Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο: Η sodade και το Γκαλβέιας
Σαν τα παιδιά που επιστρέφουν στην κοιλιά της μάνας τους...
Τον Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο, εμείς, τον γνωρίσαμε με το πολύ όμορφο “Βιβλίο” (μετ. Αθηνά Ψυλλιά/Εκδ. Κέδρος) και τολμάμε να πούμε πως με το “Γκαλβέιας” (Eκ. Κέδρος), σε παραστατική, γήινη μετάφραση της Αθηνάς Ψύλλια, ο πολυγραφότατος, σε ύφος ροκ σταρ, συγγραφέας διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού. Διότι πάνω από όλα ο πορτογάλος λογοτέχνης αναδεικνύεται μάστορας της αφήγησης, ένας απολαυστικός παραμυθάς, όχι με την έννοια των ανατολίτικων χαλαρών ιστοριών αλλά με αυτές που μας έμαθαν, περισσότερο, οι λατινοαμερικάνοι συγγραφείς.
Το μεταφυσικό στοιχείο, το παράδοξο, αν θέλετε -ο μαγικός ρεαλισμός- εμφιλοχωρεί εδώ και εκεί αλλά είναι οι ρεαλιστικές στιγμές, ενίοτε δραματικές, που οδηγούν την πλοκή και σημαδεύουν την ιστορία του μικρού χωριού Γκαλβέιας, που όντως υπάρχει και είναι εκεί που γεννήθηκε ο συγγραφέας. Είναι, βεβαίως, το χωριό όπως το βλέπει ο Πεϊσότο- διαμεσολαβημένο απ’ τη λοξή ματιά του που δεν έχει, ηθελημένα, αρχή μέση και τέλος παρά δυο ημερομηνίες – Ιανουάριος ’84 και Σεπτέμβριος ’84 όσα και τα κεφάλαια του βιβλίου: “Το Γκαλβέιας καταλαβαίνει τους δικούς του. Τους προσφέρει τον κόσμο, δρόμους για ν’ απλώσουν τις ηλικίες τους. Μια μέρα τους μαζεύει μέσα του. Είναι σαν τα παιδιά που επιστρέφουν στην κοιλιά της μάνας τους. Το Γκαλβέιας προστατεύει τους δικούς του για πάντα”.
Ακριβώς έτσι οι άνθρωποι του Γκαλβέιας τρέχουν τις ιστορίες τους, ιστορίες που συγκλίνουν και αποκλίνουν χωρίς σχέδιο, αλλά ανάλογα με τα γεγονότα και τα συναισθήματα που γεννιούνται από αυτά. Όπως, στην αρχή της διήγησης με το πέσιμο ενός μετεωρίτη καταμεσής του χωριού που γεμίζει την ατμόσφαιρα αλλά και το έδαφος- καθώς βρέχει ακατάπαυστα- με την οσμή και την γεύση του θειαφιού που περνά στα πνευμόνια των κατοίκων αλλά και στο ψωμί τους. Το γεγονός αυτό δρα, μάλλον, καταλυτικά στο να αλλάξει τις συνήθειες και τις καθημερινές τελετουργίες των κατοίκων. Σε έναν τόπο όπου η κουλτούρα των ανθρώπων, καθαρά αγροτική, προσδίδει τρόπους αντίδρασης σκληρούς τραβηγμένους σε ακραίες, πολλές φορές καταστάσεις. Υπάρχουν πολλοί χαρακτήρες σε ένα είδος ημιαυτοτελών διηγημάτων όπου ο δευτεραγωνιστής, ο κομπάρσος στο ένα μπορεί να είναι ο κεντρικός παίκτης στο επόμενο και ούτω καθεξής. Φαντάζει σαν σκηνικό ένθα πίσω από την αυλαία περιμένουν υπομονετικά όλοι οι “ηθοποιοί” να εμφανιστούν την κατάλληλη στιγμή, να παίξουν τον ρόλο τους για να χαθούν και πάλι πίσω από την αυλαία.
