Το παρόν (μας) στον Καθρέφτη της Ιστορίας
Spiegel-Gasse, 1916/1917: ο δρόμος είναι εδώ...
1821, Χρεωκοπία του 1893 και χρεωκοπία του 1932, κρίση, Βαϊμάρη, μεσοπόλεμος, ξανά Βαϊμάρη, Μεταξάς, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ, Βάρκιζα τέλος, η ΟΠΛΑ, ο ΔΣΕ, παρακράτος της Δεξιάς, Ψυχρός Πόλεμος, η Χούντα δεν τελείωσε το ’73 κ.ο.κ. Από τότε που η κρίση ξέσπασε στα καθ’ ημάς τόσο βίαια, κι έπειτα έγινε μόνιμη, καθεστώς διαρκούς επιδείνωσης της ζωής μας, κατάργησης δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών, ακύρωσης των σχεδίων και των προσδοκιών, ατομικών ή συλλογικών, η ιστορία έχει επιστρέψει κραταιά στη δημόσια σφαίρα.
Αν η αγορά του βιβλίου ήταν από τις πρώτες που επλήγησαν από τη γενική κίνηση συρρίκνωσης της οικονομίας, η ζήτηση και οι νέες εκδόσεις ιστορικών δοκιμίων και μελετών δεν έπαψαν να αυξάνονται∙ οι εφημερίδες έψαξαν το αντίδοτο στην πτώση της κυκλοφορίας τους μέσα από τη δωρεάν διανομή ιστορικών μελετών σε τεύχη∙ τα ιδιωτικά κανάλια εκλαΐκευσαν το εθνικό παρελθόν∙ εκδοχές μιας νέας εθνικής ιστορίας κατέκτησαν την κορυφή στις λίστες των ευπώλητων∙ επαγγελματίες ιστορικοί έγιναν περιζήτητοι στα πάνελ. Λες και, αφότου το παρόν και το (ορατό) μας μέλλον έπεσαν θύματα πειρατείας του ελληνικού και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η κοινωνία ολάκερη, κατά ομάδες ή κατά μόνας, βάλθηκε να επισκέπτεται ξανά και ξανά το παρελθόν, να επικαιροποιεί τα «διδάγματα» της ιστορίας, να καταλάβει τι πήγε στραβά, τί δεν έγινε αντιληπτό ή δεν ελήφθη υπόψη εγκαίρως κι η ζωή πήρε μια στροφή που λίγα χρόνια πριν κανείς δεν μπορούσε να περιμένει.
Εις μάτην όμως : η ιστορία μας βοηθά ίσως να αναγνωρίσουμε λίγο πιο καθαρά την τωρινή μας κατάσταση, ίσως και να αποδράσουμε για λίγο από αυτήν, όχι όμως και να βρούμε τρόπους για να αλλάξουμε την πορεία της. Έτσι, ενόσω η ζωή των περισσοτέρων μοιάζει ολοένα και περισσότερο με αέναη τραγωδία μετ’ ελέου και φόβου μα δίχως κάθαρση, το παρελθόν φαίνεται να αναβιώνει ολοένα και συχνότερα, μοιάζοντας όλο και περισσότερο με κακόγουστη φάρσα: η ΝΔ του Μπαλτάκου ως ΕΡΕ κι ο Σύριζα ως ΕΔΑ του 1958, οι χρυσαυγίτες ως χίτες, ο Κωστάκης ως ο θείος του, ο Γιωργάκης ως ο παππούς του, το ΚΚΕ ως κάποιος παλιός (κακός) εαυτός του κ.ο.κ. Όλα αυτά δεν είναι παρά ιστορικές καρικατούρες που αποδεικνύουν πόσο ανώφελο είναι να ψάχνει κανείς στο παρελθόν το χαμένο του παρόν, ή το κλειδί για να ξεκλειδώσει τις διόδους προς το μέλλον.
