Προγραμματικές δηλώσεις για τον Πολιτισμό

Η... αγοραία «βιωσιμότητα» του «δημόσιου χαρακτήρα» του πολιτισμού

| 12/02/2015

«(…) οι άνθρωποι, πριν απ’ όλα, πρέπει να τρώνε, να πίνουν, να έχουν κατοικία και να ντύνονται προτού αρχίσουν να ασχολούνται με την πολιτική, την επιστήμη, την τέχνη, τη θρησκεία (…)»  Φρ. Ενγκελς

 

Η ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων για τον πολιτισμό από τον αρμόδιο αναπληρωτή υπουργό, κ. Ξυδάκη, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας ότι κάτι πρόκειται να αλλάξει προς το καλύτερο στον πολιτιστικό τομέα από τη νέα κυβέρνηση.

ksydakis-V-1920x1279

Ακόμη και μια απλή σύγκριση μεταξύ του πολιτιστικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ και της ομιλίας του υπουργού αρκεί για να διαπιστωθεί πως ακόμη και η ρητορική άλλαξε και πλέον παραπέμπει ευθέως σε αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των στελεχών τής πολιτιστικής βιομηχανίας. Η σχέση της οποίας με την πολιτιστική δημιουργία και την πολιτιστική κληρονομιά είναι αμιγώς λογιστική και εδράζεται αποκλειστικά στην ικανοποίηση της ανάγκης των ιδιοκτητών αυτών των βιομηχανιών για κέρδος. Ανάγκη, η οποία με τη σειρά της είναι εχθρική προς την ειλικρινή αγωνία του καλλιτέχνη και του επιστήμονα στον τομέα της διάσωσης των σπαραγμάτων της ιστορικής μνήμης και έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τον χαρακτήρα της πολιτιστικής δημιουργίας και κληρονομιάς ως πλούτου ο οποίος ανήκει αποκλειστικά στο λαό, δίχως αγοραία διαμεσολάβηση.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η πολιτιστική πολιτική της κυβέρνησης συνιστά την «επιτομή» των ιδεολογημάτων με τα οποία η ΕΕ συνοδεύει την επικίνδυνη πολιτική της και στον πολιτισμό είναι οι δύο «βασικές παραδοχές» (sic) στο πλαίσιο των οποίων θα κινηθεί: Η «σύνδεση του πολιτισμού, άμεσα και λειτουργικά, με τη βιώσιμη ανάπτυξη» και ο «δημόσιος χαρακτήρας της πολιτιστικής κληρονομιάς».

Δεδομένου ότι αυτές ήταν και βασικές «παραδοχές» όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων και του συνόλου των προηγούμενων πολιτικών ηγεσιών του υπουργείου Πολιτισμού – μακράν μη αριστερών φυσικά – αναρωτιέται κανείς από ποια αριστερή «ανάγνωση» προκύπτει ότι είναι δυνατόν να συνδεθεί η πολιτιστική κληρονομιά με τη «βιώσιμη» ανάπτυξη της αγοραίας οικονομίας, διατηρώντας ταυτόχρονα το δημόσιο χαρακτήρα της; Πολύ περισσότερο σε αυτή τη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπου ο πολιτιστικός τομέας έχει πάψει, από την εποχή της υιοθέτησης της Στρατηγικής της Λισαβόνας ακόμη, να εξαιρείται, έστω και τυπικά, από την εφαρμογή κάθε αναδιάρθρωσης με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Εκτός εάν η νέα πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ εκτιμά ότι ο πολιτισμός θα συνδεθεί με μία «μη» καπιταλιστική οικονομία, σε κάποιο «νέφος», ίσως, του κοινωνικού εποικοδομήματος. Ελπίζουμε πραγματικά να μην είναι τόσο άσχημα τα πράγματα…

loverdos_25

Δεκαετίες υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης των κρατικών πολιτιστικών δομών αποδεικνύουν ότι εάν δεν υπάρξει αποκλειστική και επαρκής κρατική χρηματοδότηση του πολιτιστικού τομέα, τότε θα απειληθεί άμεσα ο δημόσιος χαρακτήρας του. Αλλά ο υπουργός, σε αντίθεση ακόμη και με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που κάνει λόγο έστω για διπλασιασμό του θλιβερού 0,5% του κρατικού προϋπολογισμού για τον πολιτισμό, προέταξε την «ανάδειξη» «νέων τρόπων χρηματοδότησης». Για να είμαστε όμως δίκαιοι μαζί του, αυτοί οι τρόποι εμπεριέχονται και στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και, εδώ που τα λέμε, δεν είναι καθόλου «νέοι». Στο κομμάτι του θεάτρου λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει: «Στήριξη του θεσμού της χορηγίας, με κίνητρα προς τους χορηγούς (π.χ. φοροελαφρύνσεις), χωρίς παρέμβαση του χορηγού στο ρεπερτόριο. Ομοίως, ιδιαίτερη στήριξη της χορηγίας μικρών εναλλακτικών ομάδων (χορός, θέατρο επαγγελματικό, ερασιτεχνικό). Στη χώρα που γέννησε το θέατρο, από τα αρχαία χρόνια, ο θεσμός του χορηγού ήταν ιερός. Αυτός πλήρωνε τους καλλιτέχνες, το χώρο, την παραγωγή. Οι θεατές έβλεπαν τις παραστάσεις δωρεάν. Όμως, ο χορηγός δεν είχε κανένα δικαίωμα επί του καλλιτεχνικού οράματος».

