"Η Αδύνατη Επανάσταση", Πολυμέρης Βόγλης

Ένα βιβλίο-σταθμός για τα γεγονότα της κατοχής και του εμφυλίου στην Ελλάδα

| 25/11/2015

Πρόκειται για ένα βιβλίο-σταθμό στην ιστοριογραφία αυτού που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «γεγονότα της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα». Το βιβλίο τού Πολυμέρη Βόγλη κυκλοφόρησε πριν από έναν περίπου χρόνο, από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια και το ξαναθυμίζουμε θεωρώντας πάντα ουσιαστικό το να καταφεύγουμε στην Ιστορία και να ξαναδιαβάζουμε τα γεγονότα.

πολυμέρης βογληςΞεκινώντας από τον τίτλο, αλλά και την όλη δόμηση του κειμένου του, σε αντίθεση με άλλους ιστορικούς, ο συγγραφέας δεν αναφέρεται στην περίοδο εκείνη αποκλειστικά με τον όρο «εμφύλιος», και μάλιστα με τη συνήθη καταμέτρηση θυμάτων της κρατικής βίας που εξαπολύθηκε στους μαχητές του ΔΣΕ και τους υποστηρικτές τους, αλλά χρησιμοποιεί τον όρο «επανάσταση»

Πράγματι, διερευνά  συχνά τον όρο «κοινωνική επανάσταση», και μέσα από το υποκειμενικό συνειδησιακό περιεχόμενο των συνθημάτων και αποφάσεων του συλλογικού υποκειμένου της εποχής, και μέσα στις αντικειμενικές συνθήκες και τους διεθνείς συσχετισμούς υπό τους οποίους έδρασαν.

“Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν μία κοινωνική επανάσταση, η οποία απέτυχε. Η αρχή της επανάστασης θα πρέπει να αναζητηθεί στα χρόνια της Κατοχής, όταν το εαμικό κίνημα ριζοσπαστικοποιήθηκε και, μαζί με την εθνική απελευθέρωση επεδίωξε τη ριζική κοινωνική αλλαγή, απέκτησε δηλαδή χαρακτηριστικά επαναστατικού κινήματος».

Ακολουθώντας όλη την ιστορική διαδρομή του λαού, τη συσπείρωσή του γύρω από το ΕΑΜ ΕΛΑΣ και την ανάπτυξη των δράσεων και διεκδικήσεών του,  που όλο και ριζοσπαστικοποιούνταν, μέχρι το Γράμμο και τη διάλυση του ΔΣΕ, καταλήγει στο συμπέρασμα πως για πολλούς λόγους, τόσο πολιτικού σχεδιασμού όσο και συγκυρίας, η απαιτούμενη ως προϋπόθεση σε μία κοινωνική επανάσταση σύμπηξη των κοινωνικών συμμαχιών ανάμεσα στα αγροτικά και τα αστικά στρώματα, στην ελληνική περίπτωση δεν τελεσφόρησε, ώστε να δώσει νικηφόρο αποτέλεσμα στις προσπάθειες του ΔΣΕ.

«Η Αριστερά των πόλεων έμεινε έξω από την ένοπλη σύγκρουση για δύο  λόγους. Πρώτον, το ασφυκτικό πλαίσιο των εκτάκτων μέτρων, η αστυνομοκρατία, η βίαιη χειραγώγηση του συνδικαλιστικού κινήματος από την κυβέρνηση και οι μαζικές συλλήψεις εξουδετέρωσαν τα συνδικάτα και διέλυσαν τις οργανώσεις της Αριστεράς στις πόλεις. Ο συνδυασμός νόμιμης πολιτικής δράσης στην πόλη και ένοπλου αγώνα στην ύπαιθρο αποδείχθηκε αλυσιτελής. Στην πράξη ο ένοπλος αγώνας περιόρισε όλο και περισσότερο τα περιθώρια της πολιτικής δράσης και έγινε τελικά ο μοναδικός τρόπος δράσης. Δεύτερον, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας ήταν πολύ λιγότερο εξοικειωμένοι με το αντάρτικο από ό,τι οι κάτοικοι της υπαίθρου, που είχαν την εμπειρία του ένοπλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα μέσα από τις τάξεις του ΕΛΑΣ

Πα­ράλληλα, η βοήθεια των σοσιαλιστικών χωρών, η οποία έπαιξε ρόλο στην απόφαση της ηγεσίας του ΔΣΕ να κλιμακώσει τον εμφύλιο πόλεμο το χειμώνα του 1946, ποτέ δεν ήταν τέτοιας έκτασης ώστε να του επιτρέψει να γίνει ένας καλά εξοπλισμένος, μαζικός λαϊκός στρατός. Με τη βοήθεια που λάμβανε μπορούσε να συνεχίζει να πολεμά, αλλά δεν μπορούσε να νικήσει. Η αδυναμία του να αυξήσει τις δυνά­μεις του και η προσφυγή στην πρακτική της στρατολογίας έδειχναν τη συρρίκνω­ση των κοινωνικών ερεισμάτων του και την εξασθένηση της κοινωνικής δυναμικής της επανάστασης. Η «φυγή προς τα εμπρός» του ΚΚΕ αποδείχτηκε αδιέξοδη. Η αδιαλλαξία της κυβέρνησης και των Ηνωμένων Πολιτειών απέκλειε την αναζήτη­ση ενός ειρηνικού συμβιβασμού και καθιστούσε τον ένοπλο αγώνα μονόδρομο, την ίδια στιγμή που η κλιμάκωση του στρατιωτικού αγώνα επιδείνωνε τη θέση του ΔΣΕ· όσο συνέχιζε τη στρατιωτική σύγκρουση τόσο έχανε δυνάμεις, εδάφη και κοινωνική υποστήριξη. Ο εγκλωβισμός του στα απομακρυσμένα, φτωχά ορεινά εδάφη της Βο­ρειοδυτικής Μακεδονίας αποτυπώνει ανάγλυφα τα όρια της κοινωνικής δυναμικής του και επισφραγίζει την αποτυχία της επανάστασης.».

