Η επέκταση του πεδίου της Δεξιάς, L. Boltanski, A. Esquerre
Ιχνηλατώντας τη διολίσθηση του πολιτικού φάσματος προς την άκρα Δεξιά...

Η επέκταση του πεδίου της Δεξιάς,Luc Boltanski, Arnaud Esquerre
Μετάφραση – επίμετρο Χαριτίνη Καρακωστάκη, Εκδόσεις Πόλις
Από τα πιο εύστοχα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει, το ανά χείρας μικρό βιβλίο ανιχνεύει πώς μετατοπίζεται στη Γαλλία το πολιτικό φάσμα όλων των πολιτικών κομμάτων προς τα δεξιά και ειδικότερα προς την άκρα Δεξιά, προσπαθώντας στη συνέχεια να προτείνει λύσεις αναστροφής του φαινομένου.
Οι συγγραφείς του βιβλίου, που γράφτηκε λίγο πριν την ανάδειξη του Εθνικού Μετώπου σε δεύτερη δύναμη στη Γαλλία κατά τις ευρωεκλογές, επεσήμαιναν ήδη τα ιδεολογικά εκείνα στοιχεία του δημόσιου λόγου, που αποτελούν σημαίνοντα μετατόπισης προς την άκρα Δεξιά.
Εντοπίζουν σχετικά στον δημόσιο λόγο, όπως εκφράζεται στα ΜΜΕ, έντονες αναφορές στα πλήγματα που δέχεται η «εθνική ταυτότητα» τόσο από τους μετανάστες, τους μουσουλμάνους όσο και από τους Ευρωπαίους των Βρυξελλών, απόδοση ευθυνών για τα κοινωνικά προβλήματα στην έντονη επίδραση των ιδεών του Μάη του ΄68, στους σεξουαλικά αποκλίνοντες, τις φεμινίστριες, αλλά και σε μία ευρεία κατηγορία ανθρώπων που χαρακτηρίζονται ως «μποέμ αστοί» (αριστερά του χαβιαριού, όπως κάποιοι χρησιμοποιούν τον όρο στην Ελλάδα).
Επισημαίνουν παράλληλα, στο λόγο της αριστεράς μια μετακίνηση προς τα δεξιά, «και μάλιστα πολλές φορές, ακόμα πιο γρήγορα από τη Δεξιά… σαν να πίστευε κανείς ότι η συμπόρευση μαζί της θα μπορούσε να την ανακόψει».
Συχνές αναφορές στην «εθνική ταυτότητα», την «πατρίδα», τις «αξίες του λαού», την «ασφάλεια», στερημένες από εκείνες τις δημοκρατικές αναφορές που προσδίδουν ριζοσπαστισμό και θετικό πρόσημο στην προάσπιση των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων για όλους τους εργαζόμενους, ανεξαρτήτως φυλής, φύλου, θρησκείας και άλλων επί μέρους διαχωρισμών.
Παράλληλα, οι δύο κοινωνιολόγοι επιχειρούν μία γενεαλογία του Εθνικού Μετώπου, που την εντοπίζουν στη ριζοσπαστική Δεξιά του Μεσοπολέμου, όπως εκφράστηκε από την Action Française, ένα συνασπισμό καθολικών, μοναρχικών, εθνικιστών, αντιδραστικών, φασιζόντων στοιχείων, από την οποία εν καιρώ θα προέρχονταν σημαντικοί πυλώνες του φιλοναζιστικού καθεστώτος του Βισύ το καλοκαίρι του 1940.
Αντιστοιχίζοντας το παρελθόν με το παρόν, επισημαίνουν εύστοχα ότι, όπως η μεσοπολεμική επαναστατική Δεξιά, το Εθνικό Μέτωπο παρουσιάζεται σήμερα ως μια «ούτε Δεξιά ούτε Αριστερά», με γλώσσα και όρους που δανείζονται και από τις δύο: «λαός», «αξίες», «ισότητα ευκαιριών», «δικαιοσύνη». Απλά, ο στόχος είναι αλλοιωμένος. Οι αξίες αυτές δεν περιλαμβάνουν τους «άλλους» και συχνά καταγγέλλονται ότι δεν υπάρχουν σήμερα για το «λαό». Ο «λαός» είναι οι μικροαστοί και η αποδυναμωμένη εργατική τάξη, η «ηθική» οτιδήποτε σχετίζεται με τον «λαό». Και οι δύο έννοιες λοξοκοιτούν προς την κατεύθυνση της εσωτερικής ασφάλειας προκειμένου να διαμορφώσουν τον αντιθετικό «Αλλο» του «λαού».
Και μία εξίσου σημαντική παρατήρηση. Επειδή το Ολοκαύτωμα δημιούργησε αναχώματα στον άλλοτε εύκολο αντισημιτισμό («Ποτέ πια αυτό»), το μίσος προς τον «άλλο» σήμερα στρέφεται ρητά σε όλους τους πιο πάνω «ξένους» που απειλούν το «λαό».
