριβών διαφημιστικών σποτ, κυρίως από την πλευρά των νικητών. Γεμάτα συνηθισμένα κλισέ λόγια και εικόνες, σαν να βγαίνουν από ένα χρονοντούλαπο και να υπερπηδούν την βάρβαρη κανονικότητα που όλοι βιώνουμε  όλα τα τελευταία χρόνια. Δεσμεύσεις για επενδύσεις και ανάπτυξη, λες και όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν έγιναν «επενδύσεις», βλ ΟΛΠ, αεροδρόμια, εξορύξεις κλπ, οι οποίες είναι εμφανές στους πάντες ότι ουδένα όφελος έφεραν για την πλειοψηφία, τους δοκιμαζόμενους αυτής της χώρας. Στα πανάκριβα αυτά μηνύματα μάθαμε επίσης ότι η κατάργηση της οικογενειοκρατίας και η αξιοκρατία έρχεται μέσα από την οικογενειοκρατία στην νέα εκδοχή, μάθαμε ότι αυτοί που μας έφεραν εδώ θα μας «σώσουν» πάλι και επανήλθαμε στη γνωστή φρασεολογία περί «διάσωσης του ασφαλιστικού» ή της υγείας δια της ιδιωτικοποίησης κ.ο.κ.

Μια προεκλογική εκστρατεία στην οποία η απερχόμενη κυβέρνηση πορεύτηκε με διακηρύξεις σαν να ήταν αντιπολίτευση και κάποιος άλλος να κυβερνούσε την τελευταία τετραετία. Σαν να μην είναι αυτή που αγκάλιασε τον διαβολικά καλό Τραμπ, την κακή αλλά αναγκαία ΕΕ, μαζί με τα μνημόνιά της αλλά και το σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας όταν «τελειώνουν τα μνημόνια» κλπ. Μια προεκλογική εκστρατεία, δηλαδή, σαν όλες τις άλλες, σαν να μπήκαμε σε χρονοκάψουλα, σαν να μιλάμε για άλλη χώρα.

Μια προεκλογική εκστρατεία που μάθαμε όλοι αίφνης ότι σε αυτήν τη χώρα, βασικά, υπάρχει μόνο μεσαία τάξη, ούτε κεφάλαιο ούτε εργατική τάξη. Μια μεσαία τάξη – λάστιχο, που ορίζεται όπως ο καθένας γουστάρει, κατά βάση με εισοδηματικά και μόνο κριτήρια, και εκτείνεται από 500 ευρώ μισθό μέχρι κάτι χιλιάδες, που πιάνει μισθωτούς, ημιαπασχολούμενους, ελεύθερους επαγγελματίες, τους πάντες. Μια μεσαία τάξη χυλός, όπως γίνεται προσπάθεια να γίνει κάθε ιστορική μνήμη και κάθε ιδεολογική αναφορά.

Μια προεκλογική εκστρατεία που ανέδειξε νέα «Ποτάμια», όπως το Μέρα25, με θέσεις τόσο ελαστικές και υποψηφίους τόσο αντιφατικούς μεταξύ τους, που είναι δύσκολο κανείς να καταφέρει να τοποθετήσει σαφώς στο πολιτικό φάσμα τον κομματικό (ή προσωποκεντρικό αλήθεια;) αυτό μηχανισμό, και με αιχμή απόψεις που τυπικώς και ουσιαστικώς δοκιμάστηκαν, απέτυχαν και πληρώθηκαν ακριβά.

Υπήρξαν βέβαια και ορισμένα «νέα στοιχεία». Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις ανακάλυψαν το infotainment. Τους ορμήνεψαν να φανούν λίγο «πιο άνθρωποι», να μπορεί και κάποιος απλός θνητός να ταυτιστεί μαζί τους, να υπάρξει έστω έτσι μια επικοινωνιακή επαφή αφού όλα τα άλλα απείχαν έτη φωτός από τα βιώματα της πλειοψηφίας. Έτσι μάθαμε για τις οικογενειακές τους σχέσεις, τη γνώμη τους για τα τατουάζ, για κάποιες μουσικές προτιμήσεις, για τα προβλήματα υγείας τους, για το αν αγαπούν τα σκυλάκια. Χρησιμοποιήθηκαν πρωινάδικα και after των τηλεοπτικών σκουπιδιών που καταναλώνουμε καθημερινά. Δοκιμασμένη μέθοδος τουλάχιστον στο εξωτερικό. Μέσα από το infotainment έφτασε η Μαρίν Λε Πεν από εφιάλτης να «μιλήσει» στην καρδιά της Γαλλίδας νοικοκυράς. Να μην αδικούμε όμως την αφρόκρεμα των ΜΜΕ της χώρας. Με πιο πρωτόλειο τρόπο έτσι αποδαιμονοποίησαν και τη Χρυσή Αυγή προ ολίγων ετών. Ποιος δεν θυμάται τα ρεπορταζάκια στα μεσημεριανάδικα για το «ωραίο αγόρι» της ακροδεξιάς (βλ. Κασιδιάρη) και άλλα συγκινητικά life style ή τα πρωτοσέλιδα για τα καλά παιδιά τους χρυσαυγίτες που «περνάνε τις γιαγιάδες από το δρόμο» και πολλούς άλλους «αστικούς μύθους».

