Ευτυχία Γιαννάκη: “Η αστυνομική λογοτεχνία πραγματεύεται θέματα που μας απασχολούν”
Μια συζήτηση με αφορμή το μυθιστόρημα “Στο πίσω κάθισμα”
Η Ευτυχία Γιαννάκη μπαίνει στην αστυνομική λογοτεχνία με αυτοπεποίθηση. Σεβόμενη τους κανόνες του είδους και γνωρίζοντας καλά τι θέλει να πει, παραδίδει ένα αξιόλογο αστυνομικό μυθιστόρημα. Πρωταγωνιστής ο αστυνόμος Χάρης Κόκκινος και μαζί το ένοχο παρελθόν, η βία, η Αθήνα. Το “Στο πίσω κάθισμα”, Εκδόσεις Ικαρος, έχει ρυθμό, αγωνία, δουλεμένη πλοκή, πολυεπίπεδη αφήγηση. Αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας της Αθήνας. Την ευχαριστούμε για τη συνέντευξη που μας παραχώρησε.
[hr]
Τι σε ώθησε να γράψεις αστυνομικό μυθιστόρημα;
Τα αναγνώσματα μου και οι αναφορές μου βρίσκονται σε αυτό που θα λέγαμε κλασική λογοτεχνία…
Κλασικούς στο συγκεκριμένο είδος;
Οχι, γενικά. Για πολλά χρόνια υπήρξα αναγνώστρια. Δεν είχα ασχοληθεί με την αστυνομική λογοτεχνία. Μου άρεσαν πολύ οι Αυστριακοί συγγραφείς, Τόμας Μπέρνχαρτ, κ.α. Φυσικά είχα διαβάσει ορισμένους κλασικούς. Αγκαθα Κρίστι, Ρουθ Ρέντελ, Πατρίτσια Χάισμιθ, Εντγκαρ Αλαν Πόε, που θεωρείται και ο “πατέρας” της αστυνομικής λογοτεχνίας. Βέβαια, δύσκολα μπορείς να βρεις τη διαδρομή που συνδέει αυτούς μ’ αυτό που είναι σήμερα η αστυνομική λογοτεχνία. Ετσι, σύγχρονα έργα αστυνομικής λογοτεχνίας ανακάλυψα την τελευταία τριετία. Αναζητούσα αναγνώσματα που θα συνδύαζαν το βάρος με την ελαφρότητα, δεδομένου ότι οι συνθήκες της ζωής μου ήταν κάπως πιεσμένες. Ξεκίνησα, λοιπόν, να διαβάζω αστυνομική λογοτεχνία και ανακάλυψα έναν νέο λαμπρό κόσμο. Εντυπωσιάστηκα από τις προεκτάσεις που μπορεί να έχει το είδος, από τις διαφορές, την εξέλιξη που υπάρχει διαχρονικά και πώς τα έργα αυτά έχουν φτάσει να αποτελούν κοινωνικά σχόλια ή να ερευνούν βαθύτερες ψυχολογικές καταστάσεις των ηρώων. Ο συνδυασμός ενός μύθου, αφήγησης που σε κρατάει σε εγρήγορση, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να αποτελεί πολύ ουσιαστικό κοινωνικό σχόλιο, να σε προβληματίζει, με εντυπωσίασε. Οπότε, διαβάζοντας αρκετά, βλέποντας τι γίνεται στο παγκόσμιο στερέωμα της αστυνομικής λογοτεχνίας, δεδομένων και των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα, θεώρησα πως μπορούσα να επιχειρήσω να φτιάξω μια αστυνομική αφήγηση που θα είχε ως κέντρο την Αθήνα και τις συνθήκες τις οποίες βιώνουμε.
Στο βιβλίο, ο τόπος, η Αθήνα, και ο καιρός παίζουν σημαντικό ρόλο στη ψυχοσύνθεση των ηρώων. Αυτό προέκυψε στην πορεία ή θεωρείς ότι το αστικό τοπίο και οι κλιματολογικές συνθήκες μπορούν να ενταχθούν σε μια αστυνομική ιστορία;
Θα έλεγα ότι ξεκίνησε αντίστροφα. Ηθελα να γράψω αστυνομικό στο οποίο η Αθήνα θα πρωταγωνιστούσε με κάποιο τρόπο. Ενας από τους στόχους μου ήταν να δώσω μια τοιχογραφία των κατοίκων της πόλης, οι οποίοι λειτουργούν ως καθρέφτης των αλλαγών που γίνονται στην πόλη και η πόλη ως καθρέφτης τους αντίστοιχα. Συνεπώς, η Αθήνα θα έλεγα ότι έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Δεν είναι ήρωας, αλλά όχι το διακριτικό σάουντρακ, παίζει ισχυρά.
