Ελεγεία για μια χαμένη Ευρώπη: ‘Υπόθεση αρχείου’

Για το μυθιστόρημα "Υπόθεση αρχείου" του Κλαούντιο Μαγκρίς

| 04/12/2017

Μέσα από μια συσσώρευση καταστροφικών λεπτομερειών εκπληκτικής έκτασης, βάθους  και περιεχομένου, ένα ιταλικό μυθιστόρημα που αποτελείται και εμπεριέχει μικρές ιστορίες μέσα από άλλες μεγαλύτερες παρεμφερείς ιστορίες, αποκαλύπτει βάναυσες αλήθειες για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τα επακόλουθά του, τις οποίες πολλοί, τόσο στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα όσο και στην πραγματική ζωή, θα προτιμούσαν να παραμείνουν θαμμένες και σίγουρα μακρυά από τα φώτα της όποιας δημοσιότητας, για πολλούς και ποικίλους λόγους.  Στο καινούργιο του μυθιστόρημα, αυτό το βίαιο, τρυφερό και παθιασμένο κείμενο, ο μεγάλος Ιταλός συγγραφέας Κλάουντιο Μάγκρις, εξετάζει την έννοια του πολέμου ως μία παγκόσμια δύναμη που διαπερνά τα κατάβαθα της ιστορίας και την πολύ συγκεκριμένη φρίκη που υπερίπταται σε συνεχή βάση της πατρίδας του, της πόλης της Τεργέστης, μετά τον καταστροφικό τελευταίο μεγάλο πόλεμο. Ο ανώνυμος πρωταγωνιστής ετούτου του μυθιστορήματος ‘Υπόθεση αρχείου’ είναι ένας έμμονος συλλέκτης ο οποίος ήταν αποφασισμένος να δημιουργήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του με κάθε τρόπο ένα εξειδικευμένο Μουσείο Πολέμου, τουτέστιν να επιλέξει, να οργανώσει και να φροντίσει τα αντικείμενα της συλλογής του, ένα ίδρυμα σε τελική ανάλυση για την προαγωγή της ειρήνης, μέχρι που πέθανε τελικά σε μια πυρκαγιά στη διαδικασία της εκπλήρωσης της φιλοδοξίας του, πιθανώς μια πράξη αυτοκαταστροφής, ή ίσως θυσίας.

Αυτό που απομένει από την κληρονομιά του βρίσκεται μέσα στα σημειωματάρια του, τουλάχιστον εκείνα που δεν έχουν εξαφανιστεί από το προσκήνιο, ή καούν ανελέητα στη φωτιά. Εκεί βρίσκονταν σημειώσεις, ονόματα με συνωμότες, συνεργάτες, κατασκόπους, θύματα, κι’ ακόμη έναν σπάνιο ήρωα του οποίου η ιστορία είχε ανοιχτές τις σελίδες της σε όποια αμφισβήτηση και πιθανή αναθεώρηση. Οι σελίδες που παραμένουν δεν είναι τακτοποιημένες σε καμία σειρά, τουλάχιστον όπως παρουσιάζονται από την Λουΐζα, τον αρχειοφύλακα, η οποία είναι επιφορτισμένη με την αμείλικτη εκπλήρωση της αποστολής του, γεμίζοντας δηλαδή τα δωμάτια και τις αίθουσες με εκείνα τα αντικείμενα που παραμένουν στη συλλογή. Μερικά από τα κεφάλαια είναι περιγραφές αυτών των δωματίων, των αιθουσών ή των σχεδίων που έκανε η Λουΐζα γι’ αυτά. Κάποιο ανάλογο υλικό λαμβάνεται από τα σημειωματάρια των πρωταγωνιστών, τα γραπτά των οποίων ταλανίζουν τόσο τους κληρονόμους, αλλά και πολλούς άλλους, και τα οποία ο αρχειοθέτης παρουσιάζει με εντελώς τυχαίο τρόπο. Μέσα σε ολόκληρο το κείμενο, πρέπει να σημειώσουμε, είναι υφασμένα ως ξεχωριστό αφηγηματικό νήμα τα πολυσέλιδα κεφάλαια με τίτλο ‘Η ιστορία της Λουΐζα’, τα οποία παραπέμπουν σε μια λεπτομερή αφήγηση της μικρής ηλικίας της στην πόλη της Τεργέστης, της εβραίας Ιταλίδας μητέρας της  και του μαύρου στρατιώτη πατέρα της, της φρίκης την οποία βίωσαν οι κάτοικοι στην Τεργέστη, την οποία κανείς δεν αναφέρει, μια θηριωδία που κάποιοι ήθελαν να ξεχαστεί και κάποιοι, για άλλους λόγους, όχι!

