Ένας μετεωρίτης που ονομάστηκε «σύγχρονη τέχνη»

Η avant-garde σκηνή της Νέας Υόρκης ως αφήγημα

| 27/06/2017

Ήταν σαν να έπεσε κάποτε ένας μετεωρίτης στον Ατλαντικό και να δημιούργησε ένα τεράστιο παλιρροϊκό κύμα και χρόνια μετά στεκόμαστε στην ακτή βρέχοντας το πρόσωπο μας στα απόνερα του, ακούγοντας τον θορυβώδη απόηχο εκείνης της αποκάλυψης. Του μετεωρίτη εκείνου ονοματοδοσία του έγινε κάτω από το έδαφος, στα υπόγεια. Μια κουλτούρα αργά εκεί κάτω φλεγόταν και αναζητούσε κάπως, κάποτε να ξεσπάσει. Ήταν κάπου στα 1967 όπου αυτό το μετέωρο «πράγμα» του σύγχρονου που δεν ανεχόταν το σουλατσάρισμα στα εμπορικά «κενά» αναγκάστηκε λοιπόν να πάρει όνομα: The Velvet Underground.

Το τεράστιο κύμα που έσκασε και πλημμύρισε την Νέα Υόρκη πήρε αμπάριζα ό,τι έκρυβε στα «υπόγεια» του το MoMa1 και η εκκλησία St. Marks όπου ο William Carlos Williams, ο Allen Ginsberg και λίγο αργότερα η Patti Smith απήγγειλαν ποίηση με ηλεκτροφόρους θορύβους καθώς τα μονόστηλα της εφημερίδας Village Voice του συγγραφέα Norman Mailer επέπλεαν στο Greenwich και το East Village και από το Gaslight Café βγήκε στην επιφάνεια μια τραγιάσκα που μάζευαν τα λεφτά τους από τις μουσικές τους ο Dave Van Ronk και ο Bob Dylan, ενώ το ξενοδοχείο Chelsea εκκένωσε όλα τα δωμάτια βγάζοντας τους γνωστούς άγνωστους ένοικους στο δρόμο αναλογιζόμενους πάνω στο ερώτημα «πως θα συνεχίσουμε τώρα;» Κάπου εκεί βλέπαμε τα φεϊγβολάν από μαύρους που τζαζάραν στις γωνιές και παράλληλα συγκρουόταν ως εμπροσθοφυλακή στους δρόμους.

familyofman2

MoMa, Η φωτογραφική έκθεση “The Family of Man”, 1955

Και έτσι όλα αυτά τα ευρήματα που βρέθηκαν στα πεζοδρόμια εξέφρασαν μια νέα αισθητική, μια νέα αστική κουλτούρα και κάλεσαν την «τέχνη» να γίνει μέρος της. Κάτι κρυφό και υποχθόνιο ορθοπόδησε μετά από χρόνια μπουσουλήματος και μια νέα μυθοπλασία δημιουργήθηκε, ρομαντική και συνάμα πραγματιστική, που ο Thurston Moore των Sonic Youth την περιγράφει με ομορφιά και αθωότητα «λόγω της όλης φτώχειας, λόγω του Allen Ginsberg και του Jack Kerouac που δίχως χρήματα γράφουν ποίηση στους δρόμους, ένα είδος βάρδων με αγγελικά2 οράματα που όρισαν την έννοια του ποιητή των πόλεων. Ναι, αυτές ήταν σπουδαίες μέρες να ζει κανείς (στην Νέα Υόρκη) και νομίζω πως κατά κάποιο τρόπο αυτή η αισθητική ακόμη επιβιώνει σε πολλούς νέους καλλιτέχνες»3.

Η Νέα Υόρκη μοιάζει να είναι μια σκηνή, ένα θέατρο, ένα εργαστήρι όπου όλα γεννιούνται κατά ένα παράδοξο τρόπο σαν να μπαίνουν σε μια συνθήκη πειράματος για να βρεθούν τα όρια που η τέχνη οφείλει και μπορεί να σπάσει. Εδώ γεννήθηκαν οι Ramones, εδώ έγινε το revival της folk, εδώ σπούδασε ο Jackson Pollock, εδώ θορύβησαν οι Sonic Youth, εδώ ο Gil Scott-Heron και η επανάσταση που «…will not be televised» με τα φτυστά του μπλουζ μιλητά, τις «πολιτιστικές και πολιτικές αναφορές, τα βαριά drumbeats, και την μινιμαλιστική παραγωγή»4 ιδρύσανε κάποια χρόνια μετά ακούσια την μαύρη hip hop και εδώ έκανε τις pop art προσεγγίσεις του ο Andy Warhol. Εδώ δεν υπήρξε ποιητής που να μην άφησε στα σοκάκια της το φλέγμα και την ατάκα του. Και εδώ είναι που όλη η υποχθόνια ένταση της πόλης αποτυπώθηκε μέσα από ένα κλικ της Leica (και) του Bruce Davidson.

