Η πολιτική διάσταση της ποίησης του Θωμά Τσαλαπάτη

Δοκίμια για την ποίηση της νέας γενιάς ToPeriodiko.GR

| 02/01/2016

Στο Περιοδικό για τη Διατάραξη της Κοινής Ησυχίας αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε με τη νέα χρονιά μια σειρά λογοτεχνικών δοκιμίων για την ποίηση της νεότερης ποιητικής γενιάς (ή ενίοτε και για συλλογές διηγημάτων). Εδώ το πρώτο επεισόδιο για έναν γνώριμο και από τις ψηφιακές γραμμές αυτού εδώ του site, του Θωμά Τσαλαπάτη:

    Στις αρχές του 5ου αιώνα μ. Χ., κι ενώ οι Ούννοι καταστρέφουν τα Βαλκάνια κι ένα μεγάλο μέρος της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης, τρεις μοναχοί από την Μεσοποταμία δραπετεύουν την νύχτα στα κρυφά από το μοναστήρι τους για να ταξιδέψουν ως τα πέρατα της γης, «εκεί που αναπέπαυται ο ουρανός επί στήλου σιδηρού». Αφού πλανηθούν, μέσα από μια καθαρά αλληγορική μετα-γεωγραφία (όπως ο καθοδηγούμενος απ’ τον Βιργίλιο Δάντης μερικούς αιώνες αργότερα) από την κόλαση, το καθαρτήριο και την «Πόλη των Δικαίων» –αυτήν την δημιουργία των απόκρυφων Αποκαλύψεων του 2ου και 3ου αι. μ. Χ. –, καταλήγουν στις πύλες του Παραδείσου, τις οποίες φυλά ο άγιος Μακάριος, (ένα ον που έχει χάσει σε τέτοιο βαθμό την «ανθρωπινότητά» του –καθώς το δέρμα του έχει ξεραθεί και σκάσει σε σημείο που να θυμίζει το δέρμα της χελώνας, τα νύχια του έχουν μακρύνει στα πόδια και τα χέρια είκοσι πόντους και τρίχες λευκές καλύπτουν το πρόσωπο και το κορμί του με αποτέλεσμα να μην φαίνονται καν τα μάτια του–, που θυμίζει περισσότερο άγριο ζώο παρά άνθρωπο) και ο οποίος ζει με μοναδική συντροφιά τα δύο λιοντάρια του. Αυτό που προσδίδει στον Βίο του αγίου Μακαρίου την τρομερή μοναδικότητά του, την παραδοξότητά του, το στοιχείο που τον διακρίνει από την υπόλοιπη ανατολική αγιογραφία, είναι το γεγονός ότι δεν μετακενώνει καμία εμπειρία. Οι τρεις μοναχοί-ταξιδευτές φτάνουν μέχρι τα πέρατα του σύμπαντος, ξαποσταίνουν μπροστά στις Πύλες του Παραδείσου, ενώ ο άγιος Μακάριος τους διηγείται την δική του απίθανη περιπέτεια, αλλά επιστρέφουν πίσω στον «πραγματικό» κόσμο ίδιοι κι απαράλλαχτοι, χωρίς να έχουν καμία πραγματική εμπειρία, κανένα βίωμα να μετακενώσουν, χωρίς να τους έχει αλλάξει το ταξίδι.