Ένα άλλο καινούργιο στοιχείο εισήχθη σε αυτήν την προεκλογική εκστρατεία με τη συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο ΣΚΑΪ.  Ύφος ανακριτή από πλευράς δημοσιογράφων, ερωτήσεις κυρίως επιπέδου κουτσομπολίστικου ΜΜΕ, στάση τιμωρητική από πλευράς δημοσιογράφων σαν να περίμεναν να ανοίξει το χέρι να του κάνουν ντα και κυρίως έλλειψη κάθε έννοιας δεοντολογίας καθώς η κ. Σια Κοσιώνη όντας σε στενή σχέση με την όλη οικογένεια των άμεσα εμπλεκομένων στη διεκδίκηση της εξουσίας, και τελικά των νικητών, δεν έκανε καν τον κόπο να προσπαθεί να μην το δείχνει, πόσο μάλλον να πάρει αποστάσεις από την όλη αυτή διαδικασία ως, δεοντολογικά, θα όφειλε. Το παράδειγμα αυτό δεν είναι το μόνο μιας ολοένα πιο απροκάλυπτης εξαχρείωσης, επί της ουσίας, κατά παρέκκλιση κάθε στοιχειώδους έννοιας δεοντολογίας που επιδεικνύουν ΜΜΕ όλα τα τελευταία χρόνια, αλλά είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο των τελευταίων ημερών.

Και τέλος, αναμφίβολα νέο στοιχείο είναι η ωμή και άμεση παρέμβαση καθοδηγητικού στυλ στα πολιτικά πράγματα μεγαλοεκδότη, εφοπλιστή, επιχειρηματία, ο οποίος μετά από εκτενή συνέντευξη σε μεγάλο τηλεοπτικό δίκτυο (διαφορετικό από τα δικά του) προχώρησε και σε ανοιχτό μήνυμα δίνοντας «γραμμή» για το τι πρέπει να ψηφιστεί.

Μόνο θετικό: οι ναζί εκτός βουλής

Ως καθαρά θετικό αποτέλεσμα των εκλογών αυτών, σε συμβολικό και ουσιαστικό επίπεδο, μπορεί να ξεχωρίσει το γεγονός ότι οι ναζί δεν είναι στην νέα βουλή. Χρειάστηκαν βέβαια νεκροί, χρειάστηκαν μανάδες χωρίς παιδιά (είναι προφανώς η Μάγδα Φύσσα αλλά είναι και εκείνες οι μανάδες που δεν είδαμε ποτέ να θρηνούν για τα παιδιά τους που ήρθαν να βρουν ένα μεροκάματο ή μια καλύτερη ζωή στη χώρα), τραυματίες, συνεχείς αποκαλύψεις και ένα δυναμικό κίνημα. Ναι. Αυτό είναι το θετικό στοιχείο αυτής της κάλπης γιατί έχει σημασία να μην υπάρχει θεσμική κάλυψη σε ναζί συμμορία. Το μοναδικό θετικό.

Γιατί ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Όλα αυτά τα χρόνια, το μίσος και η χολή των ναζί «κανονικοποιήθηκαν» στην ελληνική κοινωνία. Διογκώθηκαν και έγιναν απόψεις που συναντά κανείς παντού πια. Και φυσικά επισημοποιήθηκαν σε σημαντικό βαθμό μέσα από το λόγο της νέας κυβέρνησης πλέον. Φόρεσαν γραβάτα, έγιναν η σοβαρή «Χρυσή Αυγή» και μιλούν για «νόμο και τάξη», περνάνε τα θέματα της μετανάστευσης στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (πρωτοτυπία σχεδόν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο),  απειλούν με κελιά υψίστης ασφαλείας, κατάργηση του ασύλου, για μια κοινωνία διαρκούς καταστολής, χωρίς αναπνοές, χωρίς ανοχή, χωρίς ανθρωπιά, χωρίς αλληλεγγύη που θα αποθεώνει τη βαρβαρότητα του ανταγωνισμού και του ευτελισμού κάθε ανθρώπινης χροιάς. Μην πάμε πολύ μακριά. Το λιντσάρισμα και η άγρια δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου μπροστά στα μάτια αμέτοχων αδιάφορων περαστικών, με φωτεινές εξαιρέσεις να μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού, δεν έχουν κλείσει καν χρόνο. Και το κόμμα που μόλις ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας δεν έβγαλε ποτέ ούτε μία ανακοίνωση. Είναι αρκετό αυτό για να γίνει κατανοητό τι σημαίνει «κανονικοποίηση» της βαρβαρότητας.

