Εξόριστος στη θερινή λεωφόρο
Φαντάσματα ή κολασμένοι;

Τους βλέπεις γύρω σου, όπως κάθε χρόνο λιγοστεύουν όσο πλησιάζει ο Δεκαπενταύγουστος…Είναι βέβαια λίγο περισσότεροι από πέρυσι τέτοια εποχή, όπως και τότε ήταν λίγο περισσότεροι από την προηγούμενη χρονιά. Σίγουρα όμως είναι πολύ λιγότεροι από δέκα πέντε ημέρες πριν ή άλλες τόσες μετά. Είναι μια από τις ελάχιστες περιόδους του χρόνου, πιο πολύ ίσως μάλιστα από οποιαδήποτε άλλη, κατά τις οποίες η πόλη σχεδόν αδειάζει.
Οι περισσότεροι κάτοικοι της την έχουν εγκαταλείψει, αναζητώντας την προσωρινή έστω ανάπαυλα που έχουν συνηθίσει να αποκαλούν διακοπές, αφήνοντας πίσω τους, σχετικά λίγους. Τόσους ώστε θα μπορούσαν να είναι και τα φαντάσματα της πόλης, μόνο που τούτα τα φαντάσματα έχουν σάρκα και οστά… Ένα από αυτά τα φαντάσματα είσαι και εσύ και φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά, δεν συνέβη μεν πέρυσι αλλά έχει γίνει και άλλοτε τα τελευταία χρόνια. Καμία άλλη φορά δεν είχες όμως τόσο πολύ αυτήν ακριβώς την αίσθηση, ότι είσαι ένα φάντασμα, ένας άυλος ίσκιος που γλιστράει αθόρυβα ανάμεσα σε άλλους τέτοιους ενώ την ίδια στιγμή είσαι και νιώθεις πιο ζωντανός από ποτέ, η καρδιά σου χτυπάει, το αίμα τρέχει στις φλέβες σου και το μυαλό σου δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται, με πυρετώδη σχεδόν ρυθμό. Σε τόσο κραυγαλέα αντίθεση με τη ραθυμία και τη σχεδόν νεκρική ακινησία και ησυχία που επικρατεί παντού γύρω σου…
Περπατάς στους, σχεδόν κενούς από αυτοκίνητα, νυχτερινούς δρόμους, βλέποντας μόνο που και που από μακριά ένα άλλο από τα φαντάσματα της πόλης, της πόλης σου. Και όμως, δεν μπορείς να μην διαπιστώσεις τις διαφορές, κάνοντας τη σύγκριση με τις ίδιες τούτες ημέρες πριν από ελάχιστα ακόμη χρόνια. Πριν απ’ όλα τα φωτισμένα παράθυρα των διαμερισμάτων, τα οποία είναι περισσότερα. Ναι, χρόνο με το χρόνο τα φαντάσματα της θερινής πόλης αυξάνονται, αργά μα σταθερά.
Και τότε, με διαύγεια που τρομάζει ακόμη και εσένα τον ίδιο, συνειδητοποιείς ότι τελικά δεν πρόκειται για φαντάσματα. «Της γης οι κολασμένοι» δεν είναι εκείνοι που ήταν κάποτε, πλέον είναι όσοι έχουν απομείνει στην πόλη αυτές τις ημέρες του Αυγούστου. Στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο «της γης οι κολασμένοι» δεν είναι παρά όσοι δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν, να δραπετεύσουν από την πόλη, έστω και για ένα τετραήμερο…Όχι όσοι δεν έχουν πού να μείνουν και κυρίως τι να φάνε, εκείνοι έχουν πέσει πια στους χαμηλότερους κύκλους της κόλασης. Όμως και εκείνοι που ευτυχώς έχουν εξασφαλισμένα αυτά τα δύο – μαζί τους φυσικά και εσύ – αλλά έμειναν πίσω, βρίσκονται ήδη στους πρώτους κύκλους της κόλασης, μπορούν να αισθανθούν την κάψα από τα καζάνια της. Δεν μπορείς βέβαια και να μην σκεφτείς ότι κάποιοι άλλοι, π. χ. λίγες χιλιάδες χιλιόμετρα πιο ανατολικά, στη Γάζα, βιώνουν μιαν άλλη, πολύ πιο καυτή και οδυνηρή κόλαση. Έχει όμως οποιοδήποτε νόημα να συγκρίνεις τις διαφορετικές επίγειες κολάσεις που είναι υποχρεωμένοι να υπομένουν οι άνθρωποι ενώ – κατά τα άλλα και τυπικά – ακόμη ζουν; Υφίσταται άραγε ακόμη και η έννοια της δικαιοσύνης όταν έστω και ένας άνθρωπος οπουδήποτε στη γη βιώνει κάτι τέτοιο;