    Όπως ακριβώς και με ανάλογα κείμενα της δυτικής ή ανατολικής μεσαιωνικής γραμματείας, τα διάφορα bestiaires και τα άλλα τερατολογήματα της literatura fabulosa, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως μια λογοτεχνία του «φανταστικού», όπως ορθά επισημαίνει ο Τοντόροφ, καθώς μία τέτοια κατηγοριοποίηση δεν θα είχε απολύτως κανένα νόημα προκειμένου για την μεσαιωνική λογοτεχνία, και σε πλήρη αντίθεση με τους βίους των μεγάλων πνευματικών μορφών της Ύστερης Αρχαιότητας, όπως για παράδειγμα, τον Βίο του Αντωνίου του Μεγάλου, εδώ το εξωπραγματικό σημαίνεται ακριβώς ως τέτοιο και το καθημερινό εξοβελίζεται. Στην «κανονική» αγιογραφία ο άγιος γίνεται άγιος ακριβώς μέσα από την πάλη του με το καθημερινό, το οικείο, το συνηθισμένο, την «φυσιολογική» ή αναμενόμενη ανθρώπινη κατάσταση. Αυτή η καθημερινή πάλη του με την συνείδησή του, τις σεξουαλικές ορμές του, τις βιολογικές του ανάγκες, τα ψυχολογικά, ηθικά και συναισθηματικά του αδιέξοδα, αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που προσδίδουν στην εμπειρία του την απαιτούμενη εκείνη καθολικότητα που κρίνεται ως σημαίνουσα για τον άνθρωπο συνολικά ούτως ώστε να μεταβιβασθεί στην επόμενη γενεά, να αφηγηθεί. Και είναι αυτή ακριβώς η εμπειρία, η δηλωτική ενός ουσιωδώς εναλλακτικού τρόπου ζωής, ενός ουσιωδώς εναλλακτικού ηθικού και ιδεολογικού προτάγματος, που υποχρεώνει τον Αυγουστίνο να μεταστραφεί και πρακτικά στον χριστιανισμό, εν μια νυκτί,  μετά την ανάγνωση του Βίο του Αντωνίου του Μεγάλου.

    Σε αυτό, εντούτοις, η μεσαιωνική λογοτεχνία σε τίποτα δεν διαφέρει επί παραδείγματι από την αρχαία. Γενικά, μέχρι και την περίοδο της διαβόητης «νεωτερικότητας» το χαρακτηριστικό γνώρισμα της «μεγάλης λογοτεχνίας» ήταν ακριβώς η σχέση της με το καθημερινό και η μεταβίβαση της συλλογικής καθημερινής εμπειρίας ή της εμπειρίας ενός τραυματικού ιστορικού γεγονότος ή της παραδειγματικής εμπειρίας ή μιας καθολικής εμπειρίας, η οποία είχε ακριβώς νόημα να μεταβιβασθεί στις επόμενες γενεές en tant que telle. Ο Μπένγιαμιν πρώτος παρατηρούσε με σκεπτικισμό, ήδη την επαύριον του Μεγάλου Πολέμου, την απώλεια αυτήν της εμπειρίας, του βιώματος και της «αφηγησιμότητάς» τους. «Ποτέ», θα γράψει χαρακτηριστικά, «εμπειρίες δεν διαψεύσθηκαν τόσο ριζικά όσο οι στρατηγικές εμπειρίες απ’ τον πόλεμο των χαρακωμάτων, οι οικονομικές εμπειρίες απ’ τον πληθωρισμό, οι σωματικές εμπειρίες απ’ την πείνα, οι ηθικές εμπειρίες απ’ τον δεσποτισμό». Συνακόλουθα, ο Μπένγιαμιν έφτανε στο λογικό συμπέρασμα του «τέλους» της αφήγησης ή εν πάση περιπτώσει της «αφηγησιμότητας», καθόσον η μεγάλη αφήγηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το βίωμα, και αφού το βίωμα εξέλειπε, αναγκαστικά θα εξέλειπε και η αφήγηση.