Βουβό «κατηγορώ» και απαίτηση

Μαζί με όλα αυτά, όμως, οι κάλπες της 7ης Ιουλίου επιβεβαίωσαν το μήνυμα που είχε δοθεί στις ευρωεκλογές και είναι εμφανές ότι υπόκωφα δινόταν εδώ και καιρό. Η μία πτυχή του είναι η αποχή. Αν και είναι σαφές ότι σε αυτό το ποσοστό αποχής περιλαμβάνονται πολλοί άνθρωποι που δεν είναι πια εν ζωή και κάποιοι που χρόνια ως στάση έχουν επιλέξει την αποχή, παραμένει εξαιρετικά ανησυχητικό ότι σχεδόν ένας στους δύο δεν πήγε στην κάλπη. Όχι με την έννοια καμίας γιορτής της Δημοκρατίας δήθεν, όπως παρουσιάζεται από τα αστικά κόμματα. Αλλά υπό την έννοια της πλέον απλής μορφής έστω και στιγμιαίας συμμετοχής. Είναι ανησυχητικό γιατί όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται περισσότερο για έκφραση απογοήτευσης, απέχθειας απέναντι στο σύνολο του πολιτικού συστήματος, αδυναμίας ταύτισης έστω και στο ελάχιστο με κάποιο φορέα, αίσθηση ματαιότητας και όχι για πολιτική συνειδητή αποχή που συνοδεύεται από ενεργό δράση σε όλες τις άλλες εκφάνσεις του κινήματος. Και μια καλή παρακολούθηση των αριθμών των ψήφων, δείχνει και από πού «λείπουν» αυτοί οι ψήφοι και δεν είναι τα κόμματα της δεξιάς και της ακροδεξιάς.

Η δεύτερη πτυχή του μηνύματος είναι η έντονη αίσθηση της ψήφου «άμυνας», της ψήφου «δεν έχω καμία άλλη επιλογή οπότε ας μην κάτσω σπίτι μεν αλλά…», της συναισθηματικής ψήφου, που μοιράστηκε, όπως μοιράστηκε, στα κόμματα εξ αριστερών του ΣΥΡΙΖΑ. Και εδώ γεννιέται ένα ιδιαίτερα στενάχωρο συναίσθημα.

Στενάχωρο γιατί ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές των πρώτων σκληρών χρόνων της κρίσης και των μνημονίων (και πριν από αυτά ενίοτε, αλλά κυρίως τότε) υπήρχε πιο έντονη η αίσθηση ότι κάτι θα μπορούσε λίγο να πάει αλλιώς. Γιατί υπήρχαν περισσότερα μάτια να γυαλίζουν γύρω μας και περισσότερα πρόσωπα καθάρια να προσμένουν. Γιατί το κυρίαρχο σύστημα αγκομαχούσε και ακουγόταν το ψυχομαχητό του: ακουγόταν στη βροχή των χημικών που αναπνεύσαμε, στα κεφάλια που άνοιξαν, στις απειλές για μαζικές απολύσεις εκείνο το καλοκαίρι του 2015, για καταστροφές, για λιμούς, για τις πληγές του Φαραώ. Ακουγόταν λυσσαλέο το αγκομαχητό του και ο τρόμος του. Και αυτό δεν μοιάζει να υπάρχει πια. Ίσως είναι η πιο στενάχωρη διαπίστωση αυτής της κάλπης.