Από την άλλη όμως η κόλαση καθενός είναι πάντα απόλυτα και αποκλειστικά προσωπική γι’ αυτό και η χειρότερη, η πιο τρομερή κόλαση είναι αυτή που υπάρχει μέσα του…Δεν είναι εγωιστικό λοιπόν μια τέτοια στιγμή να ασχολείσαι πριν απ’ όλα, αν όχι μόνο, με τη δική σου κόλαση, αντίθετα μπορεί να σε βοηθήσει να κατανοήσεις καλύτερα και εκείνη όλων των υπολοίπων. Καθώς περπατάς αργά λοιπόν, αναλύεις ψύχραιμα και μεθοδικά, τους παράγοντες, τις παραμέτρους και τις συνιστώσες της κόλασης σου, η οποία δεν μπορείς να μην το δεις, στην μικροκλίμακα αυτών των ημερών είναι πιο έντονη και χειρότερη από όσο τον υπόλοιπο καιρό. Επειδή πολύ απλά είσαι ένας από εκείνους που δεν κατόρθωσαν να απομακρυνθούν από τις φωτιές της ακριβώς την εποχή κατά την οποία οι κάθε είδους διάβολοι της ρίχνουν περισσότερο κάρβουνο σε αυτές, δεν είναι ούτε κακό ούτε φίλαυτο να το παραδεχθείς.
Κοιτάζεις ψηλά το γεμάτο ακόμη φεγγάρι, το οποίο είναι το μόνο που φωτίζει τα βήματα σου στα αρκετά πια σημεία όπου τα χρήματα δεν είναι αρκετά για να λειτουργούν οι φανοί των δρόμων…Χαμογελάς ειρωνικά, σαρκάζοντας μέσα στο σκοτάδι αυτούς που πριν λίγες ημέρες γιόρτασαν πανηγυρικά την περιβόητη πανσέληνο του Αυγούστου, προσπαθώντας να επιβάλλουν στους πολλούς την ανόητη αυταπάτη ότι «να, βλέπετε; η κόλαση δεν είναι πια εδώ ή τουλάχιστον έχει αρχίσει να απομακρύνεται…Έχουμε την αυγουστιάτικη πανσέληνο στους αρχαιολογικούς μας χώρους, την οποία αναγνωρίζει ως την καλύτερη και πιο εντυπωσιακή ολόκληρος ο κόσμος»! Πάλι καλά σκέφτεσαι που εφέτος δεν έχουμε «δύο φεγγάρια τον Αύγουστο», όπως έλεγε και ο τίτλος εκείνης της παλαιάς ταινίας του Φέρρη, γιατί θα προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι ο παράδεισος είναι ήδη εδώ και φταίμε εμείς που δεν τον βλέπουμε…Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως δεν είσαι αφελής και γι’ αυτό γνωρίζεις πολύ καλά ότι η κόλαση είναι παρούσα, περισσότερο από ποτέ και αυτό είναι δύσκολο να αλλάξει, ούτε καν once in a blue moon όπως λέει και η αγγλική ρήση, δηλαδή σχεδόν ποτέ.. Απλώς, λοιπόν, «Blue Moon», λυπημένο φεγγάρι, όπως λέει ο τίτλος του κλασικού τραγουδιού που έγραψε ο Richard Rodgers το 1934 και έχουν ερμηνεύσει τόσοι και τόσες αλλά για εσένα κανένας και καμία δεν κατάφερε να βυθιστεί τόσο πολύ και να εκφράσει τόσο καλά την θλίψη η οποία το εμφορεί όσο η Billie Holiday:
Γαλάζιο φεγγάρι
Με είδες να στέκομαι μόνος
Χωρίς ούτε ένα όνειρο στην καρδιά μου…
Από την άλλη όμως δεν θα τους κάνεις και τη χάρη να προσπαθήσεις να ξεφύγεις από την κόλαση την οποία σου έφτιαξαν βγαίνοντας από το μυαλό σου, ίσως αυτό να είναι και εκείνο που τελικά επιζητούν. Όχι, θα μείνεις απόλυτα συγκεντρωμένος και θα σκέφτεσαι όσο πιο καθαρά μπορείς, αυτός άλλωστε είναι και ο μόνος τρόπος που μπορεί κάποτε να σε οδηγήσει στην αληθινή διέξοδο από την κόλαση. Μόνον αυτός και όχι να καταλήξεις σαν εκείνους τους παλαιούς αλαφροΐσκιωτους να μιλάς στο φεγγάρι ή στον άνεμο…Τίποτα δεν είναι πιο μάταιο και γι’ αυτό και ανώφελο, άρα και επιζήμιο σε τόσο άσχημες και πιεστικές καταστάσεις όσο αυτό, όπως έλεγε και ένα τραγούδι από το ιστορικό, σχεδόν κυριολεκτικά επικό, ντεμπούτο album των King Crimson, το «In The Court Of The Crimson King» του 1969, γραμμένο από όλα τα τότε μέλη του γκρουπ σε στίχους – όπως συνέβαινε με όλα τα κομμάτια της πρώτης εποχής τους – του Peter Sinfield.
