Εξουσιαστική κατασκευή ή ορθολογικό εργαλείο χειραφέτησης;

Η επιστημονική γνώση και ο ρόλος της στα εκπαιδευτικά προγράμματα

| 23/09/2015

Την άνοιξη του 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ μια εξαιρετική συμβολή του καθηγητή Κώστα Σκορδούλη στο ζήτημα της σύνδεσης της φιλοσοφίας των φυσικών επιστημών με τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τη μεθοδολογία που αφορά στη διδασκαλία των φυσικών επιστημών. Πρόκειται για ένα βιβλίο που απευθύνεται σε φοιτητές, εκπαιδευτικούς, επιστήμονες, αλλά και σε κάθε πολίτη ευαισθητοποιημένο σε θέματα που σχετίζονται με την αλληλεπίδραση της επιστήμης με άλλα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας στα πλαίσια της κοινωνίας, καθώς διερευνά τη σχέση της επιστήμης με την ιδεολογία, την τεχνολογία, την πολιτική, την οικονομία, την ηθική, την ψυχολογία, τη γνωσιοθεωρία και όλα αυτά υπό το πρίσμα της ιστορικής εξέλιξής τους, με έμφαση μάλιστα, στο πώς αναπτύσσονται οι σχέσεις αυτές στο πλαίσιο του ύστερου καπιταλισμού.

EPISTIMONIKI-GNOSH_400Το βιβλίο ξεκινάει με ορισμένα διαχρονικά θεμελιώδη ερωτήματα, όπως το «τί είναι όλα όσα υπάρχουν», καθώς και «τί είναι η γνώση και αν είναι εφικτή». Με αφετηρία την τριμερή θεωρία της γνώσης, σύμφωνα με την οποία «γνώση είναι η δικαιολογημένη, αληθής πεποίθηση», ο συγγραφέας επιχειρεί να αντιπαρατεθεί με ακραία σκεπτικιστικά ρεύματα που αμφισβητούν τη δυνατότητα ύπαρξης γνώσης και τους στόχους της και τονίζει ότι τα οφέλη της γνώσης είναι σημαντικά και επειδή αυτή μας δίνει τη δυνατότητα κατανόησης του κόσμου και επειδή «καθοδηγεί τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες ικανοποιούμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας».

Στη συνέχεια, εξετάζει τις διάφορες προσεγγίσεις που διδάσκονται στα εγχειρίδια σχετικά με το σε τί συνίσταται η επιστημονική μέθοδος και ποιά είναι τα στάδιά της και επικαλείται ιστορικά παραδείγματα τα οποία δε «χωράνε» στις κυρίαρχες αυτές προσεγγίσεις, στην προσπάθειά του να δείξει ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μία και μοναδική πορεία προς τη γνώση. Με βάση αυτό, ασκεί σκληρή κριτική στον επαγωγισμό (που ακόμα και σήμερα θεωρείται από πολλούς και διδάσκεται ως ο κατεξοχήν τρόπος με τον οποίο προχωρά η επιστήμη), σύμφωνα με τον οποίο η επιστήμη ξεκινάει με παρατηρήσεις και από αυτές προχωρά σε γενικεύσεις. Υποστηρίζει ότι, συχνά, σαφώς διατυπωμένες θεωρίες αφενός προηγούνται παρατηρήσεων και αφετέρου επηρεάζουν την εμπειρία που βιώνει ο παρατηρητής. Εις επίρρωση αυτού, επικαλείται τον Karl Popper ο οποίος έχοντας από νωρίς διαπιστώσει τις αδυναμίες των επαγωγικών συλλογισμών θεωρούσε ότι: «η γνώση δεν αρχίζει με την εμπειρία, αλλά με τη θεωρία, η οποία ελέγχεται από την εμπειρία. Δηλαδή, η σχέση θεωρίας και εμπειρίας δεν είναι επαγωγική αλλά παραγωγική».

Κατόπιν, γίνεται εκτενής αναφορά στο ρεύμα του Λογικού Θετικισμού και στον περίφημο Κύκλο της Βιέννης. Μέσα από μια περιπλάνηση στις απόψεις προσωπικοτήτων, όπως ο K. Gödel , ο O. Neurath, ο  M. Schlick και ο R. Carnap, αποκρυσταλλώνονται οι βασικοί στόχοι του ρεύματος αυτού, δηλαδή, η λογική ανάλυση της έγκυρης (βλ. επιστημονικής) γνώσης και η οριοθέτηση της επιστήμης από τη μεταφυσική. Αναδεικνύεται η ανεπάρκεια της «αρχής της επαληθευσιμότητας» που προτάθηκε ως κριτήριο για την οριοθέτηση αυτή και αναπτύσσεται η «αρχή της διαψευσιμότητας» που αντιπρότεινε με κριτικό ορθολογισμό ο Popper.