Όπως και ο ίδιος ο πόλεμος, αυτό το μυθιστόρημα του Κλάουντιο Μάγκρις αποκαλύπτει ανείπωτα μυστήρια του δύσκολου παρελθόντος,  αν και αντιστέκεται στην εύκολη και ανέξοδη κατανόηση του κειμένου. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να πούμε για το νέο αυτό μυθιστόρημα του συγγραφέα, είναι ότι εμφανίζεται  κατά μια σημαντική έννοια, ακατανόητο ή έστω δύσκολο από πολλές μάλιστα απόψεις. Δεν υπάρχει πιθανότητα να γυρίσει ο αναγνώστης  τη μια σελίδα μετά την άλλη, και να ανακαλύψει ή προβλέψει τι θα ακολουθήσει, γιατί το πιθανότερο είναι να χαθεί στις πολυποίκιλες ιστορίες των αναρίθμητων χαρακτήρων που αναπτύσσονται. Οι συνηθισμένες απολαύσεις της μυθοπλασίας, όπως τουλάχιστον βρίσκονται σε αφθονία αλλού, είναι εκρηκτικά απούσες, ώστε ο ανυποψίαστος αναγνώστης από το ένα άκρο να βρίσκεται σε λίγο στο άλλο, προσπαθώντας εναγωνίως και αγωνιζόμενος να θυμηθεί ποια είναι η κεντρική ιδέα εκείνου που διαβάζει. Ίσως τελικά να είναι ένα μυθιστόρημα σχετικά με την ανθρώπινη ταλαιπωρία στο πέρασμα της ιστορίας, και δυστυχώς με την απάνθρωπη μεταχείριση του ανθρώπου από άνθρωπο, αιώνες τώρα!

Το ευφυολόγημα του βιβλίου, είναι ότι ο ανώνυμος συλλέκτης έχει συγκεντρώσει ένα μουσείο πολέμου, γεμάτο όπλα και ιστορικά αντικείμενα της δεύτερης μεγάλης παγκόσμιας σύγκρουσης.  Η όλη προσπάθεια αποτελεί περίεργη και διαχρονική εμμονή γι’ αυτόν, αφού κοιμάται σ’ ένα φέρετρο φορώντας ένα γερμανικό σιδερένιο κράνος σιδήρου και μια μάσκα σαμουράι, αλλά τώρα χάνει τη ζωή του σε μια πυρκαγιά που κατέστρεψε μεγάλο μέρος του μουσείου. Άλλωστε, όπως λέει κι’ ο Μάγκρις, ‘… ο θάνατος ταιριάζει στα μουσεία. Σε όλα τα μουσεία, όχι μόνο σ’ ένα Μουσείο Πολέμου…’. Ο επιμελητής του μουσείου, η Λουΐζα, πρέπει να καταλάβει τι έχει απομείνει πίσω, ώστε να μπορέσει να παραγγείλει τα εκθέματα και να τα χρησιμοποιήσει για να αναφέρει την ιστορία του συλλέκτη, αλλά και να καταγράψει τις φρικαλεότητες του πολέμου και την ανάγκη πια για ειρήνη. Πρέπει όμως να καταλάβει ταυτόχρονα, ότι ‘…η στιγμή του θανάτου έρχεται πριν από τη στιγμή που τον ιστόρησε. Δεν υπάρχει ούτε πριν, ούτε μετά… ο χρόνος είναι σαν το χώρο. Πηγαίνεις δυτικά, συνεχίζεις να πηγαίνεις δυτικά και φτάνεις ανατολικά του σημείου απ’ όπου αναχώρησες… Ανατολικά της Εδέμ…’.