Σήμερα, το σύστημα μοιάζει να μας χαμογελά σαρδόνια. Γιατί ξαναστήθηκε στα πόδια του. Γιατί «ξεπλύθηκε» στη διακυβέρνηση της «αριστεράς» του ρεαλισμού και του ΤΙΝΑ, και βλέπουμε σαν κακόγουστη φάρσα πρόσωπα που φαίνονταν να έχουν καταχωνιαστεί και συντριβεί, να κάνουν ολική επαναφορά. Γιατί ο διπολισμός αναστήθηκε και ανανεώθηκε και το σύστημα δεν αγκομαχά πλέον. Παρά τα όσα ανείπωτα ζήσαμε, είδαμε, ακούσαμε. Είναι κομβική η στιγμή του 62% του ΟΧΙ που πετάχτηκε στα σκουπίδια. Είναι μόνο αυτή; Είναι το «τσαλάκωμα» μιας έννοιας ελπίδας που καλλιεργήθηκε μέσα από αυταπάτες; Είναι οι αγώνες που έγιναν αλλά δεν κερδήθηκαν; Είναι η αίσθηση αδιεξόδου; Ματαιότητας; Είναι μόνο η πίεση του αναστηλωμένου συστημικού διπολισμού; Και πώς έφτασε να αναστηλωθεί; Είναι η αποδοχή ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική οπότε τιμωρητικά θα επιλέγουμε μία τον έναν ή τον άλλο; 

 

Πριν κουνηθεί το οποιοδήποτε δάχτυλο απέναντι σε όσους νιώθουν ματαιωμένοι και απείχαν, σε όσους νιώθουν απογοητευμένοι, σε όσους δελεάζονται από το «λιγότερο κακό», θα πρέπει να γίνουν σοβαρές αναλύσεις, προσεγγίσεις, ερωτήσεις και να δοθούν απαντήσεις. Οι πρώτες αυτές σκέψεις δεν φιλοδοξούν να δώσουν απαντήσεις, ούτε να προσεγγίσουν το επίπεδο μιας, σε βάθος, ανάλυσης. Άλλωστε αυτό δεν μπορεί να γίνει συλλήβδην με τον ίδιο τρόπο και τα ίδια κριτήρια για ό,τι κινείται αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως δεν θα γίνει με ατάκες ευκολοχώνευτες στα κοινωνικά δίκτυα.

Ωστόσο, όταν μετά από 10 χρόνια βαθιάς κρίσης, σκληρής φτωχοποίησης, διάλυσης της ζωής της πλειοψηφίας, απροκάλυπτης βαρβαρότητας και κυνισμού, ισοπέδωσης κάθε έννοιας ονείρου και δικαιώματος, το γεγονός ότι η βαθιά απογοήτευση που προκάλεσε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είτε σιωπά είτε απορροφάται στην πεπατημένη, το γεγονός ότι εκείνο το ενθουσιώδες, παρά τις μεγάλες και πολλές εσωτερικές διαφοροποιήσεις του 62%, ή οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που συμμετείχαν στις αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις μεταξύ 2010 – 2012, δεν εκφράζονται με κάποια δυναμική πολιτικά, τότε κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Και προφανώς το μεγαλύτερο μέρος της τεράστιας αυτής ευθύνης βαραίνει αυτόν που λειτούργησε ως διαχειριστής νέας κοπής (ΣΥΡΙΖΑ), όμως τα ερωτήματα θα πρέπει να βασανίσουν πολύ περισσότερους.  Ιδιαίτερα επειδή, όπως φαίνεται, μπορεί το σκηνικό να θυμίζει παλιότερες εποχές αλλά τίποτε δεν είναι ακριβώς ίδιο. Χρειαζόμαστε σοβαρό προβληματισμό και απαντήσεις. Όχι μόνο στο πώς θα αμυνθούμε για να επιβιώσουμε. Όχι μόνο στο πώς αντέξαμε, ή θα αντέξουμε. Αλλά στο πώς θα διεκδικήσουμε να ζήσουμε. Χρειαζόμαστε εκείνα τα βλέμματα που πρόσμεναν, χρειαζόμαστε το όνειρο για έναν άλλο κόσμο, μια άλλη κοινωνία, για μια ανθρώπινη κοινωνία. Και το χρειαζόμαστε τώρα, στο τώρα, πριν να είναι πολύ αργά. Ο,τιδήποτε λιγότερο είναι πλέον σαφές ότι δεν αρκεί.

Ανάμεσα στις δύο μεγάλες αγάπες, την ψυχολογία και τη δημοσιογραφία, την μία την σπούδασε και την άλλη την έκανε επάγγελμα. Καμβάς το διεθνές ρεπορτάζ. Eκεί που δυστυχώς οι ζωές γίνονται ακόμη αριθμοί. Αγαπημένη ερώτηση: γιατί. Αγαπημένο μέσο: οι λέξεις, γραπτές ή ραδιοφωνικές. Μετά κόπων και βασάνων, κατάφερε να ολοκληρώσει διδακτορική διατριβή, όπου αποπειράθηκε να συνδυάσει πολιτική φιλοσοφία και σύγχρονες εξελίξεις.