Φωτογραφία από το έργο "Subway" στο μετρό της Νέας Υόρκης του Bruce Davidson, 1980

Από το φωτογραφικό έργο “Subway” στο μετρό της Νέας Υόρκης του Bruce Davidson, 1980

Και όλα αυτά κάπως καθορίζουν, κάπως επιδρούν και με μια αφηρημένη ιστορική προσέγγιση όντως το κάνουν. Από το Dada και τον ανάστροφο «μπιντέ» του Douchamp και του Νεοϋορκέζου Alfred Stieglitz στο σουρεαλισμό και από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό, αποδομώντας ίσως κάθε αισθητικό «–ισμό», ζούμε –δεν βλέπουμε, δεν ακούμε, δεν απομονώνουμε, δεν αισθανόμαστε, δεν δακρύζουμε ούτε γελάμε– ζούμε την τέχνη ως σύνολο, ως ενιαία προσπάθεια να παραμένει νέα, παρούσα, ενεργητική, οικεία, ανοίκεια. Μακριά από τους καιρούς και τους επίκαιρους αλλά τόσο κοντά σε αυτούς και τους έκπληκτους ανθρώπους της μπρος στο κάθε τι νέο, η τέχνη ψάχνει, πειραματίζεται, κάνει βήμα πίσω και μετά σε κάθε βήμα των ανθρώπων άφοβα τραβάει σε πλήρη συγχρονισμό μαζί τους. Με μια ακόμη πινελιά σε ένα καμβά, μια ηχογράφηση ενός ακόμη τόνου σε μια κονσόλα, πατώντας ένα ακόμα κλικ στην φωτογραφική μηχανή, «λερώνοντας» με ένα ακόμη σύνθημα τον δημόσιο τοίχο, αφήνοντας αμοντάριστο ένα ακόμη φιλμ. Κάθε βήμα του καιρού και μια άμεση αισθητική ανταπάντηση. Έτσι είναι. Μια λειτουργία, μια σύνθεση, ένα σύνολο θρυμματισμένο μα και αδιατάραχτο. Η γιορτή του σύγχρονου της Νέας Υόρκης που χαιρετίζει το San Francisco ή το Παρίσι ή το Λονδίνο ή το Bristol ή το Denver, το Seattle, πάντα άχρονα, πάντα ά-χωρα.

tumblr_m7247mH7TC1qzy30io1_1280 (1)

Η Patti Smith απαγγέλοντας ποίηση στην εκκλησία St. Mark’s Church in-the-Bowery πριν γίνει rock μουσικός, 1973

Και ο μουσικός Daniel Johnston με την σχιζοφρένεια του και τον Kurt Cobain να φορά μπλούζα με το όνομα του. Παρομοίως οι Sonic Youth κάπως να τον κοιτάζουν στα μάτια και οι Yo La Tengo να γράφουν τραγούδια μαζί του και να θυμόμαστε το σπαρακτικό folk τραγούδι για ένα φίλο που είναι πάντα δίπλα μας όπως το «He was a friend of mine»5. Συνθήκη απατηλή να δημιουργούμε ή να συντηρούμε τον μύθο του καλλιτέχνη –του ψυχοπαθή ή του outsider και του περιθωριακού-. Όλα είναι τέχνη λένε κάποιοι, κάθε ιδέα είναι τέχνη, άλλοι το αρνούνται και εν τέλει είναι ένα αιώνιο ερώτημα που δεν ξέρω γιατί η απάντηση είναι τόσο δυσεύρετη όταν στο φινάλε γύρω μας υπάρχει, ενοχλεί και –σχετικά, υποκειμενικά, αυθαίρετα πράγματι αλλά προς τι τα αρνητικά πρόσημα;- προετοιμάζει όλο και μια νέα επιδρομή της.

Και τα χρόνια περνάνε και θέτονται ιδιότητες που δεν έχουν την ακριβή τους σημασία στην ελληνική όπως drone και ambient και noise και no wave και minimal μουσική, μουσική urban δηλαδή, ή αλλιώς της πόλης «γεμάτης δρόμους και υπόνομους γεμάτη αγίους, ήρωες, ζητιάνους, παλαβούς»6, που επιβιώνει και δομεί την καθημερινότητα της σε μια επαναληψιμότητα υπερβαίνοντας τις επιπόλαιες κορυφώσεις ή τις κατακόρυφες πτώσεις. Η πολυπλοκότητα της σύγχρονης ζωής δεν αποτελείται άλλωστε από δραματουργικά ξεσπάσματα αλλά επιβεβαιώνεται μέσα σε ένα μηχανικό ρουτινιάρικο μοτίβο. Πόσο αυθαίρετοι είμαστε να συνθέσουμε σε μια τέτοια συνθήκη όλα τα νεωτεριστικά αισθητικά κινήματα που αναζητούσαν να εκφράσουν αυτή την διαλεκτική των αλλεπάλληλων και χιλιάδων διαφορετικών εκφράσεων της σύγχρονης ψυχοσύνθεσης του ανθρώπου που κάνουν feedback σε μια μονολιθικά κουλτούρα αποξένωσης; Έτσι ως σημείο των καιρών και έκφραση αυτής της εποχής έρχονται να κολλήσουν και τα feedback της κιθάρας στους ενισχυτές, των οργάνων που τους αρνιέται η «κανονική» τους λειτουργία και αυτή η επίπεδη, ισότονη επανάληψη του ήχου που καταργεί τη αντίληψη περί όμορφης και αλατισμένης μελωδίας και φτιάχνει ένα πραγματικά μονολιθικό ήχο, ήχο μιας urban περιπέτειας και ανέχειας των σύγχρονων ανθρώπων μέσα της.

1-7339d39bed

Κριτική του δίσκου “The Velvet Undergound & Nico” στην εφημερίδα Village Voice της πόλης, 1967

Η Νέα Υόρκη πλημμύρισε κάποτε ή έτσι ήταν από πάντα. Στάζει από παντού ήχους, εικόνες, ιδέες και αποτυχίες. Η μπανάνα των Velvet Underground έγειρε ένα ερώτημα. Είναι ένα εξώφυλλο; Είναι μια εικόνα; Τρώγεται; Σαπίζει; Είναι κίτρινη; Μήπως ροζ; Είναι όντως φρούτο ή άλλο ένα σύμβολο ή και μη ή ίσως απλώς ένα δοξάρι για κιθάρες; Χιλιάδες οι ερμηνείες, τα ερωτήματα και τα ζητήματα που χάνονται ή και κολυμπούν στην πλημμύρα που δεν μοιάζει να έχει μια δοσμένη αφετηρία. Άλλωστε η τέχνη μέσα στα χρόνια τρύπες κλείνει που κάποιοι προηγούμενοι άφησαν ακάλυπτες. Δεν προοδεύει μήτε παρακμάζει, μα απλά υπάρχει σε ένα μη συμπαγή οριοθετημένα κύκλο με τους πάντες πάντοτε μέσα της –δημιουργούς και παραλήπτες, δημιουργοί εν τέλει όλοι τους- όπου προσπαθούν να εκφραστούν για το ίδιο πάντα ερώτημα. Από τις αρχές του 20ου αιώνα αναζητιέται τούτο -και από την Ρωσία αυτή την φορά-: «τι διαφορά έχει η μουσική από το θόρυβο;»7;

Η πρωτοπορία πάντοτε αγχωμένη και αγωνιώδης, σχεδιασμένα ή και μη, έβρισκε γοητευτικό το μη γοητευτικό. Τον θόρυβο της πραγματικότητας. Τον ηχητικό όπως και τον εικαστικό θόρυβο του Malevich και του Kandinsky, την απλότητα και την σπαρακτικότητα της μελωδίας του «All tomorrow’s parties». Εκεί όπου υποδηλώνεται ο θάνατος και η αναβίωση της τεχνικής: η τέχνη δημιουργεί όρια και κανόνες και έπειτα πετάει τους νεότευκτους κώδικες στη φωτιά για να δημιουργήσει και πάλι νέους. Αυτό είναι εκπληκτικό, πανέμορφο, είναι φυσικό προσόν της εξέλιξης, ένστικτο αναγκαίο της ζωής.

Ο κόσμος όλος βρίσκεται μέτοχος σε αυτή την πλημμύρα του μοντερνισμού. Όσο και αν τα σχέδια των γκαλεριστών, των παραγωγών, των επιχειρηματιών, των εταιριών, των εφοπλιστών και των μαφιόζων είναι να φτιάξουν «αντιπλημμυρικά» έργα που θα δημιουργήσουν ξηρασίες, μετεωρίτες θα πέφτουν πάντοτε και οι αστροφυσικοί δεν έπεσαν ποτέ μέσα στις προβλέψεις τους.


*Το παρόν κείμενο δεν έχει στόχο να συμβάλει σε κάποιου τύπου τεκμηρίωση αισθητικών θεωριών. Είναι μια σκέψη εκ του αυθορμήτου μετά από μια ζωντανή εμφάνιση των Yo La Tengo.

**Η κεντρική φωτογραφία του άρθρου είναι τo εμβληματικό Dada “συντριβάνι” ή ο ανάστροφος ουρητήρας του Marcel Duchamp, φωτογραφημένος από τον νεωτεριστή φωτογράφο Alfred Stieglitz


Notes

1 MoMa, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.

2 «beatific» στο πρωτότυπο υποδηλώνοντας ταυτόχρονα το beat λογοτεχνικό κίνημα.

3 Συνέντευξη του Thuston Moore στον Matthew Oshinsky, Pastemagazine.com, 20.6.2017

4 Αναφορά για τον Gil Scott-Heron (1949-2011) στην Wikipedia

5 «He was a friend of mine», αμερικάνικο παραδοσιακό τραγούδι που έχει τραγουδηθεί εκτός των άλλων από τον Bob Dylan, Dave Van Ronk, Cat Power

6 Charles Bukowski, απόσπασμα από ποίημα του

7 Arseny Avraamov (1886 – 1944), Ρώσος avant-garde θεωρητικός και συνθέτης

 

dylan100830_560

Ο Bob Dylan σε κάποιο διαμέρισμα στην Νέα Υόρκη, 1966

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).