«Ημερήσια διάταξη», του Ερίκ Βυϊγιάρ

Όταν χαμογελούσε ο ευνοημένος τύραννος

| 21/09/2022

Όταν η τραγωδία δεν εξηγείται, όταν ο χρόνος αδυνατεί να την απαλύνει, τότε ό,τι στηρίζει τον κόσμο μας καταρρέει. Ψάχνεις το χιούμορ να σε σώσει αλλά δεν το βρίσκεις και όταν το συναντάς είναι γεμάτο αγκυλώσεις και αίματα. Ο Ερίκ Βυϊγιάρ το επισημαίνει σε μια πρόταση: όταν το χιούμορ τείνει τόσο πολύ προς τη μοχθηρία, λέει την αλήθεια. Η φράση προέρχεται από το αφήγημα του «Ημερήσια διάταξη» (Εκδόσεις Πόλις). Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα τα γέλια έκοβαν σαν μαχαίρι και η καρδιά των τεράτων ήσυχη χτυπούσε. Το αυθόρμητο, ξαφνικό, χαμόγελο δεν υπήρχε. Το φως που το οδηγούσε και το αποκάλυπτε είχε σβήσει. Καμία εσωτερική ανάγκη δεν ήταν εκεί για να κάνει το στόμα να στραβώσει από χαρά, τα μάτια να αποκτήσουν τις διακριτικές τους ρυτίδες. Δεν υπήρχε καμία αφορμή, κανένα ερέθισμα, για να ανατραπεί η ζοφερή πραγματικότητα. Ο χρόνος ήταν τόσο πυκνός, αδιαπέραστος σαν ατσάλι, που δεν επέτρεπε την ευθυμία. Ο χώρος είχε στενέψει και μόνο η μυρωδιά του ιδρώτα, της αγωνίας, του φόβου και του θανάτου ταξίδευε στον αέρα. Αν υπήρχαν αστεία ήταν νοσηρά και μόνο τα τέρατα γελούσαν μ’ αυτά. Και ξέρετε ποιος ήταν ο πιο αστείος άνθρωπος τότε; Ο ευνοημένος τύραννος!

Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε το όνομα του. Ξέρετε, αυτός ο μετρίου αναστήματος τύπος που φώναζε, απειλούσε, ψιθύριζε, μειδιούσε, χαμογελούσε… Ναι, χαμογελούσε και το χιούμορ ήταν έτοιμο να διαλύσει την ανθρωπότητα. Αυτόν τον άνθρωπο στήριξαν οι βιομήχανοι της Γερμανίας, αυτόν ενίσχυσαν με κάθε τρόπο και απ’ αυτόν επωφελήθηκαν. Αυτοί ήταν τα τέρατα και το δολοφονικό τους χαμόγελο έμεινε πάνω στα στιλβωμένα γράμματα της επωνυμίας: Krupp, Opel, Siemens, Telefunken, Agfa, IG FarbenΚαι ο Βυϊγιάρ τι κάνει; Πιάνει το νήμα της Ιστορίας στο σωστό σημείο. Αυτός είναι και ο κανόνας για κάθε συγγραφέα, για κάθε αφηγητή, να βρίσκει το ιδανικό σημείο εκκίνησης. Στην ουσία αυτό δεν υπάρχει μια και είναι κρυμμένο στο χάος πραγματικότητας-φαντασίας. Ο συγγραφέας οφείλει να το ανασύρει και να του δώσει εξωτερική μορφή, γλώσσα και ρυθμό. Αν δεν το κάνει, θα μείνει για πάντα στην ανυπαρξία! Ο Γάλλος, λοιπόν, επιλέγει την 20η Φεβρουαρίου 1933. Εκείνη τη μέρα, στα σαλόνια του Ράιχσταγκ, πραγματοποιείται μυστική σύσκεψη 24 βαρόνων της γερμανικής βιομηχανίας με υψηλόβαθμούς αξιωματούχους του ναζιστικού κόμματος. Στόχος, να χρηματοδοτήσουν την άνοδο και σταθεροποίηση στην εξουσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και του αποτρόπαιου αρχηγού τους. Και εδώ το νήμα γίνεται αλύγιστη χορδή, κοφτερή λεπίδα που καρφώθηκε στην καρδιά του κόσμου, του ανθρώπου δηλαδή.

Δύο είναι τα δυνατά σημεία στην αφήγηση του Βυϊγιάρ: η ακρίβεια και η σκωπτική παρουσίαση. Ο Γάλλος επιλέγει στιγμιότυπα της πορείας του κόσμου από το 1933 έως το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν το κάνει ασυλλόγιστα και διαισθητικά. Ξέρει ακριβώς που πρέπει να στρέψει το βλέμμα του και γνωρίζει τι θέλει να πει. Η σαφήνεια του είναι εκπληκτική. Οι περιγραφές του σκηνικού, των ανθρώπινων χαρακτηριστικών, των ρούχων φτιάχνουν ένα αποτέλεσμα στιβαρό και επιβλητικό. Βέβαια, αν έμενε εκεί η αφήγηση του δεν θα ήταν αξιοπρόσεχτη. Εδώ έρχεται το σκωπτικό ύφος που αναδεικνύει τη νοσηρότητα, τον κυνισμό και τον παραλογισμό της εποχής. Τα επεισόδια αποκτούν μια ιδιαίτερη σύνδεση και οι ιστορικές στάσεις διαθέτουν σφρίγος, ομορφιά, συγκίνηση και αλήθεια. Και μόνο που αναφέρει, χωρίς περιστροφές, την εκμετάλλευση των εκτοπισμένων στα στρατόπεδα από τους βιομηχάνους αξίζει τον σεβασμό μας. Η καλή μετάφραση ανήκει στον Μανώλη Πιμπλή. Ο λόγος του Βυϊγιάρ έχει αρκετές, προσεγμένες, μεταπτώσεις και κρυμμένες εσωτερικές διαδρομές τις οποίες αναδεικνύει ο Πιμπλής.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις