«Η καρδιά του σκότους», του Τζόζεφ Κόνραντ
Οι κούφιοι άνθρωποι επιστρέφουν στο τίποτα
«Δεν είχατε καμία δουλειά να έρθετε εδώ. Κανείς δεν σας κάλεσε, κανείς δεν σας θέλει και κανείς δεν θα σας ξεχάσει. Ναι, θα είστε αξιομνημόνευτοι και αξιοκαταφρόνητοι. Σας δεχτήκαμε χωρίς να ρωτήσουμε, χωρίς να ζητήσουμε, χωρίς να περιμένουμε τίποτα. Και σεις τι κάνατε; Ακούσατε ένα ναι που δεν υπήρχε, είδατε μια υποταγή κι έναν κόσμο σαν τον δικό σας, τον στρογγυλό, τον μεταλλικό, τον χρυσό. Ξέρετε ότι μας πονέσατε, ξέρετε ότι μας ξεριζώσατε, ξέρετε ότι μας κάψατε, ξέρετε ότι μας κλέψατε, ξέρετε ότι μας σκοτώσατε. Ποτέ δεν καταλάβαμε την ανωτερότητα των εξοπλισμών, των ατσαλάκωτων ρούχων και των προηγμένων όπλων σας. Εσείς δεν καταλάβατε ότι όλα ρέουν και τίποτα δεν μένει στον αέρα για πάντα. Εσείς δεν νιώσατε τον πόνο της γης και την παρουσία των δαιμόνων-προστατών. Εσείς νομίζατε ότι είστε άνθρωποι-θεοί και ξεχάσατε ότι τέτοια πλάσματα καταλήγουν με κομμένο κεφάλι. Όσο πλούτο κι αν βάλατε στις τσέπες σας, όσα μηδενικά κι αν προστέθηκαν στους λογαριασμούς σας, κούφιοι άνθρωποι γίνατε, φύγατε… Εμείς ματώσαμε και χάσαμε το μέτρημα των απωλειών, όμως η ψυχή μας επέζησε και είδε με ευχαρίστηση τη δική σας να σας καταπίνει. Φύγετε! Ήρθατε εδώ για το τίποτα και σε αυτό επιστρέφετε», με αυτά τα λόγια το ποτάμι, τα δέντρα και ζώα αποχαιρέτησαν τους εισβολείς, αυτούς που χάθηκαν εκεί που χτυπά «Η καρδιά του σκότους» (Εκδόσεις Δώμα).
Η νουβέλα του Κόνραντ, μια κλασική λογοτεχνική διαδρομή, μια τρομερή περιήγηση στα τρίσβαθα της ανθρώπινης ψυχής, μια γνήσια, καίρια, αποτίμηση της δοκιμασίας του ανθρώπινου, μια αδιαμφισβήτητη -σίγουρη- κρίση για την αποτυχία του πολιτισμένου ανθρώπου. Γι’ αυτόν το ταξίδι δεν είχε ποτέ σημασία, μόνο ο προορισμός που έπρεπε να κατακτηθεί, με κάθε κόστος. «Η καρδιά του σκότους» είναι η αποτύπωση της απληστίας, της μανίας, της βαρβαρότητας, του θράσους, της κραυγής του θηρίου, ο συριγμός της μηχανής που λέγεται «καπιταλισμός». Διαβάζοντας την ιστορία που αφηγείται ο Τσάρλι Μάρλοου βλέπουμε αυτό που συμβαίνει εδώ και αιώνες: «Ήρθαμε να σας εκπολιτίσουμε, να σας κατακτήσουμε, να σας πάρουμε ό,τι έχετε». Ο Κόνραντ, όμως, ξέρει ότι η αγριότητα επιστρέφει και εκδικείται αυτούς που την προκάλεσαν. Αυτοί που αρπάζουν και πατάνε επί πτωμάτων πληρώνουν το τίμημα της αποκτήνωσης, της μεταμόρφωσής τους σε άψυχα ανδρείκελα που σκοπό έχουν να καταδικάσουν τις επόμενες γενιές. Ναι, αδιαφορούν και νιώθουν άτρωτοι, όμως αυτή είναι η φρίκη που τους διαλύει και αυτήν περιγράφει ο Κόνραντ. Αυτοί που δεν σεβάστηκαν τη ζούγκλα την καρδιά τους έχασαν στο έρεβός της.
Διαβάζουμε στην εισαγωγή της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου (σ.σ υπογράφει την πολύ καλή μετάφραση): «Την περίοδο που ο Κόνραντ βρέθηκε στην Αφρική, το Κονγκό ήταν μια περιοχή πυκνής ζούγκλας καταμεσής της μαύρης ηπείρου, επάνω στον ισημερινό, ελάχιστα εξερευνημένη από τους Ευρωπαίους. Το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό είχε παραχωρηθεί, το 1884, στον βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδο Β΄, με την προϋπόθεση να καταπολεμήσει το δουλεμπόριο και να εξασφαλίσει την ελεύθερη, χωρίς δασμούς, διεξαγωγή του εμπορίου για όλους τους Ευρωπαίους. […] Προκειμένου να καταστήσει την επένδυση του κερδοφόρα, και με το πρόσχημα του εκπολιτισμού, ο Λεοπόλδος δεν δίστασε να παραβλέψει ή και να ενθαρρύνει πρακτικές αδιανόητης σκληρότητας απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό. […] Και ο Κόνραντ βρέθηκε εκεί». Ο Κόνραντ δεν αποκαλύπτει τα ονόματα των τόπων, του ποταμού, ούτε καν την Αφρική δεν κατονομάζει. Αυτή η εσωτερική-εξωτερική πορεία, αυτή παράνοια της αποκόμισης μέγιστου κέρδους με κάθε τρόπο (εδώ κυριαρχεί η απόκτηση ελεφαντόδοντου), αυτή η εισβολή ήταν και είναι παντού. Γι’ αυτό και την είδαμε στο Βιετνάμ και μετά στη μεγάλη οθόνη και στο «Αποκάλυψη Τώρα!». Η ανοδική πορεία στον ποταμό, η αναζήτηση του Κουρτς, η συνάντηση μαζί του, ο θάνατός του, είναι ο ανίκητος τρόμος που ζητεί κάτω από την επιφάνεια των τακτοποιημένων-κατακτημένων ζωών. «Η καρδιά του σκότους» είναι συναρπαστική νουβέλα και σε καθηλώνει από την αρχή ως το τέλος.