Κεντρικό στοιχείο του βιβλίου είναι η ιστορία της ιταλικής πόλης Τεργέστη κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και η επιθυμία των ανθρώπων να ξεχάσουν τις χειρότερες φρικαλεότητες της, όπως η χρήση από τους Ναζί ενός παλιού εργοστασίου ρυζιού, του Ριζιέρα ντι Σαν Σάμπα, ως αυτοσχέδιου  στρατοπέδου  συγκέντρωσης. Ο συλλέκτης, όμως, δεν θέλει να μας επιτρέψει να ξεχάσουμε, αφού δεν  αγωνίζεται ενάντια στη λήθη, αλλά εναντίον της λήθης της λήθης, ενάντια στη βίαια αίσθηση ότι έχουμε ξεχάσει! Τι είναι η ιστορία, αναρωτιέται ο συγγραφέας κάπου στο βιβλίο; ‘…Η ιστορία είναι η χωματερή των αποβλήτων. Σίγουρα αν ψάξεις καλά, βρίσκεις και ωραία πράγματα, κάποιο αντικείμενο της προκοπής ακόμα που μπορείς να το χρησιμοποιήσεις και να το ανακυκλώσεις.  Εκείνοι οι αλητόβιοι,  οι ιστορικοί τέλος πάντων που βάζουν χέρι στους σκουπιδοτενεκέδες  βρίσκουν μερικές φορές ακόμα και κάτι να φάνε… και όπως και να ’χει, αν στο εστιατόριο σου φέρουν βραστό, ίσως είναι καλύτερα να μην στέκεσαι εκεί ν’ αναρωτιέσαι αν είναι τα περισσεύματα της  περασμένης μέρας που τα σουλούπωσαν όπως-όπως….’. Και κάπου αλλού, ‘… η ιστορία είναι ένα βιβλίο Κτηματολογίου, όπως ονομάζονται στην Τεργέστη τα αρχεία των ακινήτων, με τον παλιό όρο που ίσχυε στην Αυστρία των Αψβούργων. Ιδιοκτησίες και ιδιοκτήτες ανασυντάσσονται με σαφήνεια, αν λείπει κάποιο στοιχείο υπάρχουν πάντα τα αρχεία κι έτσι γίνεται γνωστό  σε ποιον ανήκουν και ανήκαν ήδη από την αρχή τα πράγματα και η αξία τους… η ιστορία, πιο πολύ κι’ από ένα Κτηματολόγιο, είναι μια Τράπεζα DNA, μια κοιλάδα του Ιωσαφάτ που προσδοκά την ανάσταση όλων των δισεκατομμυρίων ζώντων ή πιο σωστά ζωντανών πλασμάτων, μιας και κανένα άτομο ζωής δεν εξαλείφεται…’!

Το βιβλίο, έτσι, αποτελείται τελικά από μικρές ιστοριούλες. Μερικές από αυτές προέρχονται από τις σημειώσεις του συλλέκτη, μερικές από την ιστορία της οικογένειας της Λουΐζας. Άλλες περιγράφουν με κάθε λεπτομέρεια πολεμικά αντικείμενα στο μουσείο και στη συνέχεια ‘εκτοξεύονται’ από αυτά στους ανθρώπους που χρησιμοποίησαν σε κάποια φάση τα όπλα ή βρέθηκαν για όποιο λόγο μπροστά ή δίπλα τους. Όμως, όλες οι ιστορίες αφηγούνται με τον ίδιο απαράλλαχτο τρόπο,  δηλαδή με πυκνή, σκοτεινή  και  αδιαφανή αφήγηση, έτσι που οι φωνές του συλλέκτη, της Λουΐζας και του  τελικού  αφηγητή να καθίστανται αδιάκριτες και κάποιες φορές αλληλοκαλυπτόμενες. Αυτό το μοναδικό ύφος του Μάγκρις, έχει στα σπλάχνα του επαναλαμβανόμενα θέματα, και φυσικά εκεί εμφιλοχωρούν απρόβλεπτα αποφθέγματα από το αχανή χώρο της ιστορίας. Και πάνω απ’ όλα υπάρχουν πάμπολλες αναφορές, γλώσσες και αναλογίες, ώστε ο αναγνώστης πρέπει να προσεγγίσει το βιβλίο με το πνεύμα ανοιχτό σε πολλές σελίδες ταυτόχρονα. Από τη βασίλισσα της  Σκυθίας, στον Έρωτα, από εκεί στην Παραγουάη, στον Φραντς Κάφκα,  στην παλιά πόλη της Πράγας, και τόσα άλλα, έτσι ώστε είναι αδύνατο να διαβάσει κάποιος περισσότερες από μερικές παραγράφους χωρίς να χάσει το νήμα της συνέχειας και του νοήματος. Περιστασιακά διασπάται  η σαφήνεια και διαβάζουμε για ανθρώπους που ζουν σε αποχετευτικά δίκτυα ή για την αποτυχημένη παραγωγή ενός παιχνιδιού του 18ου αιώνα ή για τη ρατσιστική δολοφονία της θείας της Λουΐζας, αλλά στη συνέχεια τα πράγματα, φαινομενικά, ηρεμούν και πάλι.

Μια από τις αίθουσες στη Ριζιέρα Ντι Σαν Σάμπα.

Το φιλόδοξο ετούτο μυθιστόρημα είναι ένας αποσπασματικός και πυκνά λεπτομερής απολογισμός της εμμονής ενός ανθρώπου στην οικοδόμηση ενός ‘Μουσείου Πολέμου για την Έλευση της Ειρήνης, και τον αφοπλισμό της Ιστορίας’, μια τεράστια συλλογή από ανέκδοτα κείμενα για το αβάσταχτο κακό που προξενούν οι ίδιοι οι άνθρωποι και τους συνήθεις τρόπους με τους οποίους επιβιώνει συνεχόμενα αυτό το κακό στον κόσμο. Ο αφηγητής του Μάγκρις εμπνευσμένος από έναν πραγματικό συλλέκτη αναμνηστικών αντικειμένων του πολέμου, μεγαλώνει στην πολυπολιτισμική και κοσμοπολίτικη πόλη της Τεργέστης της Ιταλίας, όπου τα παιχνίδια της  παιδικής του ηλικίας με στρατιώτες τον εντυπωσιάζουν και τον οδηγούν στην ανάγκη εξάλειψης της όποιας μορφής  πολέμου.  Αλλά όταν ο συλλέκτης συναντά τα σημειωματάρια στα οποία μπορεί να έχουν καταγραφεί τα ονόματα συνεργατών του πολέμου που δραστηριοποιούνταν στην αποστολή ανθρώπων στο μοναδικό κρεματόριο της Ιταλίας, το έργο της οργάνωσης του μουσείου πέφτει στη Λουΐζα Μπρουκς, την επιμελήτρια του μουσείου. Οι σημειώσεις της τελευταίας για τη συλλογή διαχέονται με σκέψεις σχετικά με την ιστορία και τα αποσπάσματα από τα γραπτά του συλλέκτη. Η Λουΐζα, επειδή είναι κόρη ενός μαύρου αμερικανικού πατέρα και μιας Ιταλίδας εβραίας μητέρας, όπως ήδη αναφέραμε, δίνει το έναυσμα στον Μάγκρις να ασχοληθεί με τα βάσανα των προγόνων της. Αφροαμερικανούς από τη μια μεριά, και Εβραίους, από την άλλη! Με σημαντικές ιστορικές και λογοτεχνικές συνάμα λεπτομέρειες, μέσα σ’ ένα καταρράκτη πληροφοριών και περιγραφών. Τα συγκεντρωμένα αντικείμενα της συλλογής καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των χρόνων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι τόσα πολλά, ώστε να μπορούν να αποθηκευτούν μόνο σε ένα και μοναδικό υπόστεγο αεροπλάνων. Ολόκληρη η ζωή του αναλώθηκε με την ίδρυση του μουσείου του, φτάνοντας στο σημείο  ακόμη και να κοιμάται ανάμεσα στα αντικείμενα και τα χαρτιά του. Όταν φυσικά πεθαίνει σε μια φωτιά μαζί με μερικά από τα πολύτιμα αντικείμενά του στο υπόστεγο, η Λουΐζα είναι εκείνη η οποία έχει την εντολή να οργανώσει το μουσείο, τις σημειώσεις, τα αντικείμενα και τις ιστορίες του. Ο Μάγκρις με κανένα τρόπο δεν αποφεύγει να περιγράφει τις γνωστές, λίγο ή πολύ, φρικαλεότητες του πολέμου. Περιγράφονται παραδείγματα ανομολόγητων βασανιστηρίων, καθώς και περιγραφές των τελευταίων στιγμών των θυμάτων που αποστέλλονταν στους θαλάμους αερίων στη Ριζιέρα. Η συλλογή του ανώνυμου αφηγητή κορυφώνεται με την αναγραφή όσων ειπώθηκαν ή σωστότερα γράφτηκαν στα τείχη της Ριζιέρα, από τα θύματα που επρόκειτο να δολοφονηθούν άγρια από τους Ναζί.  Αλλά τα σημειωματάρια στα οποία είχε μεταγράψει αυτές τις φρίκες λείπουν και η Λουΐζα αφήνεται ελεύθερη να σκεφτεί τι μυστικά  περιείχαν για τα τρομακτικά γεγονότα και βαρβαρότητες που συνέβησαν στην Τεργέστη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το βιβλίο είναι πλημμυρισμένο με εικόνες αγάπης και βεβαίως θανάτου. Οι τελευταίες, βίαιες ημέρες της απελευθέρωσης της Τεργέστης συνδέονται με τον αφηγητή με ξεχωριστή λεπτομέρεια. Κι ακόμα ο βίαιος θάνατος της θείας της Λουΐζας, μιας νοσοκόμου που υπηρετεί στον πόλεμο, την οποία κλωτσούν μέχρι θανάτου ρατσιστές και κακοποιοί. Αλλά υπάρχουν και πολλές εκλάμψεις αγάπης και ακόμη ελπίδας. Η Σάρα, η μητέρα της Λουΐζας, ορφανή όταν η ίδια η εβραία μητέρα της  σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, βγαίνει από τη βαθιά της κατάθλιψη όταν συναντά τον σύζυγό της, έναν μαύρο Αμερικανό που έρχεται στην Ευρώπη για απελευθέρωση. Το μέλλον αμφοτέρων δεσμεύεται και επηρεάζεται από τις διώξεις που υπέφεραν οι πρόγονοί τους κατά τη διάρκεια πολλών γενεών. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται ένα επίπεδο άνεσης, στο οποίο μερικές φορές ούτε καν η κόρη τους δεν έχει τη δυνατότητα  να διεισδύσει. Ο Μάγκρις περιγράφει με ευχαρίστηση την πρώτη τους νύχτα μαζί με λυρικό τρόπο: ‘… Κάθε ηλιοβασίλεμα είναι διαφορετικό, σε εκατομμύρια χιλιετίες, η θράκα ενός σούρουπου δεν ήταν ποτέ όμοια με του προηγούμενου. Αντίθετα,  ο διακόπτης δεν χάνει  χρόνο με τα φωτιστικά εφέ, δεν είναι μικροπωλητής που προσπαθεί να εξαπατήσει τις  μαμάδες με γυαλιστερά μπιχλιμπίδια για τα παιδιά τους, ανάβει πάντα το ίδιο φως και το σβήνει πάντα απλώνοντας το ίδιο σκοτάδι, όπως όποιος δουλεύει σοβαρά. Όμως ένα βράδυ, εκείνο το βράδυ, όταν το σκούρο χέρι που της είχε αγγίξει ανάλαφρα το μπράτσο βοηθώντας την να ανεβεί τις κακοφωτισμένες  σκάλες, σκούρο στην ανάστροφη, ενώ η   παλάμη ήταν πιο ανοιχτόχρωμη, είχε τραβηχτεί από απάνω της και είχε ακουμπήσει στο πόμολο για ν’ ανοίξει την πόρτα, η Σάρα κοιτάζοντας εκείνο το στιβαρό μελαμψό χέρι, είχε νοιώσει και η παραμικρή συνηθισμένη  χειρονομία μπορεί να αποκαλύψει έναν άνθρωπο και πως μπορεί να αλλάξει, ξαφνικά, μες στην καρδιά σου…’. 