Λες και, αφότου το παρόν και το (ορατό) μας μέλλον έπεσαν θύματα πειρατείας του ελληνικού και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η κοινωνία ολάκερη, κατά ομάδες ή κατά μόνας, βάλθηκε να επισκέπτεται ξανά και ξανά το παρελθόν
Δεν είναι δα και η πρώτη φορά στην ιστορία που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κάπου στα 1840, ο Τοκβίλ προειδοποιούσε πως «όταν το παρελθόν παύει να φωτίζει το παρόν, το μέλλον βαδίζει μέσα στα σκοτάδια». Μια δεκαετία αργότερα, μετά την ήττα της «άνοιξης των λαών» του 1848, της πρώτης πανευρωπαϊκής επανάστασης, ο Μαρξ έλεγε πως σε συνθήκες κρίσης οι άνθρωποι καλούν τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους, δανείζονται τα ονόματα, τα συνθήματα, τα κοστούμια τους, για να παρουσιαστούν στη νέα σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας με αμφίεση και γλώσσα δανεική. Άλλοι για να τιμήσουν τους νέους αγώνες, άλλοι για να παρωδήσουν τους παλιούς και να υμνήσουν το παρόν τους, άλλοι για να αλλάξουν την πραγματικότητα, άλλοι για να αποφύγουν ή να αποτρέψουν την αλλαγή της. Όπως σε κάθε έθνος-κράτος, η πολιτική κοινότητα καθορίζεται με βάση τις κοινές της γλωσσικές, θρησκευτικές κι ευρύτερες πολιτιστικές της παραδόσεις. Το παρελθόν γίνεται κομμάτι της πολιτικής διαπάλης: μια ακόμα μορφή της «παράδοσης των νεκρών γενεών που στοιχειώνουν σαν εφιάλτης το μυαλό των ζωντανών».
Ωστόσο, αν κανείς πραγματικά επιθυμεί να σπάσει την κατάρα κάθε παγκόσμιας «κρίσης» του καπιταλισμού, όπου οι ισχυροί καταστρέφουν τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, καλείται ακριβώς να σπάσει τις αλυσίδες αυτής της παράδοσης.
Πέντε χρόνια τώρα, είδαμε ένα-ένα τα σχέδιά μας να ακυρώνονται, τα όνειρά μας να γίνονται καθημερινοί εφιάλτες, μία-μία τις βεβαιότητές μας να σμπαραλιάζονται, έναν-έναν τους δικούς μας να φεύγουν. Ό,τι υπήρχε κιόλας για μια ζωή κι ήταν προορισμένο να είναι εκεί για όσο είμαστε κι εμείς, χάθηκε διαμιάς και δια παντός. Το μάθαμε καλά, και με σκληρό τρόπο, πως ο χρόνος της ζωής μας, όπως κι ο χρόνος του κόσμου μας, δεν είναι γραμμικός. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αν έχει κάτι να μας προσφέρει η ιστορία των τελευταίων διακοσίων και κάτι χρόνων είναι ένας περίπατος σε ένα μικρό ανηφορικό δρόμο της παλιάς πόλης της Ζυρίχης, στην καρδιά της γηραίας Ευρώπης και της πιο βαθιάς νύχτας τής ως τότε ιστορίας της. Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου (που τότε ακόμα οι άνθρωποι ονόμαζαν «Μεγάλο Πόλεμο»), η ουδέτερη Ελβετία ήταν καταφύγιο για εκατοντάδες φυγάδες, λιποτάκτες, επαναστάτες, τυχοδιώκτες.
Τον Φλεβάρη του 1916, κι ενώ μια ολόκληρη γενιά της Ευρώπης θυσιάζονταν καθημερινά κατά χιλιάδες στα χαρακώματα, στη λαϊκή και μάλλον κακόφημη μεριά της Ζυρίχης, μια ομάδα καλλιτεχνών άρχισε να παρουσιάζει ένα νέο είδος φιλολογικού καμπαρέ: το Cabaret Voltaire, στην πίσω αίθουσα μιας λαϊκής ταβέρνας στον αριθμό 1 της Spiegel-Gasse, με πρωτοβουλία του γερμανού αναρχικού Ούγκο Μπαλ που είχε καταφύγει στην Ελβετία για να αποφύγει τη δίωξή του για εθνική προδοσία, και της συντρόφου του Έμμυ Χέννινγκς. Μαζί τους, μια διεθνής ομάδα λιποτακτών και φυγάδων, όπως δυο νεαροί ρουμανοεβραίοι, ο Τριστάν Τζαρά κι ο Μαρσέλ Γιάνκο, ένας Αλσατός, ο Ζαν Αρπ, ένας Γερμανός, ο Ρίχαρντ Χύλζενμπεκ και άλλοι. Τις ίδιες πάνω-κάτω μέρες, μετακόμιζε περίπου 100 μέτρα πιο πάνω, στον αριθμό 14 του ίδιου δρόμου, ο ηγέτης των ρώσων μπολσεβίκων Βλαντιμίρ Λένιν και η σύζυγός του Ναντέζντα Κρούπσκαγια.
