Η Μαρίν και ο Βέμπερ στο Μανχάταν

Η «προτεσταντική» απάντηση της σοσιαλδημοκρατίας στην ακροδεξιά

| 21/12/2019

Η εγχώρια σοσιαλδημοκρατία, σε όλες τις εκδοχές της, έχει πέσει, ακόμη μια φορά, σε έκσταση για το ήσσον, αυτή τη φορά μπροστά στην πρωθυπουργό της Φινλανδίας. Νέα, όμορφη, από φτωχή οικογένεια, η Σάνα Μαρίν συνοψίζει το πιο ανθεκτικό παραμύθι του καπιταλισμού: Τον «αυτοδημιούργητο» άνθρωπο.

Στην διαιώνιση αυτού του βαθιά αντιδραστικού αφηγήματος προστρέχει σε βοήθεια η ακροδεξιά, η οποία, εκ πολιτικής φύσεως εχθρική με τα νιάτα, την ομορφιά και τους ανθρώπους του μόχθου, επιτίθεται επίσης στο ήσσον, προσφέροντας έτσι την ευκαιρία στην σοσιαλδημοκρατία και την λοιπή αριστερούτσικη παιδική χαρά, ενός εύκολου και ανώδυνου, για το σύστημα, πολιτικού ετεροκαθορισμού. Ο λόγος είναι απλός: Η αδυναμία αντιπαράθεσης στο μείζον. Τον καπιταλισμό.

Όταν όμως προσπαθείς συνεχώς να αγνοείς τον ελέφαντα στο σαλόνι, δηλαδή το γεγονός ότι η εξωτερική εμφάνιση, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η φυλετική ή ταξική καταγωγή και η θρησκευτική προτίμηση ενός ή μίας επικεφαλής κυβέρνησης παύουν να έχουν την παραμικρή σημασία στο βαθμό που η πολιτική την οποία ασκεί εξυπηρετεί εκείνους που κλέβουν τον πλούτο από εκείνους που τον παράγουν, τότε, τα όρια της ανούσιας αντιπαράθεσης είναι εξαιρετικά πεπερασμένα.

Αυτό ακριβώς συνέβη και με την επίθεση του ακροδεξιού υπουργού Εσωτερικών της Εσθονίας στην πρωθυπουργό της Φινλανδίας.

Ο 70χρονος Μαρτ Χέλμε έφριξε μπροστά στη σύνθεση της φινλανδικής κυβέρνησης, επικεφαλής της οποίας είναι μία νέα γυναίκα και στην οποία συμμετέχουν ακόμη τέσσερις γυναίκες, επικεφαλής των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού και όλες κατά των 35 ετών. «Φτάσαμε να βλέπουμε μια νεαρή πωλήτρια να γίνεται πρωθυπουργός και μερικές αμόρφωτες ακτιβίστριες του δρόμου να συμμετέχουν σε κυβέρνηση», είπε ο Χέλμε.

Πώς απάντησε η Σάνα Μαρίν, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Φινλανδίας και πρωθυπουργός της χώρας, στο παραπάνω ρατσιστικό, σεξιστικό, σκοταδιστικό παραλήρημα; «Είμαι πολύ υπερήφανη για τη Φινλανδία. Εδώ το παιδί μιας φτωχής οικογένειας μπορεί να σπουδάσει και να πετύχει τους στόχους του. Μια ταμίας μπορεί να γίνει πρωθυπουργός», έγραψε στο Twitter.

Το πρόβλημα όμως είναι, ότι η παραπάνω απάντηση θα μπορούσε να έχει δοθεί και από τον Τραμπ, για τις ΗΠΑ. Από κάθε «κυρ Παντελή» του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου. Είναι στα χείλη κάθε νεοφιλελεύθερου, από τις «δεξαμενές σκέψης» της Ουάσιγκτον, μέχρι τα καφέ της Βαλαωρίτου. Θα μπορούσε να είναι και η «κεντρική ιδέα» της προτεσταντικής ηθικής και του πνεύματος του καπιταλισμού, του Βέμπερ.