Μια εικόνα που εντυπωσιάζει αναμφίβολα, στην αφήγηση του Μάγκρις είναι αυτή της θάλασσας. Η θάλασσα παρουσιάζεται τόσο ως πηγή και τοποθεσία άνεσης, αλλά και ως κάτι που μπορεί να καταναλώσει, να συντρίψει και να πνίξει. Το ίδιο το βιβλίο, άλλωστε,  ανοίγει με μια περιγραφή της απόκτησης ενός μεταχειρισμένου υποβρυχίου. Αντίθετα, η μητέρα της Λουΐζας, έχει αναμνήσεις από μια πόλη δίπλα στη θάλασσα στην άλλη πλευρά του κόλπου της Τεργέστης, όπου η μητέρα της την έκρυβε  με ασφάλεια κατά τη διάρκεια του πολέμου. Σε αυτές τις σκηνές ο Μάγκρις περιγράφει μια θάλασσα που είναι χαλαρωτική και ταυτόχρονα όμορφη. Η μητέρα της Λουΐζας, πάλι, χρησιμοποιεί το εκτυφλωτικό  λευκό φως της θάλασσας ως καταφύγιο από τον πόλεμο που διεξάγεται γύρω της, στην τελευταία σκηνή του βιβλίου, αλλά ο Μάγκρις επιστρέφει απότομα στην εικόνα της καταστροφικής θάλασσας και του υποβρυχίου. Καθώς ο αφηγητής ασφυκτιούσε και πνιγόταν κατά την πυρπόληση του υπόστεγου έχοντας παραισθήσεις, μπερδεύει τη δική του σκηνή του θανάτου του με τους θανάτους εκείνων που ασφυκτιούσαν και καίγονταν στη Ριζιέρα, και καθώς πεθαίνει, έχει την τρομερή αίσθηση ότι βυθίζεται σε ένα από αυτά τα υποβρύχια μαζί με τα άλλα θύματα του πολέμου: ‘… πρέπει να μπήκα σε εκείνο το  υποβρύχιο που μου είχε παραχωρήσει το Ναυτικό. Ναι, βουλιάζω, από τη μπουκαπόρτα βλέπω τα λευκά χαρτιά με τα νούμερα και τα ονόματα να βυθίζονται στο νερό. Έχουν αδειάσει τα σκουπίδια στη θάλασσα, στη ρεματιά, μας άδειασαν εκεί, ανάμεσα στο ρέμα και τη θάλασσα, το νερό δεν πρέπει να είναι πολύ βαθύ, εμείς όμως πάμε κάτω, κάτω, είναι έγκλημα να ρίχνεις σκουπίδια στη θάλασσα, όπως και το να ρίχνεις ανθρώπους, αλλά ο δικαστής παραπέμπει την υπόθεση στο αρχείο’.