Υπό αυτό το πλαίσιο, προτείνει ένα νέο τρόπο για να προσεγγίσουμε το ερώτημα, ποιος ήταν ο ρόλος των εκλογών της 31ης Μαρτίου 1946 στην εξέλιξη της εμφύλιας σύγκρουσης.

«Πάντως, η απόφαση της αποχής της 31ης Μαρτίου 1946 είχε μεγάλη απήχηση στην εκλογική βάση της Αριστεράς, κυρίως στις επαρχιακές πόλεις και, αντίθετα από ό ,τι πιστεύεται, δεν απομόνωσε το ΚΚΕ, αλλά του επέτρεψε να συμπήξει μία ευρύτερη συμμαχία με δυνάμεις του Κέντρου και της Αριστεράς, στη βάση της καταγγελίας των εκλογών. Άρα, ο καθοριστικός παράγοντας για τις πολιτικές εξελίξεις δεν ήταν τόσο η αποχή, όσο  η έναρξη του ένοπλου αγώνα. Ο ένοπλος αγώνας θα απομονώσει το ΚΚΕ από πολιτικούς συμμάχους και θα προκαλέσει ένα βαθύ ρήγμα ανάμεσα στην εαμική και την κομμουνιστική Αριστερά».

31 μαρτη

Ως προς τη στρατιωτική σύγκρουση, εστιάζει στο στοιχείο της εδαφικότητας ως κομβικό για την εξέλιξη της επανάστασης.

«Στον εμφύλιο πόλεμο η μάχη δεν εξαντλείται στα πεδία των μαχών, αλλά διευρύνεται και επεκτείνεται, καταργώντας  τη διάκριση μεταξύ εμπόλεμων και ασφαλών περιοχών… Ο εμφύλιος πόλεμος είναι μία σύγκρουση εδαφικότητας στην οποία οι αντίπαλοι εφαρμόζουν πολιτικές ελέγχου των ανθρώπων στο χώρο».

Όσο αφορά στη συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα στον έλεγχο του χώρου, απαντά στον ιστορικό Νίκο Μαραντζίδη, που  χαρακτήριζε το «κράτος του Γράμμου» «μία καρικατούρα αυτονομίας στα πρότυπα των ολοκληρωτικών καθεστώτων».

«Μέσα από θεσμούς λαϊκής εξουσίας, υπήρξε συνεχής επαφή και αλληλεπίδραση μεταξύ του πληθυσμού και του ΔΣΕ, με στόχο τη διεύρυνση της συμμετοχής και την ενσωμάτωση του πληθυσμού στους κυβερνητικούς θεσμούς, τις κομματικές οργανώσεις και τη στρατιωτική κινητοποίηση…. Επαναστατικά κινήματα που αναπτύσσονται σε περιοχές φτωχές σε πόρους, επειδή εξαρτώνται από την υποστήριξη του πληθυσμού για την επιβίωσή τους, δημιουργούν στενότερους δεσμούς με  τους κατοίκους των περιοχών που ελέγχουν και προωθούν τη συμμετοχή τους σε θεσμούς εξουσίας».

Στόχος, πάντως, της μελέτης δεν είναι να αποδώσει ευθύνες, να βρει δηλαδή «ποιος φταίει», όπως συχνά αντιμετωπίστηκε βιβλιογραφικά η σχετική ιστορική περίοδος.  Αντίθετα, ο συγγραφέας προσπαθεί να θέσει το ερώτημα «τι ήταν ο ελληνικός εμφύλιος;», επιχειρώντας επί της ουσίας μια συνθετική προσέγγιση που θα θέσει το θέμα σε διαφορετική θεωρητική βάση και, ειδικότερα, στη βάση της κοινωνικής δυναμικής της ως επαναστατικής προσπάθειας.

  [hr]

*Ο Πολυμέρης Βόγλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο. Είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και έχει πλούσια βιβλιογραφία σχετικά με την Κατοχή και τον Εμφύλιο.

Η Άννα Κοντοθανάση είναι νομικός, σε πείσμα της διάψευσης ότι «δίκιο» και «τεθειμένο δίκαιο» ταυτίζονται. Λύνοντας από πολύ νωρίς αυτή την παρεξήγηση, βρήκε ακόμη περισσότερους λόγους να παλεύει για το πρώτο, γραπτά, κινηματικά, μέσω της δικηγορίας όσο γινόταν. Διαβάζει αρκετά, ενώ αρθρογραφεί για χρόνια σε διάφορα περιοδικά, φεμινιστικά έντυπα και σχετικές στήλες εφημερίδων.