Karl Popper

Karl Popper

Ιδιαίτερη ανάλυση γίνεται, δε, στην ιστορικιστική/σχετικιστική στροφή που έγινε τη δεκαετία του 1960 στην επιστημολογία και στην επίθεση που έγινε στο Λογικό Θετικισμό και σε μια από τις βασικές θέσεις του ότι η επιστήμη είναι μια ομαλή, συνεχής, γραμμική διαδικασία συσσώρευσης γνώσεων και θεωριών. Με ορόσημο την έκδοση του έργου «H Δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», του Thomas Kuhn, το 1962, αρχίζει να διαδίδεται ευρέως η αντίληψη ότι η ανάπτυξη της επιστήμης είναι μια ασυνεχής διαδικασία βίαιων ανατροπών. Υποστηρίζεται από τους ιστορικιστές ότι οι επιστημονικές θεωρίες, τα «παραδείγματα» κατά Kuhn, είναι ιστορικές οντότητες με γέννηση, ακμή, παρακμή και τέλος, οι οποίες εγκαθιδρύονται και ανατρέπονται με «επαναστατικές» διαδικασίες και η επικράτησή τους δεν οφείλεται τόσο στην εξηγητική τους πληρότητα, όσο στην προπαγανδιστική ικανότητα των υποστηρικτών τους.  Μάλιστα, δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια σύγκρισης δύο αντιμαχόμενων «παραδειγμάτων». Δεν υπάρχει ορθολογικός τρόπος επιλογής ανάμεσα σε αντικρουόμενα παραδείγματα, καθώς οι επιστήμονες που είναι στρατευμένοι σε διαφορετικά παραδείγματα «μιλούν διαφορετική γλώσσα». Αναγνωρίζεται, δηλαδή, ότι η ισχύς των παραδειγμάτων εδράζεται εν πολλοίς στην ύπαρξη μιας κοινής, συνομολογημένης γλώσσας και εδώ γίνεται φανερή η επιρροή του «ύστερου» Wittgenstein. Κεντρική σημασία, επίσης, σύμφωνα με τον Kuhn, στη συγκρότηση και επικράτηση ενός παραδείγματος, το οποίο είναι ένα «ισχυρό πλέγμα εννοιολογικών, θεωρητικών, μεθοδολογικών ακόμα και μεταφυσικών παραδοχών», παίζουν παράγοντες πολιτικοί, οικονομικοί, ιδεολογικοί και γενικά πολιτισμικοί.

TS-Kuhn

Thomas Kuhn

Οι αναζητήσεις της επιστημολογίας έφτασαν στα άκρα από τον «αναρχικό» Paul Feyerabend, που υποστήριξε πως η προσπάθεια επιβολής κανόνων που λένε στους επιστήμονες τί πρέπει να κάνουν, οδηγεί στο δογματισμό και αποβαίνει εις βάρος της ελευθερίας του ατόμου. Σύμφωνα με τον Feyerabend, όλες οι μεθοδολογίες έχουν ανεπάρκειες, οι οποίες καταδεικνύονται από την ίδια την ιστορία της επιστήμης, καθώς έχουν υπάρξει συγκεκριμένα επεισόδια που δεν εξηγούνται με τους κανόνες καμιάς μεθοδολογίας. Η θέση του περί αδυναμίας ορθολογικής σύγκρισης θεωριών, καταλήγει σε έναν υποκειμενισμό που εκφράζεται με το «όλα επιτρέπονται» και που αναγνωρίζει μείζονα ρόλο στις προσωπικές προτιμήσεις των επιστημόνων οι οποίες μπορεί να σχετίζονται με θρησκευτικές προκαταλήψεις, αισθητικές κρίσεις, διαίσθηση, προσωπικές φιλοδοξίες κ.τ.λ. Επομένως, στην προσπάθεια κατανόησης των επιλογών ενός επιστήμονα και μιας επιστημονικής κοινότητας απαιτείται, επιπλέον, η συνδρομή της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας αντίστοιχα. Στην προσπάθειά του, όμως, να αντιτεθεί στην ομογενοποίηση που επιβάλλει η δυτική επιστημονική εκπαίδευση, ο Feyerabend, εν τέλει, φτάνει σε ακραίες θέσεις, καθώς δεν αναγνωρίζει καμία γνωστική ανωτερότητα της επιστήμης σε σχέση με άλλα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως για παράδειγμα η αστρολογία ή η μαγεία.