Προοπτική της Spiegel-Gasse από τον αριθμό 1, όπως είναι σήμερα.
Με πάνω από δέκα χρόνια περιπλάνησης μακριά από τη Ρωσία στην πλάτη τους, δυο χρόνια μετά την προδοσία των ευρωπαίων σοσιαλιστών που στήριξαν την είσοδο των χωρών τους στον πόλεμο, κατά τη διάρκεια της διαμονής τους στη Ζυρίχη, στη μέση της πιο αιματηρής χρονιάς του πολέμου κι ύστερα από αμέτρητες αποτυχημένες προσπάθειες προσέγγισης και συντονισμού των σοσιαλιστών που ήταν ενάντια στον πόλεμο, ο Λένιν επρόκειτο να γράψει μια ανάλυση της διεθνούς κατάστασης που έμελλε να έχει τη μεγαλύτερη επιρροή στην πολιτική ιστορία του 20ου αιώνα. Στον Ιμπεριαλισμό, Ανώτατο στάδιο του Καπιταλισμού παρατηρούσε: «Πριν από μισόν αιώνα, η Γερμανία ήταν μια φτωχή κι ασήμαντη χώρα σε σύγκριση με την Βρετανία εκείνης της εποχής. Το ίδιο και η Ιαπωνία σε σύγκριση με τη Ρωσία. Υπάρχει περίπτωση σε δέκα ή είκοσι χρόνια ο συσχετισμός δυνάμεων να μην έχει αλλάξει; Ούτε κατά διάνοια.»
Στα διαλείμματα της συγγραφής, κατηφόριζε το δρόμο για μια κουβέντα με κάποιους από τους φυγάδες που κυκλοφορούσαν στην πόλη ή για μια παρτίδα σκάκι με το νεαρό Τζαρά στην ταβέρνα που στέγαζε το Καμπαρέ Βολταίρ. Στο πρώτο μανιφέστο του Ντανταϊσμού, ο Ούγκο Μπαλ αναζητούσε «πώς μπορεί να ξεφορτωθεί κανείς οτιδήποτε δημοσιογραφώδες και σκουληκώδες, καθετί ευχάριστο και κομψό, εθελότυφλο, ηθικολογικό, εξευρωπαϊσμένο, απονευρωμένο» και διακήρυσσε τη λέξη ως δημόσιο μέλημα πρώτης τάξεως: «έξω από τη σφαίρα σας, την πνιγηρότητά σας, έξω απ’ αυτή την καταγέλαστη ανημπόρια, την τεράστια αυταρέσκεια, την παπαγαλία, τα αυταπόδεικτα φληναφήματα».
Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, τον Φλεβάρη του 1917, ένα επαναστατικό κίνημα στη Ρωσία ανέτρεπε τον Τσάρο και συγκροτούσε μια προσωρινή επαναστατική κυβερνηση, προκηρύσσοντας εκλογές για συντακτική συνέλευση. Ως τα τέλη Μαρτίου, ο Λένιν διαπραγματεύτηκε και κατάφερε να εξασφαλίσει από τις γερμανικές αρχές ένα σφραγισμένο τρένο που θα μετέφερε αυτόν και άλλους εξόριστους στο εσωτερικό της Ρωσίας. Στην Αγία Πετρούπολη, φιλελεύθεροι, σοσιαλεπαναστάτες, μενσεβίκοι και μπολσεβίκοι πανηγύριζαν τη νίκη κατά της τυραννίας και στήριζαν ομόθυμα τη μεταβατική κυβέρνηση που είχε διακηρυγμένο στόχο να βγάλει τη χώρα από τον πόλεμο και να την οδηγήσει σε εκλογές. Κόντρα στο κλίμα ενότητας κι αισιοδοξίας, ο Λένιν προέβλεψε πως η προσωρινή κυβέρνηση θα πρόδιδε γρήγορα τους σκοπούς της: η εξουσία θα έπρεπε να περάσει από την αστική τάξη στα χέρια των συμβουλίων του ρωσικού προλεταριάτου και αυτό θα ήταν απλά η αρχή μιας πανευρωπαϊκής προλεταριακής επανάστασης. Στους μήνες που ακολούθησαν, τα κρούσματα ανυπακοής και οι ανταρσίες των στρατιωτών άρχισαν να πυκνώνουν στη Ρωσία και σε όλους τους στρατούς, σε όλα τα μέτωπα, ενώ στα μετόπισθεν ξεσπούσαν οι πρώτες μαζικές απεργίες. Οι εξεγερμένοι εργάτες της Αγίας Πετρούπολης θα συναντούσαν τους γερμανούς ναύτες της βάσης του Κιέλου, τους ιταλούς λιποτάκτες του Καπορέττο και τους γάλλους στρατιώτες της Αιν. Στις αρχές του 1919, ο Ρίχαρντ Χύλζενμπεκ είχε συγκροτήσει ένα Ντανταϊστικό Κεντρικό Επαναστατικό Συμβούλιο, που από την καρδιά της εξέγερσης των εργατών του Βερολίνου, διακηρύσσε τη «διεθνή επαναστατική ένωση όλων των δημιουργικών και σκεπτόμενων ανδρών και γυναικών στη βάση του ριζοσπαστικού κομμουνισμού», και προέβαλλε αιτήματα όπως «η σταδιακή επίτευξη της συλλογικής ανεργίας μέσα από την πλήρη εκμηχάνιση της παραγωγής,[…] η άμεση απαλλοτρίωση – κοινωνικοποίηση κάθε ιδιωτικής περιουσίας» ή η «εισαγωγή ενός σιμουλτανεϊστικού ποιήματος ως επίσημης προσευχής του νέου διεθνούς κομμουνιστικού κράτους».
Οι άνθρωποι ξαναγίνονταν ικανοί να σπάσουν τις βαριές αλυσίδες του παρελθόντος, τις παραδόσεις αιώνων εκμετάλλευσης και τυραννίας, μέσα σε ένα σύντομο και ξαφνικό γύρισμα των καιρών
Για ό,τι συνέβη τότε και για ό,τι ακολούθησε έχουν γραφτεί και θα συνεχίσουν να γράφονται πολλές χιλιάδες σελίδες. Ο λόγος είναι πως πάνω από έναν αιώνα μετά τη Γαλλική Επανάσταση, η ιστορία γινόταν ξανά ένα ανοιχτό πεδίο δυνατοτήτων, υπόθεση της συνειδητής δράσης των ανθρώπων κι όχι του θεού, των ελέω αυτού ηγεμόνων ή των αόρατων δυνάμεων της αγοράς. Οι άνθρωποι ξαναγίνονταν ικανοί να σπάσουν τις βαριές αλυσίδες του παρελθόντος, τις παραδόσεις αιώνων εκμετάλλευσης και τυραννίας, μέσα σε ένα σύντομο και ξαφνικό γύρισμα των καιρών. Θά’λεγε κανείς πως ο αιώνας ολάκερος που ακολούθησε είχε συμπυκνωθεί στο διάστημα λίγων μηνών και σε μια απόσταση 100-150 μέτρων. Συμπτωματικά, Spiegel-Gasse είναι ένα από εκείνα τα παλαιού τύπου ευρωπαϊκά οδωνύμια, που μεταφράζεται λίγο-πολύ ως Οδός Καθρέφτη. Η μικρή πάροδος μιας πόλης-εμβλήματος του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου, λειτουργεί έτσι ως μεταφορά για την απόδραση από το αέναο παρόν των διεθνών χρηματαγορών κι από το πλήθος των απατηλών ειδώλων του παρελθόντος που παραμορφώνουν το παρόν και καταργούν το μέλλον. Και ως αφετηρία, για να αναγνωρίσουμε, δίχως παραπομπές, τσιτάτα και δανεισμένους στίχους την τωρινή μας κατάσταση και να αποδώσουμε στο παρελθόν το μέλλον της εκδίκησης για όλες τις περασμένες γενιές.