Ο Πεϊσότο δείχνει μεγάλη αγάπη για τα πρόσωπά του αλλά δεν αποκρύπτει την μικρή, συντηρητική, κοινωνία με σκληρούς- δεμένους με την γη- ανθρώπους, απότομους, πολέμιους της κάθε διαφορετικότητας με την βία συνεχώς παρούσα. Όλα, βέβαια, πίσω από σφραγισμένα παράθυρα, αργά το βράδυ όταν οι νοικοκυραίοι ξεκουράζονται. Τότε που το αρτοποιείο της βραζιλιάνας Ιζαμπέλα μεταμορφώνεται σε ντίσκο πορνείο για πολλούς από τους άνδρες του χωριού. Η βία εμφιλοχωρεί παντού, απέναντι στις γυναίκες, στα παιδιά, στους σκύλους με την δική τους κοινωνία, που ο Πεϊσότο περιγράφει πολύ ζωντανά. Είναι η αίσθηση της sodade- πόθος, νοσταλγία, λύπη, μετάνοια- που νιώθει ο ίδιος για την πατρίδα και, ομολογουμένως, εκφράζει με τα βιβλία του και πολύ περισσότερο με το “Γκαλβέιας”. Γι’ αυτό και το ύφος του Πορτογάλου θαυμαστή του Σαραμάγκου και του Πεσσόα, παρ’ όλη την ωμότητα του, λειτουργεί ποιητικά, με συγκρατημένη θλίψη και υπόγειο χιούμορ στα ανομήματα των συμπατριωτών του. Λες και το τράνταγμα και η αποφορά του θειαφιού που εισχωρεί παντού να γεννά τον φόβο μιας επίγειας κόλασης και να δικαιολογεί αυτά που θα ακολουθήσουν. Στον μικρόκοσμο του Γκαλβέιας παρελαύνει ολόκληρη πινακοθήκη χαρακτήρων, από τα αδέλφια Ζοζέ και Ζουστίνο και την ανελέητη κόντρα τους για τα κληρονομικά, ο Σίκο Φρανσίσκο με το καπηλειό του, ο διαταραγμένος Μίαου, ο γιατρός Μάτα Φιγκέιρα- ο Καταρίνο και Μανταλένα που κλέφτηκαν πριν πολλά χρόνια και τώρα ο πρώτος είναι καθημερινός θαμώνας στο σπίτι της χαράς. Είναι, ακόμη, ο Ζουακίν Ζανέιρο που πολέμησε στις αποικίες- στην Γουϊνέα Μπισάου- και έφτιαξε και εκεί οικογένεια, ο Μπαρέτε και ο Καμπέσα που είναι ξαδέλφια αγαπημένα, “Σκούφος, Κεφάλι”, και οι γυναίκες τους- η “πουτάνα” Ζουάνα και η ενάρετη Ρόζα- ο γέρο χωροφύλακας Σόζα και ο νεώτερος ενωμοτάρχης- ο Ζοζέ Κορδάτο, προκομμένος επιστάτης του τοπικού γαιοκτήμονα- ο μέθυσος πατήρ Ντανιέλ και η Ρακέλ που ξενιτεύεται στην Λισαβόνα για να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο. Η ξενόφερτη ανώνυμη δασκάλα, φορέας “ελευθεριότητας” που πληρώνει το τίμημα. Και άλλοι που χάνουμε τον λογαριασμό μιας και ο συγγραφέας δεν συνδέει πάντοτε τις ιστορίες μεταξύ τους προκαλώντας το αναγνώστη να το κάνει. Μερικά γεγονότα ενώνουν τούτο το παρδαλό πλήθος: η πρόσκρουση του μετεωρίτη τους βγάζει όλους στο δρόμο, η κηδεία της δολοφονημένης Ιζαμπέλα και του πνιγμένου μαθητή Ροντρίγκο.
Προς το τέλος η αισιοδοξία σκάει χαμόγελο. Η λειτουργία της καλαμποκόπιτας για βροχή και το φαγοπότι στην εκκλησία του Σαο Σατουρνίνιο και το κέρασμα στην πλατεία του χωριού για την κόρη που απέκτησε ο Σέιν Μέδο. Για να κλείσουν έστω και προσωρινά – καθώς η ζωή συνεχίζεται- οι ιστορίες του Πεϊσότο και τα συναισθήματα που προκαλούν που δεν είναι άλλα από αυτά της χαρμολύπης, δηλαδή της sodade.
Info: Ζοσέ Λουίς Πεϊσότο. Γκαλβέιας, Mετάφραση: Αθηνά Ψύλλια, Eκδόσεις Κέδρος