Δεν με κατέχεις, δεν με εντυπωσιάζεις
Απλά ταράζεις το μυαλό μου
Δεν μπορείς να μου δώσεις οδηγίες ή να με διευθύνεις
Απλά σπαταλάς τον χρόνο μου
Μιλώ στον άνεμο
Όλα τα λόγια μου παρασύρονται μακριά
Μιλώ στον άνεμο
Ο άνεμος δεν ακούει, ο άνεμος δεν μπορεί να ακούσει…
Αντί για αυτό λοιπόν κοιτάζεις πιο προσεχτικά γύρω σου…και διαπιστώνεις και μερικά άλλα πράγματα. Για παράδειγμα η πόλη αυτή, η πόλη σου, ήταν πάντα ζεστή τα καλοκαίρια αλλά τα τελευταία χρόνια η ζέστη της γίνεται αφόρητη, ακόμη και μια προχωρημένη νυχτερινή ώρα όπως τώρα, το τόσο τσιμέντο και η άσφαλτός της έχουν πυρακτωθεί τόσο πολύ κατά τη διάρκεια της ημέρας, που το όλο και λιγότερο πράσινο δεν προλαβαίνει να τα δροσίσει τις ώρες του σκοταδιού. Φυσικά μια κλιματική αλλαγή συντελείται σε όλο τον πλανήτη αλλά είναι μόνον αυτό; Γιατί δεν είναι μόνον η ζέστη αλλά κάτι γενικότερο…Είναι η συνολική αίσθηση ότι η πόλη γίνεται όλο και πιο εχθρική απέναντι σου, όλες τις εποχές, τον χειμώνα αλλά ακόμη περισσότερο το καλοκαίρι. Είναι σα να μετατρέπεται σιγά – σιγά σε μια πόλη – τέρας, έναν Λεβιάθαν, όχι με τη μεταφορική έννοια του ομότιτλου βιβλίου του Χομπς αλλά με την κυριολεκτική, εκείνη του τέρατος της Βίβλου. Ένας Λεβιάθαν που θαρρείς ότι σε επιβουλεύεται και προσπαθεί να απορροφήσει από εσένα και κάθε άλλον, ακόμη και την τελευταία ικμάδα ζωής, να κάνει και τους ανθρώπους άψυχους, νεκρή ύλη όπως τα κτίρια και οι δρόμοι που αποτελούν το ήδη μισοσαπισμένο σώμα του.
Για πρώτη ίσως φορά λοιπόν αρχίζεις να προβληματίζεσαι για το γιατί και πως γεννήθηκε αυτός ο Λεβιάθαν που κοντεύει να πάρει τη θέση της γενέθλιας πόλης σου. Η απάντηση στο ερώτημα είναι πολύ σύνθετη και σίγουρα θα σου πάρει πολύ καιρό για να την δώσεις στην ολοκληρία της… Σχεδόν ενστικτωδώς όμως καταλαβαίνεις ότι ένα μεγάλο μέρος της βρίσκεται στην κενότητα γύρω σου. Όχι στην κενότητα της πόλης εξαιτίας των πολλών που λείπουν από αυτήν, μιαν άλλου είδους κενότητα η οποία θα υφίσταται ακόμη και όταν όλοι θα έχουν επιστρέψει…Είναι η κενότητα των τόσων σπιτιών και διαμερισμάτων με τις επιγραφές ότι πωλούνται και ενοικιάζονται να παραμένουν στις προσόψεις τους για τόσο πολύ, σε ορισμένες περιπτώσεις πλέον για ολόκληρα χρόνια. Και ακόμη περισσότερο είναι η κενότητα των μεγαλύτερων ή μικρότερων εργασιακών χώρων…Αυτό δεν μπορεί παρά να αφήσει και τις ζωές αρκετών από τους τελευταίους κενές από τροφή, κατοικία και τελικά και από περιεχόμενο, να τις κάνει να πάψουν να είναι αληθινές, ουσιαστικές ζωές. Πέρα και πάνω από κάθε θεωρία, αυτή είναι η κυριότερη και η πλέον ολέθρια συνέπεια της οικονομικής κρίσης που σαρώνει σαν λαίλαπα την πόλη σου για τόσο καρό.