EPISTIMONIKI-GNOSH_400ξκλ

Η εγκατάλειψη της θετικιστικής αντίληψης φαίνεται να συμπαρασύρει κάθε έννοια ορθολογικότητας που μέχρι τότε ήταν σύμφυτη με την επιστήμη. Στη δεκαετία του 1970 που ακολουθεί εμφανίζονται νέες τάσεις στην επιστημολογία που προσπαθούν να αντιπαρατεθούν στο σχετικισμό και τις ακρότητές του. Εξέχουσα θέση στην απόπειρα αυτή έχει ο Imre Lakatos, ο οποίος στο έργο που αναπτύσσει, επιχειρεί να συνδέσει εκ νέου την επιστήμη με την ορθολογικότητα και να αποκαταστήσει την κλονισμένη εγκυρότητα της επιστήμης. Επιχειρεί, πιο συγκεκριμένα θα λέγαμε, να αμβλύνει τη σύγκρουση ανάμεσα στη διαψευσιοκρατία του Popper και τις ανορθολογικές τάσεις των Kuhn και Feyerabend. Αποδεχόμενος ότι η ιστορία της επιστήμης αποτελεί ιστορία αντιμαχόμενων θεωρητικών σχημάτων, εισάγει τη «Μεθοδολογία των Επιστημονικών Ερευνητικών Προγραμμάτων» και εξηγεί το πώς η πρόοδος (δηλ. η επιλογή ενός προοδευτικότερου προγράμματος έναντι ενός στάσιμου ή εκφυλισμένου) μπορεί να αποτελέσει κριτήριο ορθολογικότητας για την εξέλιξη της επιστήμης, ενώ ταυτόχρονα εξηγεί το πώς επιδρούν εξωτερικοί παράγοντες στην επιστημονική δραστηριότητα με τρόπο που οι ίδιοι οι επιστήμονες δεν μπορούν να ελέγξουν τη στιγμή των αποφάσεων, αλλά μπορεί να φανερωθεί μόνο εκ των υστέρων.

quote-philosophy-of-science-without-history-of-science-is-empty-history-of-science-without-philosophy-of-imre-lakatos-106877

Το εγχείρημα του Lakatos, όμως, δεν κατάφερε να κλείσει το ρήγμα που άνοιξε τη δεκαετία του 1960, καθώς ο ρόλος της κοινωνιολογίας επανήλθε αργότερα, ακόμα πιο ενισχυμένος, μέσω του λεγόμενου «Ισχυρού Προγράμματος της Κοινωνιολογίας της Επιστημονικής Γνώσης» του David Bloor και της αντίστοιχης Μονάδας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, οι οποίοι προχωρώντας ακόμα πιο πέρα, δεν αρκούνται απλά στο ότι διάφοροι κοινωνικοί παράγοντες επηρεάζουν τη γένεση επιστημονικών ιδεών, αλλά θεώρησαν ότι «η γνώση ενοικεί στις κοινωνικές και γλωσσικές πρακτικές των επιστημόνων». Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη «η επιστημονική εξέλιξη δεν καθοδηγείται από μια αντικειμενική πραγματικότητα που βρίσκεται εκεί έξω. Εκεί έξω βρίσκεται πια η κοινωνία. Αυτή ακριβώς η άποψη είναι που αφαιρεί το δικαίωμα από τη φιλοσοφία της επιστήμης να μιλάει περί φύσης και δικαιώνει τη θεμελίωση των εξηγήσεων των επιστημονικών γεγονότων με βάση έννοιες όπως τα κοινωνικά συμφέροντα, η δυναμική των κοινωνικών αλλαγών και οι κοινωνικές δομές». Πλέον, δεν έχουμε να κάνουμε με επιστήμονες που θεωρούνται γιγνώσκοντα υποκείμενα που μελετούν έναν αντικειμενικά υφιστάμενο κόσμο, αλλά με αντιτιθέμενες κοινωνικές ομάδες που έχουν συγκρουόμενα συμφέροντα και σχέσεις εξουσίας μεταξύ τους. Αυτός ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός στην ακραία του εκδοχή θεωρεί ότι δεν υπάρχουν καθαρά επιστημονικά γεγονότα, ότι δεν υπάρχει η φύση και πως οι διατυπωμένοι φυσικοί νόμοι αποτελούν προϊόντα της γλώσσας. Έχουμε, λοιπόν, εδώ ένα ποιοτικό πέρασμα από την πεποίθηση περί της κοινωνικής διαμεσολάβησης της γνώσης στην πεποίθηση περί κοινωνικής κατασκευής της. Ο συγγραφέας ασκεί σκληρή κριτική στην προσέγγιση αυτή, αποσαφηνίζοντας μία σύγχυση: «η επιστήμη δεν έχει να κάνει με πραγματικά αντικείμενα per se, αλλά με αναπαραστάσεις πραγματικών αντικειμένων, οι οποίες συναρθρώνονται από τους θεωρητικούς μηχανισμούς της επιστήμης. Το γεγονός ότι ο θεωρητικός μηχανισμός είναι ανθρώπινη κατασκευή, καθώς και ότι τα φυσικά αντικείμενα εξετάζονται μέσα σε συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο, δεν συνεπάγεται ότι τα αντικείμενα της φυσικής πραγματικότητας είναι ανθρώπινες κατασκευές».

