Ελληνικό χρέος: Η αλήθεια, επιτέλους, αναδύεται
"Το χρέος δεν είναι βιώσιμο" τονίζουν οι αναλυτές. "Η λύση είναι χρεοκοπία ή άφεση χρέους"

Η Ελλάδα βρίσκεται στο σημείο μηδέν και πλέον η εικόνα αρχίζει να καθαρίζει. Το περιοδικό “New Yorker” και ο John Cassidy προχώρησαν σε μια ρεαλιστική ανάλυση της κατάστασης του χρέους και της επίδρασής του στη χώρα μας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 3 Ιουλίου, δυο μέρες πριν την επικράτηση του ΟΧΙ, και έχει ιδιαίτερη σημασία να διαβαστεί τώρα, μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
[Οι μεσότιτλοι και οι επισημάνσεις δικά μας]
Νέα σημαντική ανατροπή
Εκεί που νομίζεις ότι το έπος της Ελλάδας έχει εξαντλήσει τις ανατροπές, προέκυψε άλλη μία. Και μάλιστα εξαιρετικά σημαντική. Λίγες ημέρες πριν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, ένας από τους πιστωτές της χώρας, το ΔΝΤ, αναγνώρισε ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανακάμψει εάν δεν διαγραφεί μεγάλος μέρος του χρέους της.
Απηχώντας στην ουσία τις απόψεις του αμφιλεγόμενου υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, το Ταμείο δημοσίευσε έκθεση περιγράφοντας τη δυναμική του χρέους της Ελλάδας ως “μη βιώσιμο”. Κατ’ ελάχιστο, τονίζει η έκθεση, οι ημερομηνίες λήξης των ελληνικών δανείων, που φτάνουν τα 300 δισεκατομμύρια ευρώ, “θα χρειαστεί να επεκταθούν σημαντικά”. Εάν η Ελλάδα δεν προωθήσει όλες τις διαρθρωτικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες θεωρεί απαραίτητες το ΔΝΤ, “το κούρεμα του χρέους είναι αναγκαίο”. (Το “κούρεμα είναι οικονομικός όρος και αφορά τη μείωση της ονομαστικής αξίας του ανεξόφλητου χρέους. Εάν κάποιος, για παράδειγμα, είχε ομόλογο αξίας χιλίων δολαρίων και αυτό υποστεί κούρεμα 10%, τότε ο κάτοχος μπορεί, όταν καταστεί ληξιπρόθεσμος, να εισπράξει 900 δολάρια).
Περαιτέρω παραχωρήσεις για βιωσιμότητα
Πρέπει να επισημάνουμε το εξής: Αυτά τα συμπεράσματα δεν βασίζονταν στην υπόθεση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ή οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση, θα αποτύχει να φέρει εις πέρας τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που ζητάνε οι πιστωτές και στις οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων χαλάρωση εργατικής νομοθεσίας και μείωση συντάξεων. Αντιθέτως, η ανάλυση του Ταμείου θεωρεί ότι η Ελλάδα δέχεται τους όρους της τελευταίας προσφοράς των πιστωτών, την οποία ο Αλέξης Τσίπρας απέρριψε τις προηγούμενες μέρες. Η συμφωνία προϋποθέτει η ελληνική κυβέρνηση να παρουσιάσει στον προϋπολογισμό της φετινής χρονιάς πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ, 2% το 2016, 3% το 2017 και 3.5% από κει και πέρα. Ακόμη κι αν συνέβαινε αυτό και η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με 1.5% ετησίως, 50% αύξηση στην ιστορική της τάση, “τα χρέη της Ελλάδας είναι τόσο μεγάλα που περαιτέρω παραχωρήσεις είναι απαραίτητες για τη βιωσιμότητα του χρέους”.