Ο Μάγκρις εντυπωσιάζει ακόμη μια φορά με την ποιητική του γλώσσα και την ενδιαφέρουσα , αν και δύσκολη, πλοκή. Δεν αποτελεί σίγουρα εύκολη ανάγνωση, αλλά για όσους απολαμβάνουν τη λογοτεχνική πρόκληση τότε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, συστήνεται ανεπιφύλακτα. Η δημιουργία του έβδομου βιβλίου του Κλάουντιο Μάγκρις, ήταν εμπνευσμένη από μια σκοτεινή προσωπικότητα  που ονομάζεται καθηγητής Ντιέγκο ντε Ενρίκες, ένας λαμπρός, ασυμβίβαστος κάτοικος της Τεργέστης τεράστιας κουλτούρας και έντονου πάθους, που αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του (1909-1974) στη συλλογή στρατιωτικού υλικού όλων των τύπων για να δημιουργήσει  ένα πρωτότυπο Πολεμικό Μουσείο που θα μπορούσε να οδηγήσει στην πολυπόθητη ειρήνη με το να παρουσιάζει σε έκθεση όλα αυτά τα διεστραμμένα όργανα θανάτου. Το ‘Μουσείο Πολέμου του Ντιέγκο ντε Ενρίκες για την Ειρήνη’ (Museo della Guerra per la Pace Diego de Henriquez, ή Diego de Henriquez War Museum for Peace), στην 22 Via Costantino Cumano, στην Τεργέστη.

Οι θαυμαστές του κλασσικού, πια,  ‘Δούναβη’ του Μάγκρις, σίγουρα θα αναγνωρίσουν την ορμητική του γραφή εδώ, πεζογραφία αλλού διακριτική, κι αλλού έντονα υπαινικτική. Οι χρονικές στιγμές και οι φωνές μετατοπίζονται συνεχώς, αλλά υπάρχει κίνηση προς μια διαφαινόμενη κατεύθυνση, αλλά καμία πρόοδος προς την πολυπόθητη επίλυση του θέματος. Ο Κλάουντιο Μάγκρις εμπιστεύεται και δοκιμάζει ταυτόχρονα την αποδοχή του κειμένου από τον αναγνώστη, ενός κόσμου που δημιουργείται με αντιφάσεις και τον οποίο γεμίζει με ενοχοποιητικά ή εξευτελιστικά στοιχεία. Ο κύριος ιστορικός τόπος του μυθιστορήματος είναι η παράδοση της Τεργέστης στους Συμμάχους, τον Απρίλιο του 1945. Μετά την ιταλική ανακωχή τον Σεπτέμβριο του 1943, οι Γερμανοί κατέλαβαν τα τμήματα της Ιταλίας που δεν είχαν ακόμη καταληφθεί από τους Συμμάχους. Αυτά περιλάμβαναν και  το λιμάνι της Αδριατικής της Τεργέστης, λίγο έξω από το οποίο οι Γερμανοί λειτουργούσαν το μοναδικό στρατόπεδο συγκέντρωσης με ένα κρεματόριο σε ιταλικό έδαφος, στη Ριζιέρα Ντι Σαν Σάμπα (Risiera di San Sabba), ένα  πενταόροφο έως τότε οικοδόμημα από τούβλα, που λειτουργούσε ως εργοστάσιο αποφλοιώσεως ρυζιού.