γιατί να χρειάζονται οικονομικά «κίνητρα», όπως οι φοροελαφρύνσεις, για την προσέλκυση «χορηγών»; Ο «έρωτας» για το «πνεύμα» δεν αρκεί;

Η αλήθεια είναι ότι το παραπάνω εδάφιο δύσκολα αντέχει και στην πιο καλοπροαίρετη κριτική. Πόσο ευγενικά μπορείς, π.χ, να υπενθυμίσεις, χωρίς να πληγωθεί κανείς, ότι ακόμη κι αν προσπεράσεις το γεγονός ότι η «χορηγία» γεννήθηκε σε συνθήκες δουλοκτησίας – δηλαδή δουλοκτήτες ήταν εκείνοι που άφηναν «ελεύθερο» το «καλλιτεχνικό όραμα» – και κρατήσεις μόνο το «ρομαντισμό» που αποπνέει η συγκεκριμένη θέση, ο καπιταλισμός διέλυσε κάθε αυταπάτη και ότι οι καπιταλιστές γίνονται «χορηγοί» μόνο στο βαθμό που προσδοκούν, άμεσα ή έμμεσα, μέσω της θετικής εδραίωσης του «προφίλ» τους στη συλλογική συνείδηση, κέρδη; Αλλιώς, γιατί να χρειάζονται οικονομικά «κίνητρα», όπως οι φοροελαφρύνσεις, για την προσέλκυση «χορηγών»; Ο «έρωτας» για το «πνεύμα» δεν αρκεί;

Συνεπώς, οι «εναλλακτικοί» «νέοι» τρόποι χρηματοδότησης σημαίνουν παράδοση, ουσιαστικά και πρακτικά, του πολιτισμού στις κερδοσκοπικές «ορέξεις» των ιδιωτών ή/και στην ιδιωτικοοικονομική λειτουργία των κρατικών πολιτιστικών οργανισμών, όπως εν πολλοίς συμβαίνει ήδη με τα μουσεία. Αυτός είναι άλλωστε και ο στόχος της συνειδητής υποχώρησης του κράτους από τη στήριξη του πολιτισμού: Η εμπορευματική κάλυψη του τεχνητού κενού από την αγορά.

«Ατμομηχανή»… δίχως κάρβουνα 

Το συμπέρασμα ότι το «όραμα» της κυβέρνησης για τη χρηματοδότηση του πολιτισμού είναι το ίδιο επικίνδυνο με των προκατόχων της τεκμηριώνεται και από το ρόλο που επιφυλάσσει στο ΤΑΠΑ (Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων). Σύμφωνα με τον κ. Ξυδάκη, το ΤΑΠΑ «μπορεί να πολλαπλασιάσει τα έσοδά του και να γίνει η ατμομηχανή του υπουργείου Πολιτισμού». Όμως, ο εν λόγω οργανισμός δημιουργήθηκε για να ενισχύει επικουρικά την Αρχαιολογική Υπηρεσία μέσω της διαχείρισης των πωλητηρίων στους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία και της παραγωγής αντιγράφων αρχαίων έργων. Το ΤΑΠΑ κατέληξε να είναι από τους ελάχιστους χρηματοδοτικούς πόρους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας λόγω ακριβώς της άγριας και συνειδητής υποχρηματοδότησης του πολιτισμού από το κράτος, που έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη την τελευταία πενταετία, και όχι από επιλογή. Γι’ αυτό και έφτασε τα τελευταία χρόνια να μην μπορεί να καλύψει ούτε καν την χαρτική ύλη των Εφορειών Αρχαιοτήτων, διότι έπεσε και αυτό θύμα του περίφημου «κουρέματος» των αποθεματικών το 2012 χάνοντας 32 πολύτιμα εκατομμύρια ευρώ. Αυτό είναι το σχέδιο; Να εξαρτάται η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς από το πώς θα πάνε οι «δουλειές» στα πωλητήρια του ΤΑΠΑ; Από τα πόσα αντίγραφα πουλήθηκαν στους τουρίστες θα εξαρτώνται οι ανασκαφές ή ίσως ακόμη και οι μισθοί;

Όχι. Υπάρχει και «η άμεση αξιοποίηση κάθε δυνατότητας που παρέχει το νέο Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ΕΣΠΑ) για τη στήριξη των υφιστάμενων δομών αλλά και της σύγχρονης παραγωγής». Ωστόσο, το ΕΣΠΑ έχει συγκεκριμένο όριο χρηματοδότησης το οποίο απέχει μακράν από τις πραγματικές οικονομικές ανάγκες του πολιτισμού. Η ίδια η φύση του δεν «υπόσχεται» οπωσδήποτε συνέχεια, ενώ τα τελικά ποσά αποτελούν διαρκές αντικείμενο διαπραγμάτευσης το οποίο, ως είθισται, καταλήγει με ηττημένο το κράτος – μέλος.

