«Η μόνη κληρονομιά», του Γιώργου Ιωάννου
Εδώ, όλα σε βρίσκουν στην επόμενη στροφή!

Τα λόγια και τα πρόσωπα είναι η μόνη κληρονομιά που έχουμε. Με αυτά πορευόμαστε, αυτά δεχόμαστε, αυτά μοιραζόμαστε. Αυτά ορίζουν τον χρόνο και τον χώρο και την αφήγηση της ιστορίας και της Ιστορίας. Αυτά δίνουν γλώσσα και ήχο στο βίωμα και αυτά είναι που διαρκώς διαιρούνται και πολλαπλασιάζονται. Και ο συγγραφέας κάνει ό,τι μπορεί για να γίνει ο λόγος και τα πρόσωπα. Κρατά με νύχια και με δόντια το βίωμα και προσπαθεί να δει τι του κρύβει και τι του δίνει ο κόσμος. Ο τόπος που γράφει τον παρακινεί να γράψει γι’ αυτόν, για το «σώμα» του, και ο χρόνος (του τόπου) για τη «μνήμη» του. Και αυτός παίρνει την απόστασή του και διαλέγει με προσοχή αυτά που θα ανταποδώσει. Όταν βρει, φτιάξει, το δημιουργικό του συμπάν, τότε μόνο βάζει την πένα στο χαρτί. Τότε μόνο ξεκινά η διαδικασία της λογοτεχνίας και της γέννησης, αποκάλυψης, του λογοτέχνη. Ο Γιώργος Ιωάννου ήταν, είναι, και θα είναι μια τέτοια περίπτωση. Ο τρόπος που «κάρφωνε» τις λέξεις και χάραζε τα πρόσωπα, τα άγνωστα, ο τρόπος που έσωζε, και σώζει, το βίωμα… Αυτά καθιστούν μοναδική την περίπτωσή του και αξιανάγνωστα τα κείμενά του. Ένα απ’ αυτά είναι η συλλογή διηγημάτων «Η μόνη κληρονομιά» (Εκδόσεις Κέδρος).
Η μικρή φόρμα στη λογοτεχνία μοιάζει με σύννεφο! Έτσι λειτουργεί και έτσι μένει στον αναγνώστη. Ο συγγραφέας που δοκιμάζει τον εαυτό του σε αυτή, διεκδικεί τον «αέρινο» χώρο που του αναλογεί. Τα σύντομα αναγνώσματα δεν είναι «βιαστικά αναγνώσματα». Οι μικρές αποστάσεις του διηγήματος δεν ταυτίζονται με αυστηρά όρια. Και η ανάγκη μιας ιστορίας να ειπωθεί, καταγραφεί, δεν επιβάλλεται στον τρόπο του συγγραφέα.
Ο Γιώργος Ιωάννου ταρακούνησε το είδος του διηγήματος και του έδωσε το έντονο ξάφνιασμα που του έλειπε. Είναι σαν τον σκηνοθέτη που πιάνει την κάμερα και ακολουθεί τα βήματα, τα τραύματα, το λαχάνιασμα του ήρωά του. Στον Ιωάννου όλα σε βρίσκουν στην επόμενη στροφή! Η παρόρμηση και το απρόσμενο είναι η αφετηρία του. Και αυτή τη δύναμη, τη σαφήνεια, κρατά, επεξεργάζεται και τη μετουσιώνει σε κείμενο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι σαν να βλέπεις αράδες γραμμένες στο ουρανό! Οι σκέψεις, όμως, και η ψυχή, το βίωμα πυκνώνουν τις γραμμές και στην απεραντοσύνη της δημιουργίας φουσκώνουν τις λογοτεχνικές κλώστες. Να ποιες είναι στην περίπτωση του Ιωάννου: το πρόσωπο του αφηγητή, ένα, μοναδικό και συλλογικό την ίδια στιγμή. Η πλοκή που ζει και κινείται μέσα στη στιγμή. Και η αφήγηση που αφήνεται στο ρεύμα και κινείται με τον τρόπο που η τύχη, η θύμηση και η προσδοκία θέλουν. Και κάπως έτσι, αυτά τα κείμενα στερεώνονται στον ουρανό!
Ο Γιώργος Ιωάννου μας έδωσε το σύντομο πεζογράφημα. Στην ουσία κράτησε αυτό που κρατά για μας η μνήμη. Το μετείκασμα, ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό, υπαρξιακό, δεν πειράχτηκε, μόνο μεταφέρθηκε με προσοχή στη λευκή σελίδα. Τα ιδιαίτερα διηγήματα αυτής της συλλογής, γραμμένα στην Αθήνα το 1972 και το 1973, αντανακλούν την περίοδο προσαρμογής του συγγραφέα στη ζωή της πρωτεύουσας. Λίγο πριν τελειώσει η χούντα των συνταγματαρχών, ο Ιωάννου υπενθυμίζει την αξία της ζωής και τον αγώνα που πρέπει να δίνουμε για τις λίγες χαρές της. Στις ιστορίες του εντοπίζουμε την ακρίβεια στα λόγια, την αμεσότητα και την υψηλή αισθητική αξία τους. Η κρυστάλλινη, αντικειμενική, ματιά ισορροπεί με το κατάλληλο συναισθηματικό βάρος. Ο Γιώργος Ιωάννου προχωρά μπροστά, πατά στα μονοπάτια-σύννεφα και κρατά το κομμάτι φωτός του παρελθόντος και τους μέλλοντος.