Άλλωστε, ευέλικτοι προς τις εξελίξεις, σε μία προσπάθεια να ελκύσουν μια πλευρά πολιτών που θα μπορούσαν να στραφούν στην Αριστερά, οι ακροδεξιοί θέτουν έντονα τα ζητήματα του ξένου ανταγωνισμού και της Ευρώπης, όχι ως φορέα οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, όπως τον αντιλαμβάνεται η Αριστερά, αλλά ως φορέα ανεπιθύμητων παρεμβάσεων στο «σπίτι μας».
Επινοώντας συνεπώς εχθρούς προσωποποιώντας τις ιδεολογικές ή άλλες διαφορές και αντιθέσεις, αποκρύπτοντας τις πραγματικές ταξικές αντιθέσεις και τους τρόπους επίλυσης, υποδαυλίζουν συναισθήματα αποκλεισμού και οργής, μίσους και εκδίκησης. Χάρη σε αυτά τα συγκινησιακά φορτισμένα ιδεολογήματα, γεφυρώνεται η χαώδης ενίοτε απόσταση ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες.
«Κοινωνικές ομάδες που διαφέρουν μεταξύ τους όσον αφορά τον πλούτο, τον τρόπο ζωής και τα ενδιαφέροντα, αισθάνονται όμως την ίδια εχθρότητα απέναντι στον “ξένο” και στους “ξένους”, μακρινούς ή κοντινούς – και αυτή η εχθρότητα είναι ικανή να καταργήσει ως διά μαγείας τις αντιθέσεις τους».
Οι συγγραφείς προτείνουν, πέραν της διαρκούς υπεράσπισης των ιδεών του Διαφωτισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους, τη μη υποχώρηση στην κοινοτοπία και τον εύκολο συναισθηματισμό προς άγραν ψήφων, αλλά και, πράγμα ουσιαστικότατο, την εκ νέου ανάλυση του καπιταλισμού από την Αριστερά.
Αυτό το τελευταίο, που δεν αναλύεται, λόγω της μικρής έκτασης του βιβλίου, αφορά ίσως στο σύνολο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατικής κληρονομιάς, που στόχευσε και ίσως, πέτυχε σε άλλες εποχές να αναστείλει την εκτίναξη των κοινωνικών ανισοτήτων που έχει ως συνέπεια ο καπιταλισμός μέσω κρατικών επεμβάσεων κοινωνικού χαρακτήρα, κάτι που σήμερα είναι σχεδόν αδύνατο.
Σε κάθε περίπτωση, επειδή το βιβλίο δημιουργεί έντονους συνειρμούς αναφορικά και με την ελληνική πραγματικότητα, καλό είναι να το διαβάσει κανείς, για να εντοπίσει στον καθημερινό λόγο αλλά και την πολιτική πράξη τις μετατοπίσεις αυτές προς την άκρα Δεξιά.
Στην κατανόηση του κειμένου συμβάλλει κατά πολύ η μετάφραση αλλά και το επίμετρο της Χαριτίνης Καρακωστάκη.
Ο Λυκ Μπολτανσκί γεννήθηκε το 1940 στο Παρίσι. Σπούδασε κοινωνιολογία στη Σορβόννη. Το 1968 υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή υπό την εποπτεία του Raymond Aron (Prime education et morale de classe) και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 εξελέγη λέκτορας στην Εcole des Hautes Εtudes en Sciences Sociales, στο ερευνητικό εργαστήριο Centre de Sociologie europeenne. Εκεί συνεργάστηκε στενά με τον Pierre Bourdieu. Το 1981 ανακηρύχθηκε διευθυντής σπουδών (καθηγητής) στo ίδιο Πανεπιστήμιο, και το 1984 ίδρυσε μαζί με τον Laurent Thevenot το ερευνητικό εργαστήριο Groupe de Sociologie Politique et Morale. Το έργο του ήρθε σε ρήξη με εκείνο του Μπουρντιέ, εγκαινιάζοντας μια νέα σχολή σκέψης που έχει επικρατήσει με το όνομα “πραγματιστική κοινωνιολογία”.
Ο Αρνώ Εσκέρ γεννήθηκε το 1975. Το 2008 υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή υπό την εποπτεία του Λυκ Μπολτανσκί (La manipulation mentale). Από το 2009 είναι ερευνητής στο CNRS, μέλος του Laboratoire d’ethnologie et de sociologie comparative τής Nanterre. Έχει διδάξει στο Institut d’ Εtudes Politiques του Παρισιού και στην Εcole des Hautes Εtudes en Sciences Sociales. Παράλληλα με τη δουλειά του ερευνητή, έχει εργαστεί για σχεδόν δέκα χρόνια στην καρδιά των μίντια, στον εθνικό τηλεοπτικό φορέα της Γαλλίας (France Televisions), ως υπεύθυνος επικοινωνίας και πρότζεκτ μάνατζερ.