Νέες χρηματοδοτικές ανάγκες
Μια επιλογή περιλαμβάνει επέκταση των όρων των δανείων της Ελλάδας από 20 σε 40 χρόνια και διπλασιασμό, από δέκα σε είκοσι, της περιόδου χάριτος στη διάρκεια της οποίας δεν χρειάζεται να πληρώνει χρεολύσια. Αυτό θα ισοδυναμούσε με σημαντικό χτύπημα στους πιστωτές. Τι θα γίνει όμως αν η Ελλάδα καταφέρει να “τρέξει” πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2,5% (κάτι πιο ρεαλιστικό), και η οικονομία της αναπτύσσεται πιο πολύ σύμφωνα με την ιστορική της τάση; Τότε, καταλήγει η έκθεση, εκτός από το να προχωρήσουν σε διπλασιασμό της περιόδου χάριτος για πληρωμή χρεολυσίων και επέκταση του χρόνου λήξης των ελληνικών δανείων, οι πιστωτές της χώρας θα αναγκαστούν να διαγράψουν τουλάχιστον 50 δισεκατομμύρια χρέος.
Φυσικά, η έκθεση του ΔΝΤ δεν χαρίστηκε στον Βαρουφάκη και τους συναδέλφους του. Μάλιστα, τονίζει ότι αν η ελληνική κυβέρνηση είχε εφαρμόσει τις πολιτικές που απαιτούσαν οι πιστωτές της, “δεν θα χρειαζόταν περαιτέρω ελάφρυνση χρέους”. Την περασμένη χρονιά τα πράγματα πήγαιναν σχετικά καλά. Τους τελευταίους μήνες όμως παρατηρήθηκε “σημαντική εξασθένιση στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” που με τη σειρά της προκάλεσε υπονόμευση των ελπίδων για δυνατή οικονομική ανάπτυξη και “οδήγησε σε νέες χρηματοδοτικές ανάγκες”.
Η διάσωση του 2010 αφορούσε την προστασία των τραπεζών
Το τελευταίο κομμάτι είναι αληθές. Από το ξεκίνημα του 2015 η ελληνική οικονομία διολίσθησε πάλι σε ύφεση, με μειωμένα φορολογικά έσοδα και διογκωμένο το δημοσιονομικό έλλειμμα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ φέρει μεγάλη ευθύνη γι’ αυτή την ύφεση, αφού έσυρε για μήνες τη διαπραγμάτευση προκαλώντας μεγάλη αβεβαιότητα. Μολαταύτα, το να κατηγορείται ο ΣΥΡΙΖΑ για τη μη βιωσιμότητα του χρέους είναι ανόητο και το γνωρίζουν πολλοί μέσα στο ΔΝΤ.
Από το 2010, όταν η Ελλάδα έλαβε το πρώτο πακέτο διάσωσης, αρκετοί παρατηρητές, μεταξύ των οποίων και μέλη του ΔΣ του Ταμείου, ανησυχούσαν ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να πληρώσει τα χρέη της. Το συνολικό χρέος ανέρχεται στο 175% του ΑΕΠ. Γι’ αυτό και πρότειναν την επιβολή “κουρέματος” στους πιστωτές. Αντί γι’ αυτό, η Ε.Ε, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ δάνεισαν την Ελλάδα για να πληρώσει τους δανειστές της, στην πλειονότητά τους ευρωπαϊκές τράπεζες, στο ακέραιο. Όπως έχει δηλώσει ο Καρλ Οτο Πολ, πρώην επικεφαλής της Bundesbank, η διάσωση “αφορούσε την προστασία των γερμανικών και ιδιαίτερα των γαλλικών τραπεζών, από διαγραφές χρέους”.
Ακόμη και η Ανγκελα Μέρκελ, Καγκελάριος της Γερμανίας, είχε αναγνωρίσει ότι το χρέος της Ελλάδας ήταν δυσβάσταχτο. Την Τετάρτη μάθαμε, μέσω των WikiLeaks, ότι η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ (NSA) είχε καταγράψει διάλογο της Μέρκελ με βοηθό της το 2011. Εκείνη την εποχή, οι εταίροι της Ελλάδας συζητούσαν πιθανό “κούρεμα” στα ελληνικά ομόλογα που κατείχαν ιδιώτες. (Η πρόταση αυτή έγινε μέρος της διάσωσης του 2012, όμως δεν πέρασε και στις κυβερνήσεις και τους δημόσιους οργανισμούς που κατείχαν ελληνικό χρέος). “Η Μέρκελ φοβόταν πως η Ελλάδα δεν θα ξεπερνούσε τα προβλήματα της ακόμη και με πρόσθετο κούρεμα, μιας και δεν θα ήταν ικανή να διαχειριστεί το υπόλοιπο χρέος” αναφέρεται στις διαρροές της NSA.
50 δισ. στο διάστημα 2015-2018.
Είναι σαφές ότι αρκετοί ευρωπαίοι ηγέτες ένιωσαν το ίδιο. Ανησυχούσαν όμως ότι διαγράφοντας μέρος του ελληνικού χρέους θα δημιουργούσαν προηγούμενο για άλλες βαριά χρεωμένες χώρες, όπως η Ιρλανδία, η Ιταλία και η Πορτογαλία. Αντί, λοιπόν, να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο, επέμειναν στο σενάριο της λιτότητας και των διαρθρωτικών αλλαγών που θα οδηγούσε στην ολική αποπληρωμή του χρέους. Στρατηγική γνωστή με το όνομα “επεκτείνω και υποκρίνομαι”. Το ελληνικό κοινό, αφού για πέντε χρόνια κατάπιε το “φάρμακο” της Ε.Ε και είδε τον δείκτη ανεργίας να ξεπερνά το 25%, είπε “αρκετά” και ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτά είναι γνωστά και κανείς δεν ξέρει την επίδραση της ανάλυσης στο δημοψήφισμα. Ο Αλέξης Τσίπρας εκμεταλλεύτηκε την έκθεση περιγράφοντάς την ως “δικαίωση για την ελληνική κυβέρνηση καθώς επιβεβαιώνει το αυτονόητο: Το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο”. Αυτό είναι αλήθεια. Ωστόσο, η έκθεση προειδοποιεί ότι έξι μήνες διαφωνιών και μικροπολιτικής άφησαν την ελληνική οικονομία σε επείγουσα ανάγκη για μεγαλύτερη πίστωση. Συγκεκριμένα, απαιτούνται περισσότερα από 50 δισεκατομμύρια ευρώ στο διάστημα 2015-2018, εκ των οποίων τα 36 πρέπει να έρθουν από τους ευρωπαίους εταίρους.
Χρεοκοπία ή άφεση χρέους
Αυτό φέρνει τους έλληνες ψηφοφόρους μπροστά σε ένα δίλημμα. Ο Τσίπρας υποστηρίζει ότι το “Οχι” στην τελευταία πρόταση των δανειστών θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση για νέα συμφωνία. Εντούτοις, πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες έχουν καταστήσει σαφές ότι θα ήθελαν να δουν τον Τσίπρα να αποχωρεί και αναφέρουν ότι το “Οχι” θα οδηγήσει την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης, κάτι που οι Έλληνες δεν επιθυμούν. Πρέπει, λοιπόν, οι ψηφοφόροι να στηρίξουν μια κυβέρνηση που δεν μπορεί να απαντήσει πότε θα ανοίξουν οι τράπεζες; Ή θα πρέπει να δεχτούν τις υπαγορεύσεις της Ε.Ε; Καθόλου ελκυστική επιλογή.
Τώρα πια έχουμε κάποια σαφήνεια για τη μεγάλη εικόνα. Η Ελλάδα δεν πρόκειται με περικοπές, ή με μεταρρυθμίσεις, ή με ανάπτυξη να φτάσει στη βιωσιμότητα του χρέους. Είτε θα προχωρήσει σε χρεοκοπία έναντι όλων των δανείων της και θα υιοθετήσει νέο νόμισμα, είτε θα χρειαστεί άφεση χρέους όπως έγινε με τη Γερμανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν πάνω από το μισό του χρέους της διαγράφηκε. Αυτή είναι η πραγματικότητα.