"Η Ευτυχία" της αποδόμησης της πυρηνικής, μικροαστικής οικογένειας
H λιγότερο γνωστή ταινία της Agnes Varda παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα

Έχει πάντα την σημασία της η επανέκδοση κλασικών ταινιών που με έναν τρόπο επηρέασαν τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, πόσο μάλλον όταν αναφερόμαστε σε έργα της σχετικά πρόσφατα εκλιπούσας Agnes Varda. Η πρωτοπόρα σκηνοθέτιδα της γαλλικής nouvelle vague υπήρξε μια πολυεπίπεδη προσωπικότητα κατά τη διάρκεια της ζωής της, εφόσον ξεκίνησε ως φωτογράφος, μεταπήδησε στην συνέχεια στον κινηματογράφο, για να ασχοληθεί τελικά με το ντοκιμαντέρ και τις πλαστικές τέχνες. Από τις ελάχιστες γυναικείες φωνές του ευρωπαϊκού κινηματογράφου που δημιούργησαν πίσω από την κάμερα, έδωσε βήμα στους ανθρώπους του περιθωρίου και δημιούργησε μια σταθερά ενδοσκοπική φιλμογραφία. Χωρίς καμία προσπάθεια για διδακισμούς, είχε δηλώσει: «Στις ταινίες μου πάντα ήθελα να κάνω τους ανθρώπους να δουν σε βάθος. Δεν θέλω να δείξω πράγματα, αλλά να τους δώσω την επιθυμία να δουν.»
Η Agnes Varda προτίμησε να διατηρεί μια πιο κριτική στάση όσον αφορά στο πολιτικό στίγμα των ταινιών της, εστιάζοντας στην παραμόρφωση και την καρικατούρα από την ευθεία αντιπαράθεση. Η ταινία που παρερμηνεύτηκε ωστόσο περισσότερο από κάθε άλλη είναι η Ευτυχία (Le Bonheur), που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1965 όπου και κέρδισε την Αργυρή Άρκτο, ενώ κέρδισε και το Βραβείο Louis Delluc ως η καλύτερη γαλλική ταινία της χρονιάς. Η πλοκή χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις, έχει ως εξής: ο Φρανσουά ζει ευτυχισμένος με τη σύζυγο του Τερέζ και τα δύο τους παιδιά σε ένα εργατικό προάστιο του Παρισιού. Εκείνος είναι ξυλουργός και εκείνη μοδίστρα. Όταν ο Φρανσουά πάει σε μια άλλη πόλη για δουλειά γνωρίζει την Εμιλί, υπάλληλο ταχυδρομείου, και ξεκινάει μια σχέση μαζί της που θα φέρει δραματικές αλλαγές στην οικογενειακή του ζωή. Ειδυλλιακά πλάνα στην γαλλική εξοχή συνδυάζονται με παραληρηματικές εκδηλώσεις αγάπης και οικογενειακής γαλήνης αλλά και σονέτα του Μπετόβεν. Η πυρηνική οικογένεια οργιάζει πλάι στην ανοιξιάτικη φύση, μόνο που αυτή η παροδική εικόνα οικογενειακής ευτυχίας είναι ο τρόπος για να αποδείξει η Agnes Varda το ευρύ φάσμα του ανδρικού προνομίου. Η οικογένεια γιορτάζει την ημέρα του Πατέρα και όλα τα βλέμματα μοιάζουν στραμμένα σε αυτόν, όπως ακριβώς τα ηλιοτρόπια στο λιβάδι στρέφονται προς τον Ήλιο. Η Τερέζ φαίνεται να είναι τυφλά προσηλωμένη στο σύζυγό της και δεν θα αντέξει μια τέτοια προδοσία, μόνο και μόνο για να αντικατασταθεί από την Εμιλί.
Η σύγκρουση των παραδοσιακών αξιών της πατριαρχικής κοινωνίας με το ανδρικό προνόμιο καθιστούν τις γυναίκες απλές συζύγους και αυτή η «αλλαγή φρουράς» που συντελείται στην ταινία εκφράζεται με τον πιο ιδιαίτερο εκφραστικά τρόπο: αποσπασματικές εικόνες της εξοχής, απογυμνωμένες από οποιοδήποτε οντολογικό φορτίο. Με τον ίδιο τρόπο που οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι εμπνεύστηκαν από την φύση συγκρουόμενοι με το ακαδημαϊκό ύφος που επικρατούσε στα Σαλόνια της εποχής, έτσι και η Varda οπτικοποιεί την αψεγάδιαστη και επιφανειακή τελειότητα της μικροαστικής, ντεγκωλικής γαλλικής οικογένειας, μέσα από υπερβολές και κλισέ. Μέσα από τα ίδια της τα λόγια :
… Φαντάστηκα ένα καλοκαιρινό ροδάκινο με τα τέλεια χρώματά του και μέσα του υπάρχει ένα σκουλήκι. Φαντάστηκα πίνακες του ιμπρεσιονισμού που μεταδίδουν μια αίσθηση μελαγχολίας παρόλο που απεικονίζουν καθημερινές ευτυχισμένες σκηνές. Άκουσα Μότσαρτ και σκέφτηκα την υπεροχή του θανάτου. Έγραψα το σενάριο γρήγορα, το γυρίσαμε γρήγορα, όπως το ζωντανό φως των καλοκαιριών που περνούν γρήγορα. Σε έναν κόσμο γεμάτο από προκατασκευασμένες εικόνες ευτυχίας, είναι ενδιαφέρον να διαλύεις τα κλισέ.
Η ΕΥΤΥΧΙΑ παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στην ψηφιακά αποκαταστημένη της μορφή που επιμελήθηκε η ίδια η Varda, και βγήκε στις αίθουσες στις 20 Ιουνίου.