    Και αλήθεια είναι ότι σήμερα, με την σταδιακή παρακμή, και την τελική εξάλειψη, των πεποιθήσεων περί αθανασίας και αιωνιότητας, με την οριστική συνθλιβή της κυκλικής υπόστασης του χρόνου, με την προβολή της ψυχικής ζωής σε ένα γραμμικό συνεχές, όπου το υποκείμενο βομβαρδίζεται από ασυνεχή συμβεβηκότα, ο σύγχρονος άνθρωπος υποχρεώνεται να ζει σε μιαν άχρονη παροντικότητα, όπου οι έννοιες του παρελθόντος και του μέλλοντος δεν συνιστούν πλέον βιωμένες σημασίες. Αυτή η καθήλωση του υποκειμένου σε έναν επίπεδο, ες αεί παροντικό χρόνο, όπου κάθε σύνδεση, κάθε συνοχή ανάμεσα στο τώρα το πριν και το μετά έχει σπάσει, λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την αφομοίωση της εμπειρίας, το ες αεί βιούμενο ουδέποτε κατορθώνει να μετουσιωθεί σε βίωμα. Κι αυτό διότι η παροντικότητα, και ως δυνητικό επιφαινόμενο του διαρκούς αισθητηριακού καταιγισμού που το νεωτερικό υποκείμενο είναι υποχρεωμένο να υφίσταται από τη μια και της μηχανικής επαναληψιμότητας των επιτελέσεων του από την άλλη, συνεπάγεται αφενός την έκπτωση της εμπειρίας, που καθίσταται έτσι εικονική, και κατά συνέπεια την μη αφομοίωση της, και αφετέρου την προβολή της ίδιας αυτιστικής εμπειρίας στο άπειρο. Ο καπιταλισμός εκκινώντας από μία προτεσταντική ηθική κατέληξε να μετατρέψει την κοινωνία, εδώ και τώρα, σε μία κόλαση πραγματικότερη της χριστιανικής όπου το υποκείμενο, ως άλλος Σίσυφος, είναι υποχρεωμένο να κυλάει της γιγαντιαία κοτρόνα της ανίας και της μιζέριας του εις μάτην σ’ ένα ανέλπιδο άπειρο. Όσο για το ίδιο το υποκείμενο, εκείνο αδυνατεί να αξιολογήσει και κατ’ επέκταση να νοηματοδοτήσει, το ίδιο και για το ίδιο, τη ζωή του· αδυνατεί να γίνει και αδυνατώντας να γίνει εξακολουθεί να είναι. Παραπαίοντας ανάμεσα σε ασυνεχείς στιγμές επί στιγμών, σαν καρυδότσουφλο στην τρικυμία, προορίζεται να συντριβεί υπό το βάρος της ασίγαστης και εκδικητικής μανίας του Ποσειδώνα.

    Ο κ. Κρακ έρχεται να ουρλιάξει ακριβώς την αδυναμία του αυτή να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη του. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με το absurde ενός Καμύ ή ενός Ιονέσκο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την τελεσίδικη ακατανοησία ενός στα όρια αυτιστικού υποκειμένου ενός κόσμου που εξεμεί το νόημά του. Το βιβλίο του Θωμά Τσαλαπάτη είναι απολύτως συνεκτικό ως προς αυτό το σημείο. Με εξαίρεση ορισμένα ποιήματα, όπως το «Η νύχτα που απαγάγαμε τον Ζακ Πρεβέρ» ή το «Ποίημα ενός κακού ανθρώπου» που εμφανώς δεν ανήκουν στο βιβλίο, ή ορισμένα άλλα που διακρίνονται από τα υπόλοιπα από μια χτυπητή διαφορά στον τόνο και τον προσανατολισμό, όπως το «Στον κήπο», όλα τα υπόλοιπα ποιήματα –κατονομάζουν δεν κατονομάζουν ρητά τον κ. Κρακ, μικρή σημασία έχει–, συνιστούν μια σφικτή και συνεκτική σύνθεση που πραγματεύεται εν πολλοίς το ίδιο ζήτημα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Και το ζήτημα αυτό δεν είναι άλλο από την αδυναμία μιας ολόκληρης τάξης και μιας ολόκληρης γενιάς, που στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης κατέληξαν μέσα από ένα ιστορικό παράδοξο να συμπέσουν, να κατανοήσει τις εμπειρίες της, να νοηματοδοτήσει τη ζωή της και την κοινωνία, να αφηγηθεί το βίωμα της, να θέσει σε κίνηση την Ιστορία. Εδώ έγκειται και το ουσιαστικό πολιτικό βάθος της ποίησης του Τσαλαπάτη. Με αυτό ακριβώς το πολιτικό βάθος είναι που θα ήθελα να ασχοληθώ στο παρόν κείμενο, χωρίς αυτό σε καμία περίπτωση να σημαίνει πως παραγνωρίζω τις υπόλοιπες πτυχές της ποίησης του Τσαλαπάτη, που μπορεί να εκτείνονται από το ερωτικό μέχρι το υπαρξιακό.