David Bloor

David Bloor

Στο φόντο της εδραίωσης του ύστερου καπιταλισμού, λοιπόν, γινόμαστε μάρτυρες και μιας αντίστοιχης προέλασης του θεωρητικού/πολιτισμικού του αντίστοιχου, του μεταμοντερνισμού, όχι μόνο στην τέχνη, στην τεχνολογία, στην αρχιτεκτονική, στην πολιτική, στην κουλτούρα των media κτλ, αλλά και στην επιστημολογία! Αυτό φυσικά, έχει συνέπειες και στον τρόπο με τον οποίο διδάσκονται οι φυσικές επιστήμες. «Στη μεταμοντέρνα κοινωνία η γνώση γίνεται λειτουργική -μαθαίνεις πράγματα, όχι απλώς για να τα ξέρεις, αλλά για να τα χρησιμοποιήσεις», εξ’ ου και η εκπαιδευτική πολιτική δίνει έμφαση στις «δεξιότητες».

Με βάση τα παραπάνω, ο συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά πλήθος προσπαθειών που έχουν γίνει διεθνώς τα τελευταία 30 περίπου χρόνια, οι οποίες, δεχόμενες την ύπαρξη ενός αντικειμενικού, εξωτερικού, φυσικού κόσμου και λαμβάνοντας υπόψη τους τις πολιτιστικές και κοινωνικές επιδράσεις στην επιστημονική γνώση, στοχεύουν στην υπέρβαση του διπόλου κονστρουκτιβισμός-αντικειμενισμός, με τη βοήθεια της ιστορίας και της φιλοσοφίας των φυσικών επιστημών. Προσπάθειες οι οποίες ταυτόχρονα προτείνουν τρόπους μετασχηματισμού των μαθητών από αντικείμενα της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε άτομα υπεύθυνα για τη χειραφέτησή τους, που να μπορούν να κατανοήσουν την εννοιολογική δομή και την εξελικτική φύση των φυσικών επιστημών, τις κοινωνικές και πολιτισμικές επιρροές στην επιστήμη και τη διαπλοκή της με την πολιτική εξουσία και να μπορούν να ασκήσουν κοινωνική κριτική και να αναπτύξουν πολιτική δράση. Τονίζει, επίσης, ο συγγραφέας πως πρέπει να αναδεικνύεται ότι η επιστήμη δεν είναι απλώς, ένα περιγραφικό εργαλείο, αλλά και ένα μορφοποιητικό εργαλείο, με την έννοια ότι πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, συχνά, επιδιώκονται με άλλοθι την επιστήμη και πλασάρονται με την «ισχυρή» της γλώσσα. «Η απόκρυψη της μορφοποιητικής διάστασης της επιστήμης μπορεί να οδηγήσει σε μια “απολυταρχία της σχολικής τάξης”, δηλαδή σε μια δόμησή της επικοινωνίας μεταξύ μαθητών και δασκάλου με βάση την υπόθεση ότι η σχολική επιστήμη αφορά μόνο σε ασκήσεις και προβλήματα που έχουν μία και μόνο σωστή απάντηση».

Κλείνοντας, αξίζει να κρατήσουμε την άποψη του M. Apple σε σχέση με τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών στη σχολική τάξη ότι «ο εκπαιδευτικός εμπλέκεται συνειδητά ή μη σε μια πολιτική πράξη. Είναι πολιτικά αφελές ή απλά τεχνοκρατικό να θεωρηθεί η σχολική τάξη ως ένας ουδέτερος χώρος, όπου η κοινωνική ανισότητα, η ιδεολογία και η οικονομική πολιτική δεν έχουν επιπτώσεις στη μάθηση».

Ο Δημήτρης Κεχρής είναι φωτογράφος και επιμελητής. Σπούδασε Φυσική στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ολοκλήρωσε το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών «Ψηφιακές Μορφές Τέχνης» της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Είναι συνιδρυτής του κόμβου θεωρίας και κριτικής της φωτογραφίας ALDEBARAN και εργάζεται ως επιμελητής στο MedPhoto Festival. Κείμενά του για τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο έχουν δημοσιευτεί σε επιθεωρήσεις, σε συλλογικούς τόμους και στον ημερήσιο Τύπο. Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος.