Ζαν [Μαρί Λε Πεν] Γκοντάρ
Tα προφανή κι ένα ερώτημα, με αφορμή μια αιφνιδιαστική δήλωση
#
Γεγονός 1ο : O κινηματογραφιστής Ζαν Λυκ Γκοντάρ, σε συνέντευξη που δημοσίευσε η εφημερίδα Le Monde, εξέφρασε τη χαρά του για το γεγονός ότι η ακροδεξιά υπερίσχυσε στις ευρωεκλογές στη Γαλλία.
Γεγονός 2ο : Ένας διαδικτυακός πόλεμος αναδημοσιεύσεων, σχολίων, αφορισμών, για τα λόγια, τη στάση, το ήθος, πολλές φορές, ακόμη και για το έργο του Γάλλου κινηματογραφιστή.
Ας ξεκινήσουμε από τα προφανή: Προφανές είναι πως δεν θα μπορούσε κανείς -εκτός αν έλκεται από τις μισαλλόδοξες ιδέες της άκρας δεξιάς- να συμφωνήσει με την “ελπίδα” και τη δήλωση του Ζαν Λυκ Γκοντάρ. Ακόμη κι αν η συγκεκριμένη δήλωση αποτελεί μόνο μια φράση, ακόμη κι αν έχει μια ειρωνική διάθεση, όπως πολλοί ισχυρίζονται, ενέχει, ενδεχομένως κι άθελα, ένα στοιχείο ανοχής της πολιτικής κατάστασης στη Γαλλία. Επίσης, προφανές είναι πως το έργο ενός καλλιτέχνη, όταν φεύγει από τα χέρια του και τίθεται στο κοινό, παύει να είναι (μόνο) δικό του και μετατρέπεται σε δημόσιο, μέσω της κοινωνικής πρόσληψης, αναγνώρισης και ερμηνείας που υφίσταται. Συνεπώς το έργο μπορεί να είναι -και είναι- κάτι διαφορετικό από την εν τέλει στάση του πρότερου δημιουργού του. Όμως δεν θα ‘χε νόημα να συζητήσουμε τα προφανή. Ούτε το ερώτημα είναι αποκλειστικά ο [εκάστοτε] Γκοντάρ..
Το ερώτημα που αμείλικτα ανακύπτει, είναι γιατί ο φασισμός, ενώ βρίσκεται στο προσκήνιο της δημόσιας σφαίρας [κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως δεν ήξερε!] – είτε μέσω της αρνητικής διαφήμισης του από τα κυρίαρχα media, είτε μέσω των αποκαλύψεων των σχέσεων του με επιχειρηματικές και άλλες ελίτ, είτε μέσω των ιστορικών παραδόσεων και πράξεων του – βγαίνει ενισχυμένος, γίνεται ανεκτός και αναπτύσσεται, ιδεολογικά, πολιτικά, πολιτισμικά. Γιατί δεν έλκεται, για παράδειγμα, από την ενίσχυση της Αριστεράς στην Ελλάδα ο Γκοντάρ; Γιατί δεν βρίσκει εκεί μια δύναμη που θα κάνει τα πράγματα «να κινηθούν»;
Ας γίνουμε λίγο κυνικοί. Ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει με την ανάγκη παραδειγματικής τιμωρίας των πολιτικών δυνάμεων και προσώπων, που έκαναν πάρτι πάνω στη χρυσή 20ετία της «Αλλαγής», στην ανάπτυξη της μετά-Ολυμπιακής Ελλάδας και των τότε πρωτοθεσπισμένων μαύρων και ανασφάλιστων μεροκάματων, της part-time δουλειάς και όλων όσων σήμερα εμφανίζονται ως μόνιμη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης[i]; Ενδεχομένως κανείς. Ποιος θα διαφωνήσει με την ανάγκη υπεράσπισης της απώλειας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο κέντρο και όχι μόνο, της Αθήνας; Ενδεχομένως κανείς πάλι. Αυτό άλλωστε είναι μια πάγια τακτική, η οποία παρατηρείται στο λόγο πολύ αντιφατικών, μεταξύ τους, ρευμάτων.
Αυτά είναι μόνο τα ελάχιστα ερωτήματα πάνω στα οποία ο ελληνικός –και όχι μόνο- φασισμός δίνει δείγματα γραφής, λόγου αλλά και πράξης, οράματος. «Αλήτες, προδότες πολιτικοί», «Έξω οι ξένοι από την Ελλάδα», στα συσσίτια μίσους, στις αιμοδοσίες μόνο για Έλληνες, στα Τάγματα Ασφαλείας των γειτονιών του κέντρου, υπό το «πολιτισμικό» πρίσμα της διαφύλαξης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και έθνους. Από θρασύτατη περιγραφή μιας κατάστασης, ο φασιστικός λόγος μετατρέπεται σε πράξη, απαντά, ελκύει και δημιουργεί το υπόβαθρο ανάπτυξης της δικής του ολιστικής αφήγησης.
Θα πει κανείς: «μα αυτό είναι τμήμα της ατζέντας του επίσημου πολιτικού συστήματος, της οποίας η ακροδεξιά οξύνει τις αιχμές». Σωστό! Μα ποιος είπε ότι ο φασισμός είναι αντισυστημικό ρεύμα; Και ποιος είπε ότι ο κόσμος αναζητά με μοναδικό κριτήριο της αντισυστημικότητα κάποιου; Αν η συνείδηση αναπτύσσονταν γραμμικά, τότε με την αποκάλυψη των ιστορικών σχέσεων του ναζισμού και του φασισμού με επιχειρηματικά συμφέροντα, ο κόσμος θα στρέφονταν ενάντια στο κράτος και στο κεφάλαιο αυτόματα. Αν η ζωή, η συνείδηση και οι άνθρωποι αναπτύσσονταν γραμμικά, τότε ο κόσμος θα συγκλονίζονταν από το υπέρ της Χρυσής Αυγής στην πώληση της Αγροτικής, στο κλείσιμο της ΕΡΤ, από την πρόταση για τη θετική αντιμετώπιση της φορολογίας των εφοπλιστών. Όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Απαντήσεις στη ζωή της αναζητά η κοινωνία, κι αυτός άλλωστε είναι κι ο ρόλος της πολιτικής: η εύρεση τρόπων με τους οποίους απαντάμε στα ερωτήματα που μας θέτει η πραγματικότητα. Κι εκεί, οι προσεγγίσεις, οι απαντήσεις, διαφέρουν πάρα πολύ. Μια υλική απάντηση, είναι δυστυχώς ο φασισμός. Κι αυτό, τον κάνει ικανό να συγκροτεί κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό ρεύμα, ακόμη και με όρους κινηματικούς, αρκεί να κοιτάξει κανείς κατά Ουκρανία μεριά.
Αν σήμερα λοιπόν, στην κατάρρευση των βεβαιοτήτων, δεν αποκαθηλώσουμε τα κάδρα της παράδοσης, αν δεν επαναθεμελιώσουμε τη ζωή την οποία βιώνουμε για να μπορούμε να σκεφτούμε τη ζωή που θέλουμε να ζήσουμε, αν δεν μπορέσουμε, να μιλήσουμε και να πράξουμε για να υπάρξει σήμερα μια «δημιουργία πολυδιάστατων συστημάτων κοινωνικής δράσης τα οποία αναπαράγουν τη ζωή με τρόπους, διαδικασίες, κοινωνικές σχέσεις, κατευθυντήριες αξίες και συνείδηση που αναζητούν έναν δρόμο διαφορετικό από τον κυρίαρχο»[ii], δεν θα μπορούμε να κατανοήσουμε και να απαντήσουμε στην ιστορική αναβίωση του φασισμού ως κοινωνικοπολιτικό, ιδεολογικό και πολιτιστικό ρεύμα που καταφέρνει να εγκολπώνει, έστω και με τη μορφή της ενδεχόμενης ανοχής, ρεύματα και σκέψεις, λόγω και απουσίας άλλης καθολικά ανταγωνιστικής αφήγησης. Εκεί ενδεχομένως, μπορούμε να ψάξουμε και την απάντηση στη σκέψη και στα λόγια του Γκοντάρ.
*Υ.Γ.
Αγαπητέ αναγνώστη, μου αρέσουν τα κάδρα και τυραννιέμαι κάθε φορά που τα αποκαθηλώνω. Κι όταν ακούω «Γκοντάρ», ομολογώ πως θα ήθελα να θυμάμαι το επηρεασμένο από το “Masculine – Feminine” του ’68, το “Socialism” και άλλα, μα πιο πολύ μ’ αρέσει να κοιτάζω το σκίτσο του “ανθρώπου με το γαρύφαλλο”, του μη προσκυνήσαντα τον φασισμό, Πάμπλο Πικάσσο. Γιατί υπάρχουν και «στρατόπεδα» στον κόσμο μας και πρέπει να διαλέξεις..
[i] Ο όρος, του Giorgio Agamben. Πρβλ. Agamben, G. (2007). Κατάσταση Εξαίρεσης. Αθήνα: Πατάκης.
[ii] De Angelis, M. (2013). Κοινά, περιφράξεις και κρίσεις. Αθήνα: Εκδόσεις των Ξένων.