     Μία από αυτές τις πτυχές θέλω μόνο να θίξω εν τάχει, κι αυτό διότι κατά την γνώμη μου είναι κι αυτή άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική διάσταση της ποίησης του Τσαλαπάτη, και η οποία δεν είναι άλλη από το ανηλεές, μαύρο χιούμορ που δομεί και διατρέχει τα ποιήματα του στο σύνολο τους. Το εντυπωσιακό, εντούτοις, είναι ότι το χαρακτηριστικό αυτό, που πλησιάζει την ποίηση του Τσαλαπάτη σ’ αυτήν των λογοτεχνικών προπατόρων του (ενός Μισώ, για παράδειγμα ή ενός Χαρμς), και το οποίο έχει βέβαια να κάνει και με την θητεία του ποιητή στην κωμωδία, το «πολιτικότερο» κατά Αριστοτέλη και Μπαχτίν είδος λόγου, συνυπάρχει πάντοτε με την έκφραση των πιο έντονων συναισθημάτων: άγχος, αγωνία, τρόμος, έκσταση, οδύνη που μεταγράφονται σε φρενήρης, πυρετώδεις εικόνες, μ’ έναν ρυθμό ασθμαίνοντα, κοφτό. Το γεγονός αυτό από μόνο του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι τυχαίο, ακόμη κι αν δεν γίνεται συνειδητά. Ούτε πιστεύω πως συμβαίνει για να ουδετεροποιηθεί το συναίσθημα, ή σαν μέσο άμυνας, αυτοπροστασίας ή ακόμα-ακόμα αποστασιοποίησης. Αντίθετα, «οτιδήποτε είναι κωμικό είναι κοντινό», έγραφε ο Μπαχτίν. Κι αφού «κάθε κωμικό έργο λειτουργεί μέσα σε μια ζώνη μέγιστης εγγύτητας», ο Τσαλαπάτης κατορθώνει το διόλου ευκαταφρόνητο για έναν καλλιτέχνη επίτευγμα να καθιστά δικά μας τα συναισθήματα του ήρωα του, εμπεδώνοντας έτσι στην συνείδηση του αναγνώστη (και μετουσιώνοντας σε τέχνη υψηλή) ένα σύνθημα όπως το «η σιωπή είναι συνενοχή».

    Εντούτοις, από μία άποψη, το πρόβλημα του κ. Κρακ δεν εδράζεται τόσο στην σιωπή του, την βωβή αποδοχή των καταστάσεων, όσο στην αδυναμία του να μιλήσει, να εκφέρει Λόγο συνεκτικό και δραστικό. O Giorgio Agamben, στο εξαιρετικό δοκίμιο του «Παιδική ηλικία και Ιστορία» παρατηρεί, και έχει βέβαια απόλυτο δίκιο, ότι «όλη η σύγχρονη ποίηση από τον Μπωντλέρ και εξής διόλου δεν εδράζεται σε μια καινούργια εμπειρία, αλλά, ακριβώς, σε μια απουσία εμπειρίας δίχως προηγούμενο». Ως προς αυτό βέβαια ο Τσαλαπάτης δεν έχει να προσθέσει τίποτε το καινούργιο. Εκείνο, εντούτοις, που καθιστά τρομακτικό τον κ. Κρακ δεν είναι η πλήρης ανυπαρξία εμπειρίας, και κατ’ επέκτασιν η συνακόλουθη ακατανοησία που εκπηγάζει από την ανυπαρξία αυτή εμπειρίας, βιώματος, αλλά εκείνη η μοιρολατρική εγκαρτέρηση με την οποία ακριβώς αποδέχεται την ανυπαρξία της εμπειρίας όσο και την ανικανότητα να κατανοήσει και να νοηματοδοτήσει τη ζωή, το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων στην πολιτική και ιστορική τους πολυπλοκότητα και πολλαπλότητα, όπως εκπορέει απ’ αυτήν. Διότι στον κ. Κρακ συμβαίνουν πολλά, τίποτε, όμως, απ’ αυτά δεν μετατρέπεται σε βίωμα, σε εμπειρία. Το συμβεβηκός γίνεται αποδεκτό μέσα στην μη νοηματοδοτούμενη ακατάσχετη ροή του απλά ως τέτοιο. Τα συμβάντα δεν αγγίζουν τον κ. Κρακ κι ο κ. Κρακ περνά από μέσα τους διαφανής, αόρατος, ανέγγιχτος, απαράλλαχτος κι ο Λόγος με τον οποίο προσλαμβάνονται και περιγράφονται είναι κι αυτός αποσπαματικός, ασυνεχής, ένας Λόγος ά-λογος.

