«Εξομολογήσεις μιας μάσκας», του Γιούκιο Μισίμα
Γράφοντας στην αιχμή του δόρατος
Κανείς δεν μας ρώτησε για το πρόσωπο. Το δικό μας. Των άλλων. Κανείς δεν μας ρώτησε για τα χέρια, τα πόδια, το σώμα. Το δικό μας. Των άλλων. Κανείς δεν μας ρώτησε για τον χτύπο της καρδιάς και τη ροή του αίματος. Τη δική μας. Των άλλων. Όλοι, όμως, ρωτάνε, κοιτάνε δηλαδή με τον τρόπο τους, για τη μάσκα μας. Λογικό. Δεν περιμένουν δυο μάτια, μια ανάσα και τη γραμμή των χειλιών. Όχι. Περιμένουν έναν σιωπηλό καθρέφτη. Όταν ρωτάνε, το άηχο κύμα της σιωπής ζητάνε. Όταν θυμώνουν, το ράγισμα περιμένουν καθώς ακίνητοι κοιτάνε. Όταν ερωτεύονται, το χνούδι των φτερών κολλάνε στη διάφανη επιφάνεια. Και όταν θέλουν να πεθάνουν, τη μάσκα κάνουνε κομμάτια και τη στολίζουν με δόξα, φήμη και λυτρωτική απελευθέρωση. Το πρόβλημα είναι ότι αυτός που φορά τη μάσκα δεν μπορεί να τη δει. Τη νιώθει, την ψαύει, φροντίζει τις οπές της, αλλά η εικόνα της μένει άπιαστη. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά είναι φορεμένα από την πρώτη μέρα. Κι αν κάποιος τα σχεδιάσει και τους δώσει χρώμα και κίνηση, τα συναισθήματα και οι βασανιστικές σκέψεις πίσω απ’ αυτά θα μείνουν αθέατα. Ένας τρόπος υπάρχει για να δεις/δούμε ολόκληρη τη μάσκα: να τη γράψεις πάνω σε λευκό χαρτί. Να τη γράψεις με την αιχμή του δόρατος, όπως ο Γιούκιο Μισίμα στο «Εξομολογήσεις μιας μάσκας» (Εκδόσεις Αγρα).
Ο Γιούκιο Μισίμα ανήκει στους δημιουργούς που πάτησαν ηθελημένα το κοφτερό γυαλί της αλήθειας. Ο Ιάπωνας συγγραφέας αμέσως κατάλαβε, ένιωσε, την πίεση της αποδοχής του φύλου, του άλλου και του σώματος. Αντιλήφθηκε γρήγορα ότι τα κοινωνικά στερεότυπα, οι προκαθορισμένες γραμμές, δεν είναι για να σπάνε. Η προσαρμογή ήταν η μοναδική επιλογή. Όλα «δικά» του και όλα υπαγορευμένα. Για τον Μισίμα, ο άνθρωπος ήταν ο αντικατοπτρισμός που όριζε ο άλλος άνθρωπος. Ο τρόπος που αντιμετωπιζόταν, και αντιμετωπίζεται, η ανθρώπινη φύση ήταν ένας διαρκής εγκλωβισμός, μια παγίδευση στο είναι των άλλων και στο είμαι του εαυτού. Η αυτοδιαχείριση σώματος, συναισθημάτων, επιθυμιών, ήταν κάτι αδύνατο, κάτι αυτοκτονικό. Αν δεν γίνεις ένα με το δοσμένο τοπίο, καταδικάζεσαι σε απομόνωση, μαρασμό, θάνατο. Ε, ο Μισίμα πήγε με τα χίλια πάνω σε όλα αυτά! Πριν βάλει τέλος στη ζωή του, πήρε το μελάνι και έγραψε για τον εαυτό του πάνω στον εαυτό του, στο σώμα του, στην ψυχή του. Και το έκανε έχοντας για άστρο-οδηγό τη σεξουαλική αναζήτηση, έκφραση, την πάλη για την επικράτηση της ομοφυλοφιλίας του. Η εξερεύνηση της σεξουαλικής ταυτότητας ήταν το φως και το σκοτάδι που πέρασε από τη μάσκα του. Ο Μισίμα στάθηκε στη μέση της εσωτερικής και εξωτερικής διαδρομής του και ό,τι αποκόμισε απ’ αυτό μας το πρόσφερε με το αίμα της αλήθειας. Οι «Εξομολογήσεις μιας μάσκας» είναι η πέτρα που ταράζει την επιφάνεια της τάξης, της ευπρέπειας, της άψυχης ζωής.
Η ειλικρίνεια του Μισίμα σε αφοπλίζει. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ο ίδιος αποφάσισε από την πρώτη στιγμή να εκθέσει τις εσωτερικές πληγές του. Και το έκανε με πάθος και χωρίς καμία έκπτωση. Ο ίδιος χαρακτήρισε το μυθιστόρημα αυτό ως «μια σεξουαλική αυτοβιογραφία». Δεν μπορούσε, λοιπόν, να προσποιηθεί, να πλάσει μύθους που δεν του ανήκαν. Η υπηρέτηση του κάλλους, ο έρωτας για το ίδιο φύλο, η αυτοκαταστροφή και το απελευθερωτικό ταξίδι της αυτοχειρίας, ήταν και είναι τα βασικά μονοπάτια του, του ανήκουν. Η εκβιαστική αποδοχή των κατασκευασμένων κανόνων του φύλου, η τυραννία της ανάγκης για ένταξη σε ένα σκληρό κοινωνικό πεδίο και η άρνηση της ομορφιάς του θανάτου, αυτά είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη μάσκα και την εξομολόγηση του Μισίμα. Διαβάζουμε στη σελίδα 244: Είχα ξεχάσει την ύπαρξη της Σονόκο. Δεν σκεφτόμουν παρά μόνο ένα πράγμα: Εκείνον τον νεαρό να βγαίνει στους δρόμους του κατακαλόκαιρου έτσι όπως ήταν, ημίγυμνος, και να μπλέκει σε καβγά με μια αντίπαλη συμμορία. Ένα αιχμηρό μαχαίρια να διαπερνάει την κοιλιά του, να τρυπάει τον κορμό του. Αυτό το λερωμένο ζωνάρι της κοιλιάς, όμορφα βαμμένο με αίμα. Ο τρόπος που αφηγείται είναι παθιασμένος και γι’ αυτό απόλυτα ελεγχόμενος. Η αμεσότητα συνδυάζεται με μια έντονη λυρικότητα και τα επεισόδια της ζωής του διαπερνάνε τη σάρκα μας και διαλύουν τους καθρέφτες μας. Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στον Αλέξη Καλοφωλιά.