Η ανθολογία-βιογραφία της Κατερίνας Γώγου
Η Ευτυχία Παναγιώτου απέναντι στην ποιήτρια που πάντα ήταν μάχιμη
Η ταυτότητα παραδίδεται σε κοινή θέα από τον τίτλο του βιβλίου (από τις εκδόσεις Καστανιώτη) κιόλας. “Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του” δηλώνει η Γώγου. Καταθέτει η Γώγου. Προσφέρει η Γώγου. Καταλήγει η Γώγου. Κληρονομείται η Γώγου. Κληρονομείται; Ναι, γιατί τα γραπτά μένουν, κι αν τα λόγια φεύγουν, εκεί μένουν, στα γραπτά, στην απεραντοσύνη του λευκού, στο λευκό που γέμιζε τη μια μέρα και την άλλη ήταν άδειο. Τα γραπτά, βέβαια, ήταν ό,τι έμενε από τις πράξεις και τα αισθήματα που γυρνούσαν αδέσποτα και δεν ξεκουράζονταν σε πλατείες, στέγες και λεωφόρους. Οι εκτός πρόβας ατάκες, οι μονόλογοι της στιγμής, αναδεύονταν από το μόνιμα ανήσυχο πνεύμα της και τη διαρκή αντίφαση που ζούσε μέσα της, που πάλευε με αυτήν. Σε αυτήν εντάσσεται και η γενναιοδωρία της να μιλά και να γράφει ξέροντας ότι θα καταναλωθεί και η εικόνα της θα αναλωθεί από τη δικτατορία της ματαιοδοξίας και των πολύχρωμων εξώφυλλων. Η Γώγου, ο “Οδυσσέας” του μεταπολιτευτικού αστικού τοπίου, κρατώντας μαυροκόκκινα πανιά φουσκωμένα από άρρωστο άνεμο, δεν νοιαζόταν για το ταξίδι, αλλά για τους ανθρώπους, κι ας καιγόταν μαζί τους.
Η Ευτυχία Παναγιώτου επιμελείται με ιδιαίτερη φροντίδα τον τόμο που συμπληρώνει αυτόν με τα ποιήματα της (σ.σ Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε). Για τη Γώγου ξέραμε ότι ήταν το παιδί-θαύμα του ελληνικού θεάτρου, αφού από πέντε χρόνων ήταν στο σανίδι. Ξέραμε-βλέπαμε ότι ήταν ηθοποιός που ξεχώριζε σε δεύτερους, τρίτους, ρόλους στις ταινίες του Φίνου. Ξέραμε ότι μπορούσε να κάνει πολλά στο θέατρο και στα 70’s διακρίθηκε στο ανεξάρτητο ελληνικό κινηματογράφο. Βραβείο για το “Βαρύ Πεπόνι” και στην αυγή των 80’s μας καθήλωσε με την “Παραγγελιά”. Εκεί τη μάθαμε και ως ποιήτρια. “Τρία κλικ αριστερά” και μετά ο κόσμος μετρούσε τις εκδόσεις των βιβλίων της. Μάθαμε ότι απογοητεύτηκε από τη μαρξιστική θεωρία και έγινε φίλη με τους αναρχικούς, πως βοηθούσε -όσο μπορούσε- αυτούς που δεν είχαν κανέναν δίπλα τους. Τον Μαζοκόπο, τον Πετρόπουλο… Ξέραμε πως είχε αυτοκαταστροφικές τάσεις και στεναχωριόταν για το “γαμώτο που δεν έζησα”. Κάποιος έπρεπε να πιάσει τα νήματα και να σηκώσει αυτήν την κούκλα, την Κατερίνα, όρθια και να δούμε τον άνθρωπο πίσω από την καλλιτέχνιδα, την ακτιβίστρια, τον άγγελο που ασφυκτιούσε στον καπιταλιστικό παράδεισο. Η Παναγιώτου μας έδωσε την κίνηση και την ομιλία της Γώγου, της Κατερίνας, χωρίς προετοιμασία, χωρίς δοκιμασία και χωρίς τη δική της δημιουργική συνθήκη. Η Παναγιώτου μας δίνει την απάντηση στο ερώτημα “τι θα έλεγε η Γώγου για…” και αυτό είναι σημαντικό.
Πυρήνας του βιβλίου οι συνεντεύξεις της Γώγου. Δεν της άρεσε να εκθέτει έτσι τον εαυτό της. Η ίδια έλεγε ότι “συνέντευξη ίσον λούμπα”. Το έκανε όμως για να μιλήσει για το έργο της (ποιητικό, θεατρικό, κινηματογραφικό) και όσα βασάνιζαν την ίδια και την κοινωνία. Και είναι αυτά που δείχνουν ποια ήταν και είναι η Γώγου. Η ευαίσθητη, η πολιτικοποιημένη, η ανήσυχη, αγωνίστρια. Ο λόγος που δεν χειριζόταν εξ ολοκλήρου, αλλά βασιζόταν στην εντιμότητα του συνομιλητή της, έδινε στις συνεντεύξεις τη δυσερμήνευτη Γώγου και η Παναγιώτου συγκέντρωσε αυτές τις στιγμές κάτω από τον ήλιο που έδειχναν -και δείχνουν- τη Γώγου όπως ήταν. Η Γώγου να κυνηγά τους ανθρώπους και να φεύγει απ’ αυτούς, να ωριμάζει και να είναι γοητευτικά ανώριμη. Φωτογραφίες, ιδιόχειρα σημειώματα της ποιήτριας, οι μαρτυρίες όσων μίλησαν μαζί της και οι διαφωτιστικές σημειώσεις της επιμελήτριας καθιστούν το βιβλίο απαραίτητο εργαλείο ερμηνείας της Γώγου, του έργου της και μιας εποχής που ακόμη ψιθυρίζει τα μηνύματα της.