Πριν από τη δημοσίευση του αντι-Εβραϊκού φυλετικού νόμου, το 1938, η εβραϊκή κοινότητα της Τεργέστης ήταν η τρίτη μεγαλύτερη ανάμεσα στις άλλες όλων των ευρωπαϊκών πόλεων. Η Τεργέστη ήταν ένα σημείο ανάφλεξης μεταξύ Σλοβένων και Ιταλών που με τη σειρά τους έπεφταν σε διάφορα πολιτικά στρατόπεδα. Κομμουνιστές, μαύρα πουκάμισα, δημοκράτες. Όλοι κυνηγούσαν, φυλακίζονταν και δολοφονούσαν τους άλλους. Ο ανώνυμος συλλέκτης βοήθησε να διαπραγματευτεί η παράδοση της πόλης, εμποδίζοντας τις δολοφονίες εκδίκησης. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, οι ηγέτες της πόλης άλλαξαν τα ρούχα τους και γιόρτασαν. Πόσοι από αυτούς, όμως,  συνεργάστηκαν και κέρδισαν τον πόλεμο; Ποιοι από αυτούς υπέγραψαν τις εντολές των τώρα καταστραφέντων εγγράφων; Σε μια συνέντευξή του, το 2012, ο Κλάουντιο Μάγκρις είπε, ‘Μισώ τον εφησυχασμό με το κακό, αλλά είναι απαραίτητο να αντιμετωπίσουμε τον εαυτό μας στο σκοτάδι. Πιστεύω στους σύγχρονους ηγέτες και στους πολιτικούς ηγέτες, αλλά αυτή η πεποίθηση πρέπει να αναγνωρίζει όλες τις αμφιβολίες, όλες τις αντιφάσεις, μερικές φορές ακόμη και τις αδυναμίες. Αυτό δεν μας κάνει, όμως,  να τα εγκαταλείψουμε’. Κι’ ο δικός μας Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ήταν περισσότερο περιγραφικός και απίστευτα λυρικός στη δική του ‘Θάλασσα της Τεργέστης’ την οποία δημοσίευσε το 1960 (εκδόσεις Διαγώνιος) στη συλλογή του ‘Ο θάνατος του Μύρωνα’, κι η οποία ενσωματώθηκε αργότερα, το 2007, στο συγκεντρωτικό βιβλίο ‘Ο δύσκολος θάνατος’,  από τις Εκδόσεις Νεφέλη, πλέον:

‘Θάλασσα απογευματινή που σε θυμίζει/αναλωμένη ομορφιά όπως την ονειρεύτηκα/στον ήλιο της Αδριατικής με τα ιστιοφόρα/καθώς στεγνώνει στους καπνούς και περισσεύει
Πώς περισσεύει γύρω μου η πόλη. Φώτα/και δρόμοι φτάνοντας στην κατασκήνωση και κάτω/απ’ το νεκρό λιμάνι ως τα κράσπεδα/μέχρι τα κάστρα της η πόλη ανεβαίνει
Είναι γιατί μαρτύρησε από τόση ομορφιά/μέσα σε χέρια στρατιωτών κι εγκαταλείπει/μνήμες και καθρεφτίσματα μαθητικά, κάποια φωνή/που όλο περισσεύει’

Info


Claudio Magris, Υπόθεση αρχείου. Μετάφραση από τα Ιταλικά: Άννα Παπασταύρου.  Εκδόσεις Καστανιώτη. 2017