Στη διάρκεια της ιστορίας το σκηνικό είναι μουντό και επιδρά στους χαρακτήρες
Αυτό έχει να κάνει καθαρά με τη συγκυρία όταν έγραφα το βιβλίο. Δεν είχε χιονίσει βέβαια, αλλά το έγραφα χειμώνα.
Υπάρχει συγκεκριμένη μέθοδος στο αστυνομικό μυθιστόρημα; Συγκεκριμένο μοτίβο που ακολουθείται;
Υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί που οφείλεις να τους σεβαστείς αν θες να κινηθείς σε αυτό το είδος. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει νόρμα, κανόνας του πώς ξεκινάς, πώς το δομείς. Εγώ ξεκινώ από μια κεντρική ιδέα, για ποιο πράγμα θέλω να μιλήσω. Τώρα, ήταν η έννοια του παρελθόντος, της βίας που επανέρχεται, τα κλειστά στόματα, το χωριό μέσα στην πόλη, αυτοί ήταν οι κεντρικοί άξονες. Στη συνέχεια επιχείρησα να τονίσω τους χαρακτήρες, ιδιαιτέρως τον κεντρικό, τον Χάρη Κόκκινο, αλλά και τους περιφερειακούς. Δεν ήθελα να είναι συμπληρωματικοί. Μετά ήρθε η πλοκή, η οποία δομήθηκε την ώρα που γραφόταν το βιβλίο. Υπάρχει φυσικά κεντρικός άξονας, όμως γράφοντας καλείσαι να λύσεις και συ ένα γρίφο και εκεί που περίμενες ότι όλα θα είναι ωραία, πέφτεις σε τοίχο και αναγκάζεσαι να επιστρέψεις, να διορθώσεις, να προχωρήσεις…
Λειτουργείς περισσότερο ως συγγραφέας ή ως αστυνόμος ερευνητής;
Λειτουργώ ως συγγραφέας όσον αφορά τον ρυθμό και το ύφος της αφήγησης και σε ένα 20-30% προσπαθώ να μπω στα παπούτσια του κάθε ήρωα, όχι μόνο του ερευνητή. Το έργο το ζω, τη στιγμή που το γράφω είναι σαν να βρίσκομαι μαζί με τον αστυνόμο και να ερευνώ μαζί του.
Υπήρξε μελέτη των μεθόδων της αστυνομίας;
Σίγουρα έκανα έρευνα στο πώς λειτουργεί, ποια είναι δομή της, το οργανόγραμμα, κτλ. Από κει και πέρα δεν έχουμε αποτύπωση ακριβώς και δεν είναι το ζητούμενο όταν γράφεις αστυνομικό. Οφείλεις πάντως να σέβεσαι κάποια πράγματα. Ερευνα, λοιπόν, έγινε, ωστόσο η υπόλοιπη αφήγηση στηρίζεται σε μυθοπλασία.
Τον Χάρη Κόκκινο, τον κεντρικό ήρωα, τον είχες από πριν στο μυαλό σου;
Ναι. “Ζούσε” για ένα διάστημα μαζί μου, προσπαθούσα να τον χαρτογραφήσω, να δω πώς σκέφτεται. Δεν ήθελα να είναι καρικατούρα, να έχει κάποιο διογκωμένο χαρακτηριστικό, το οποίο υπήρξε παράδοση στην αστυνομική λογοτεχνία. Ηταν πολύ έξυπνος, πολύ ικανός, αλκοολικός… Ηθελα να φύγω από τα στερεότυπα, να φτιάξω έναν ήρωα οικείο σε μας. Θα μπορούσε να είναι φίλος μας που μας αφηγείται πως περνάει τη μέρα του…
Κουβαλάει κι ένα σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα.
Ναι, ήθελα να παίξω σε αυτούς τους άξονες. Θεωρώ ότι κάθε άνθρωπος οφείλει να ισορροπεί ανάμεσα στην προσωπική του ζωή και την επαγγελματική του δραστηριότητα. Σε αυτό το πλαίσιο δομήθηκε η ιστορία.
Στο βιβλίο τονίζεται το θέμα της βίας. Ξεκινά από το παρελθόν. Ποιος πιστεύεις ότι είναι ο ρόλος της στο μυθιστόρημα και στην κοινωνία;
Η βία υπάρχει παντού. Προφανώς είναι μέσα μας και προσπαθούμε με κάποιο τρόπο να τιθασεύσουμε τις εκφράσεις της.
Δεν είναι μόνο σωματική.
Φυσικά, και ειδικά στις συνθήκες που ζούμε. Εχουμε υποστεί πολύ βίαιες αλλαγές, κακοποιήσεις, τα τελευταία χρόνια και αυτή η έμμεση μορφή βίας έχει ασκηθεί στο σύνολο των κατοίκων. Υπάρχει υφέρπουσα βία, ψυχολογική, που δεν αντιλαμβανόμαστε.