Είναι χαρακτηριστική η «κριτική» ακόμη και του ΠΑΣΟΚ(!) προς την κυβέρνηση της ΝΔ το 2006 ότι «στο ΕΣΠΑ δεν προβλέφθηκε και δεν εξασφαλίστηκε αυτόνομο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα για τον Πολιτισμό, αλλά ούτε και για τον Τουρισμό, παρά το γεγονός ότι οι δύο αυτοί τομείς είχαν διαχειριστεί αποτελεσματικά τις δράσεις τους στο Γ’ ΚΠΣ. Στην απόφαση αυτή, που ελήφθη το 2006, δεν μέτρησε το γεγονός ότι οι δύο αυτοί κλάδοι αποτελούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην αναπτυξιακή της προοπτική».

εσπα

Το χειρότερο όμως είναι ότι τα κριτήρια χρηματοδότησης αντανακλούν τις κάθε φορά ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου, αλλά και, στην περίπτωση του πολιτισμού, τους «αξιακούς» κώδικες της Ε.Ε. Πιο απλά, η ΕΕ χρηματοδοτεί τα σχέδια που εκείνη εκτιμά ότι εκφράζουν τα ιδεολογήματά της, καθώς και τα μνημεία που εκείνη θεωρεί ότι συμβάλλουν στη διαμόρφωση της «ευρωπαϊκής πολιτιστικής ταυτότητας». Για όλα τα υπόλοιπα, «γαία πυρί μιχθήτω». Και μόνο το γεγονός ότι το οικονομικό χάλι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας προέκυψε με μοναδικό χρηματοδοτικό πόρο το ΕΣΠΑ, το οποίο αντιμετωπίζουν ως «τοτέμ» όλες οι κυβερνήσεις και όχι μόνο η σημερινή, αρκεί για να τεκμηριώσει τον πραγματικό ρόλο του.

Ως  «πρώτη προτεραιότητα» ο υπουργός έθεσε την «επίλυση λειτουργικών και διαρθρωτικών θεμάτων που έχουν προκύψει με την εφαρμογή του νέου οργανισμού. Προτεραιότητά μας είναι η αποκέντρωση των εργασιών στις περιφερειακές δομές του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά και η βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ υπουργείου και πολίτη».

Να θυμίσουμε όμως ότι οι εργαζόμενοι (http://www.sea.org.gr/details.php?id=354) απαιτούν «κατάργηση του υφιστάμενου οργανισμού, προκειμένου να θεσμοθετηθεί ένας άλλος οργανισμός, που θα υπηρετεί την πολιτιστική κληρονομιά ως δημόσιο αγαθό». Αυτό είναι μάλλον διαφορετικό από την «επίλυση» κάποιων «θεμάτων»…

Τέλος, για τη σύγχρονη δημιουργία, ο υπουργός ήταν πιο γενικόλογος και από τους προκατόχους του. Γεγονός το οποίο δεν τους εμπόδισε να παραχωρήσουν την Εθνική Λυρική Σκηνή και την Εθνική Βιβλιοθήκη στο Ίδρυμα Νιάρχου. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να μάθουμε τη σημερινή γνώμη της νέας κυβέρνησης για την εν λόγω σύμβαση. Τον Ιούλιο του 2009 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταψηφίσει το σχετικό νομοσχέδιο. Το πώς και το γιατί είναι μια άλλη, ενδιαφέρουσα πάντως, ιστορία. Ο σημερινός υπουργός Πολιτισμού όμως, έπλεκε το εγκώμιο στο Ίδρυμα σε άρθρο του στην «Καθημερινή» το 2012, μεταξύ άλλων και για το Πάρκο στο Φαληρικό Δέλτα που θα στεγαστούν οι δύο φορείς.

Αναμένοντας τι θα σημάνουν στην πράξη οι υποσχέσεις «στήριξης» και σε άλλους φορείς, όπως π.χ. το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, αυτό που προκύπτει από τις προγραμματικές για τον πολιτισμό είναι ότι, μάλλον, οι εργαζόμενοι σε αυτόν δεν θα αργήσουν να βγουν πάλι στους δρόμους…

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.