Η κυρία Μαρίν, όπως κάθε σωστός σοσιαλδημοκράτης, μετατρέπει την καπιταλιστική φρίκη σε συστημικό αβαντάζ. Έτσι, το ίδιο το γεγονός της φτώχειας προσπερνάται ως κάτι «αυθύπαρκτο», ως ένα είδος «φυσικού φαινομένου», πάνω στο οποίο θριαμβεύει η ατομική θέληση και προσπάθεια και «το παιδί μιας φτωχής οικογένειας μπορεί να σπουδάσει και να πετύχει τους στόχους του».

Πόσο ψηλά μπορεί να φτάσουν αυτοί οι στόχοι;

Τόσο, που ακόμη και «μια ταμίας μπορεί να γίνει πρωθυπουργός».

Τόσο, που ακόμη και ένας Αφροαμερικανός μπορεί να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ.

Τόσο, που ακόμη και μια Ανατολικογερμανίδα μπορεί να γίνει καγκελάριος.

Άλλαξε κάτι προς το καλύτερο;

O καπιταλισμός, στην αρχή του, διαλύοντας, μαζί με τις ξεπερασμένες εργασιακές σχέσεις και το πολιτισμικό οικοδόμημα του παλιού κόσμου, απελευθέρωσε καταπιεσμένες παραγωγικές δυνάμεις και, μαζί με αυτές, καταπιεσμένα νέα ήθη, συμπεριφορές και αντιλήψεις που ασφυκτιούσαν, ακόμη και διώκονταν πριν. Αυτό για το οποίο είναι περήφανη η Φινλανδή πρωθυπουργός, η ατομική ανέλιξη δηλαδή, είναι μια πραγματικότητα για τον καπιταλισμό, από τις απαρχές του.

Το θέμα είναι, ότι δεν αφορά και δεν χαρακτηρίζει την πραγματικότητα του συνόλου της κοινωνίας. Άλλωστε, πολύ γρήγορα, η αστική τάξη κατέστειλε ό,τι είχε απελευθερωθεί.

Συνεπώς, το ότι μια ταμίας μπορεί να γίνει πρωθυπουργός, μακράν δεν χαρακτηρίζει τη δομή του καπιταλισμού, τους νόμους της κίνησής του και τον χαρακτήρα του ως εκμεταλλευτικού συστήματος. Είναι περίπου κάτι σαν το λαχείο. Από καταβολές του τζόγου πολλοί άνθρωποι ξέφυγαν από την φτώχεια και υπερπολλαπλάσιοι χαντακώθηκαν. Ο καπιταλισμός, ούτε που ενοχλήθηκε και από τους μεν και από τους δε. Αντίθετα, «πουλάει» ελπίδα στους καταπιεσμένους, ακριβώς όπως οι θρησκείες. Η διαφορά με την εκκλησία είναι ότι δεν υπόσχεται μετά θάνατον παράδεισο – με αντάλλαγμα την υποταγή εν ζωή – αλλά την «πιθανότητα», με την «σκληρή δουλειά», να «πιάσεις την καλή» σε αυτή τη ζωή. Πάντα με την προϋπόθεση να είσαι υπάκουος και υποταγμένος.

Τελικά, το ότι μια νέα γυναίκα, πρωθυπουργός, σοσιαλδημοκράτισσα, όμορφη και με εργατική καταγωγή στο Ελσίνκι, χρησιμοποιεί το ίδιο επιχείρημα με έναν λευκό, πουριτανό, ηλικιωμένο, συντηρητικό χρηματιστή στο Μανχάταν, για να απαντήσει σε έναν ακροδεξιό, στο Τάλιν, ίσως να αποτελεί και μια σύνοψη της ιδεολογικής χρεοκοπίας της «κυβερνώσας Αριστεράς».

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.