Δεν είναι ταξικό θέμα δηλαδή. Δεν την ασκούν μόνο οι καταπιεσμένοι ή μόνο τα όργανα καταστολής.
Αυτό είναι μια έκφανση, μια οργανωμένη μορφή έκφρασης. Θεωρώ ότι είναι πολύ βαθύτερη έννοια η ύπαρξη της βίας μέσα μας.
Στο έργο ξεκινά από τον πατέρα του Δόξα και φτάνει ως αυτόν, τον Αρη Δόξα. Κληρονομείται ή έχει να κάνει με τις συνθήκες που μεγάλωσε το θύμα;
Αυτό παραπέμπει στο μεγάλο ερώτημα τι είναι γονιδιακό και τι έρχεται από το περιβάλλον. Προφανώς είμαστε φτιαγμένοι από σάρκα, οστά, γονίδια, οπότε δεν είμαστε θέση ακριβώς να γνωρίζουμε τι περνάει και πως από γενιά σε γενιά. Το περιβάλλον πάντως είναι ο καταλύτης που θα διαμορφώσει μια προσωπικότητα και θα οδηγήσει ενδεχομένως στην έκρηξη μέσα από μια εγκληματική πράξη ή όχι.
Δικαιολογείται η βία; Στο βιβλίο υπάρχει κατανόηση του γιατί φτάσαμε εκεί.
Ακριβώς. Αυτό που ενδεχομένως μπορείς να κατανοήσεις είναι γιατί τα πράγματα οδηγήθηκαν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αυτό δεν σημαίνει ότι καθίσταται αποδεκτή η εγκληματική δράση επειδή έχεις βρει τα αίτια της. Μολαταύτα, πρέπει να τα εντοπίσουμε για να προλάβουμε να διαχειριστούμε τις εκφράσεις της. Οσο είναι δυνατό. Δεν υπάρχει όμως νομιμοποίηση της βίας επειδή έχουμε κατανοήσει το αίτιο.
Πώς τακτοποιείται ο μεγάλος όγκος στοιχείων και πληροφοριών; Νομίζω ότι δεν περισσεύει τίποτα. Πώς το διαχειρίζεται ο συγγραφέας;
Η αλήθεια είναι σαν να παίζεις σκάκι. Τουλάχιστον όπως δουλεύω εγώ. Εχω στο μυαλό μου την κεντρική ιδέα και φροντίζω να μην αποσπώμαι απ’ αυτήν. Οπότε σιγά σιγά αρχίζω να βάζω πράγματα.
Σε δυσκόλεψε κάτι ως προς αυτό; Να φτάσεις σε αδιέξοδο;
Η αλήθεια είναι ότι έχουν γίνει μπρος-πίσω στην ιστορία. Χρειάστηκε να διορθώσω πράγματα, να αλλάξω, να αφαιρέσω. Ωστόσο, επειδή είχα καθαρά τον κεντρικό άξονα στο μυαλό μου, λειτούργησε, κατά κάποιο τρόπο, ως σύμβουλος, στο να πειθαρχήσω, να μην ξεφύγω.
Πόσο μπορεί να εξελιχθεί το είδος;
Τα τελευταία χρόνια γνωρίζει εκδοτική άνθηση και ο λόγος που συμβαίνει είναι πως αντικατοπτρίζει πράγματα που ενδεχομένως δεν καταφέρνουν άλλα είδη να το κάνουν. Μια ουσιαστική αστυνομική αφήγηση πρέπει να λειτουργεί σε πολλά επίπεδα. Σε πρώτο επίπεδο πρέπει να κάνει τον αναγνώστη να παρακολουθεί, να έχει τη διάθεση να βρει την απάντηση στο μυστήριο. Σε δεύτερο, να προβάλλει κοινωνικό σχόλιο και σε τρίτο να προβληματίσει τον αναγνώστη, να τον κάνει να αναρωτηθεί τι θα έκανε αυτός αν βρισκόταν στις συγκεκριμένες συνθήκες. Τα ζητήματα που πραγματεύεται η αστυνομική λογοτεχνία, κυρίως το έγκλημα, είναι θέματα που μας απασχολούν στην καθημερινότητα. Μας γεννούν το αίσθημα του φόβου επειδή δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε. Ερχόμενοι κοντά σε μια αστυνομική αφήγηση είναι να σαν προσπαθούμε να έρθουμε κοντά σε αυτόν τον φόβο, να δούμε πώς λειτουργεί ακριβώς, τι θα έκανα εγώ μέσα σε αυτό. Οπότε θεωρώ ότι έχει πολλά να δώσει ακόμα αν δουλευτεί μ’ αυτόν τον τρόπο και αγγίξει αυτές τις χορδές στους αναγνώστες.