Έτσι, όλο και περισσότεροι θα φεύγουν και όχι για λίγες ημέρες το καλοκαίρι, αλλά για να γεμίσουν άλλους εργασιακούς χώρους, σε άλλες περιοχές της χώρας ή χειρότερα σε άλλες πόλεις, πολύ μακριά από τη γενέθλια. Το ίδιο το σύμπαν άλλωστε απεχθάνεται το κενό, πώς να το ανεχθεί μια πόλη ή ακόμη περισσότερο ένας άνθρωπος;
Με αυτές τις σκέψεις σταματάς μπροστά σε έναν ακόμη ισόγειο, μεγάλο, κενό εργασιακό χώρο. Και καθώς κοιτάς μέσα στο σκοτάδι τα άδεια πλέον τετραγωνικά μέτρα που κάποτε, ίσως μόλις λίγο καιρό πριν, έσφυζαν από ζωή και ταυτόχρονα – και αυτό είναι το σημαντικότερο – παρήγαγαν ζωή, έστω τις κυριότερες προϋποθέσεις για αυτήν, ξαφνικά μέσα στο κεφάλι σου αρχίζουν να ακούγονται οι νότες ενός τραγουδιού (επίσης από το πρώτο δίσκο των King Crimson και το γνωστότερο του, το «Epitaph») και είναι σαν επάνω στο μεγάλο και βρώμικο πια τζάμι να προβάλλονται οι στίχοι του:
Ο τοίχος επάνω στον οποίο έγραψαν οι προφήτες
Ραγίζει στα σημεία των ενώσεων του
Επάνω στα εργαλεία του θανάτου
Λάμπει εκτυφλωτικά το ηλιόφως
Όταν κάθε άνθρωπος είναι διχασμένος
Ανάμεσα σε εφιάλτες και όνειρα
Θα καταθέσει κανείς το επιτάφιο στεφάνι
Καθώς η σιωπή θα πνίγει τις κραυγές;
Η σύγχυση θα είναι ο επιτάφιος μου
Καθώς σέρνομαι σε ένα όλο ρωγμές και συντρίμμια μονοπάτι
Αν τα καταφέρουμε θα μπορέσουμε όλοι μαζί να αναπαυθούμε και να γελάσουμε
Αλλά φοβάμαι ότι αύριο θα κλαίω
Ναι, φοβάμαι ότι αύριο θα κλαίω…
Αν όμως «το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» εσένα σίγουρα δεν σε λένε έτσι και, ακόμη πιο σίγουρα, δεν είσαι χαρακτήρας σε θεατρικό έργο του Ευγενίου Ο’ Νιλ! Και ξαφνικά αισθάνεσαι να σε πλημμυρίζει μία έλλογη και γι’ αυτό συγκροτημένη, άρα και συγκρατημένη, αισιοδοξία γιατί δίχως καν προσπάθεια έχεις συνειδητοποιήσει ποιος είναι ο ένας και μοναδικός δρόμος προς τα εμπρός…Και ο δρόμος αυτός δεν είναι παρά εκείνος που δείχνει ένα παλαιότερο σύνθημα το οποίο θυμάσαι και λες μέσα σου, με δυνατή και οργισμένη φωνή για το ακούσει καλά ο ίδιος ο εαυτός σου: «Reclaim our city»! Ναι, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να απαιτήσουμε και να ανακτήσουμε και πάλι, να πάρουμε πίσω την πόλη μας. Πώς όμως θα γίνει αυτό;
Με τον μόνο δυνατό τρόπο…Για κάποιο λόγο που δεν μπορείς ακόμη να εξηγήσεις ξέρεις ότι κάποιοι – λίγοι ίσως στην αρχή και περισσότεροι αργότερα – κάποτε, αργά ή γρήγορα, θα κατορθώσουν, αν όχι να διώξουν εντελώς την κόλαση, τουλάχιστον να την κάνουν πιο υποφερτή, θα την φέρουν πάλι στα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Κάποιοι κάποτε θα εξοντώσουν τον Λεβιάθαν απλά με το να τον ξανακάνουν την πόλη σου, μια πόλη πριν απ’ όλα και πάλι ανθρώπινη, γεμάτη από κίνηση, δράση και ζωή, κατά συνέπεια λοιπόν – αφού αυτά τα δύο είναι τόσο, μα τόσο πολύ αλληλένδετα – και τις ζωές των κατοίκων της να πάψουν να είναι κενές και να αποκτήσουν ξανά περιεχόμενο, ουσία και νόημα. Κάποια από τα ζωντανά φαντάσματα της πόλης θα σταματήσουν να είναι τέτοια και θα διεκδικήσουν το αυτονόητο, να γίνουν και πάλι άνθρωποι με όλη τη σημασία της λέξης και όχι, ποτέ ξανά, υπάνθρωποι ή και ανθρωπάκια. Και το γνωρίζεις, πριν καν ακόμη το σκεφτείς, ότι έχεις ήδη αποφασίσει πως θα είσαι ανάμεσα τους…
Κοιτάζεις για άλλη μια φορά ψηλά και ευγνωμονείς το σύμπαν για το ότι, παρά την ασχήμια, τη βρώμα και τη βουβή απελπισία γύρω σου, ο συνδυασμός του γαλάζιου του ουρανού και του χρυσού του ήλιου του τόπου όπου γεννήθηκες και ζεις είναι μοναδικός στον κόσμο. Και δεν μπορείς να μην θυμηθείς ένα τελευταίο τραγούδι, του Sting αυτήν τη φορά, από την εποχή που ήταν ακόμη ένας καλός δημιουργός (πιο συγκεκριμένα από τον πρώτο προσωπικό του δίσκο, το «The Dream Of The Blue Turtles» του 1985) και όχι ένας σύγχρονος γκουρού ο οποίος εκστομίζει «φιλοσοφίες» – δηλαδή τρομερά σοβαροφανείς και βαρύγδουπες αλλά και ματαιόδοξες και βλακώδεις κενολογίες – επί σχεδόν παντός επιστητού. Κατά μιαν έννοια το «Moon Over Bourbon Street» είναι η ιστορία ενός ακόμη φαντάσματος που κινείται τις νύχτες σε μια πόλη, η οποία κατά κάποιον τρόπο, είναι και αυτή φάντασμα, η ιστορία ενός βρικόλακα στη Νέα Ορλεάνη. Ενός άλλου τύπου «φαντάσματος» που όμως, προς το φινάλε του τραγουδιού, ανακαλύπτει τελικά το πως μπορεί να πάψει να είναι τέτοιο και να γίνει…τι αλήθεια; Το «φάντασμα» αυτό μπορεί ίσως να μην ξέρει ακόμα αλλά νιώθει ότι θα είναι κάτι καλύτερο, κάτι περισσότερο από την επίφαση – ή πρόφαση; – ζωής που ζούσε ως τότε. «Πρέπει να αγαπώ αυτό που καταστρέφω και να καταστρέφω ό,τι αγαπώ», μήπως άραγε αυτό δεν είναι αυθεντική διαλεκτική που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του σήμερα;
Καθώς λοιπόν τα βήματα σου κατευθύνονται σχεδόν αυτόματα προς τον σταθμό του μετρό – αυτής της φλέβας ζωής της πόλης και όχι απόληξης των τοξικών σπλάγχνων του Λεβιάθαν που αποβάλλουν μόνον ρύπους! – ο οποίος μόλις άνοιξε, αρχίζεις να μουρμουρίζεις στον εαυτό σου αυτό το τραγουδάκι:
Έχει φεγγάρι πάνω από την οδό Μπέρμπον απόψε
Βλέπω πρόσωπα καθώς περνούν κάτω από το χλωμό φεγγαρόφωτο
Δεν έχω άλλη επιλογή από το να ακολουθήσω αυτό το κάλεσμα
Τα λαμπερά φώτα, τα πρόσωπα, το φεγγάρι και όλα
Προσεύχομαι κάθε μέρα να είμαι δυνατός
Γιατί ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι λάθος
Ω, δεν θα ξαναδείς ποτέ τον ίσκιο μου ούτε θα ξανακούσεις τον ήχο των βημάτων μου
Ενώ έχει φεγγάρι πάνω από την οδό Μπέρμπον
Ή την οδό Πανεπιστημίου, Σταδίου, Μητροπόλεως, Ερμού ή και Ανωνύμου Του Έλληνος και, όσον αφορά εσένα τουλάχιστον, ποτέ πια σαν ένα ακόμη φάντασμα…