    Αυτή η πολιτική τοποθέτηση εκ μέρους του ποιητή, και όχι του ήρωα του, στερεί από τον τελευταίο την υποκειμενικότητά του, την ανθρώπινη ιδιαιτερότητά του. Ο κ. Κρακ δεν είναι ένας χαρακτήρας λογοτεχνικός, όπως ας πούμε ο Ρασκόλνικοφ ή ο Ραστινιάκ, ή ακόμα-ακόμα ο άμεσος ποιητικός πρόγονός του, ο κ. Πλουμ. Ο κ. Κρακ δεν είναι καν ένας «τύπος», όπως στην μενάνδρια ή στην λατινική κωμωδία ή στην γραμματεία του Διαφωτισμού. Ο κ. Κρακ είναι η αρχετυπική αναπαράσταση μιας ανθρώπινης κατάστασης σε μια «κατάσταση εξαίρεσης» και υπό την έννοια αυτή θυμίζει περισσότερο ήρωα αρχαίας τραγωδίας παρά ήρωα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Εάν, όμως, ο τραγικός ήρωας συμβολοποιούσε μία ανθρώπινη κατάσταση στα ακραία της όρια, εκεί όπου το ανθρώπινο υπερέβαινε τον εαυτό του, και υπό την έννοια αυτή σκιαγραφούσε μια ανθρώπινη υπόσταση κατά πολύ ανώτερη από την υπόλοιπη, καθημερινή, μοχθούσα ανθρωπότητα, ο κ. Κρακ γίνεται το ακούσιο φερέφωνο μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης και μιας ολόκληρης γενιάς. Είναι ο ένας που μιλά –χωρίς μεγάλη επιτυχία είναι αλήθεια όπως υπογραμμίζεται και στο ποίημα «Η συνάντηση»–, εκ μέρους μιας τάξης που δεν μιλά καθόλου. Μιας τάξης που δεν μιλά όχι γιατί ο λόγος της είναι δια ροπάλου απαγορευμένος, όπως στην περίπτωση, ας πούμε, των μεταναστών και των προσφύγων, αλλά μιας τάξης που δεν μιλά απλά επειδή δεν έμαθε ποτέ της να μιλά. Μιας τάξης που δεν έχει καν γλώσσα, φωνή και λογισμό, που δεν πράττει και αγνοεί ολοσχερώς τον Λόγο. Όμως, όπως παρατηρεί ο Agamben στο προαναφερθέν δοκίμιο του, «είναι μέσα στην γλώσσα και δια της γλώσσας που ο άνθρωπος συγκροτείται σε υποκείμενο. Η υποκειμενικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ικανότητα του ομιλητή να προβάλλει ως εγώ· δεν είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπο καθορίσιμη από το βωβό συναίσθημα που ο καθένας θα ένιωθε στο εσώτατο είναι του, ούτε από την παραπομπή σε μια άρρητη ψυχική εμπειρία του εγώ, αλλά αποκλειστικά από ένα γλωσσικό εγώ υπερβαίνων κάθε πιθανή εμπειρία.»

    Ο κ. Κρακ συλλογιζόμενος και ομιλώντας, έτσι κουτσά-στραβά όπως συλλογίζεται και ομιλεί, μετατρέπεται στο όργανο μιας ολόκληρης τάξης. Διότι, ο κ. Κρακ είναι ο Λάο Τσε της πιο αδιέξοδης μικροαστίλας. Το όριο και το ορόσημο μιας ολόκληρης νοοτροπίας. Ο χαρακτηριστικότερος και πλέον οριακός εκπρόσωπος μιας τάξης και μιας γενιάς που ξεσάλωνε στα ελληνάδικα, που αισθάνθηκε την εθνική ανάταση απ’ την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων και την κατάκτηση του Euro 2004, που έχυσε δάκρυα περηφάνιας με την Βίσση στην τελετή Λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων, που ξεφάντωνε –κυνηγοί κεφαλών–, κυνηγώντας Αλβανούς στην Ομόνοια και κανιβαλίζοντας Εβραίους στα τηλεπαράθυρα, που εκτόνωνε την ανδρίλα της στα μπουρδέλα βιάζοντας τα ανήλικα που η πτώση του Υπαρκτού ξέβραζε κατά κύματα στο Αμέρικα των Βαλκανίων, στην ισχυρή Ελλάδα του Σημίτη, του ευρώ, του χρηματιστηρίου, του πεπονιού με το προσούτο και των γκουρμέ αναζητήσεων, στην ισχυρή Ελλάδα των δανεικών, της μίζας, της αρπαχτής, του εύκολου χρήματος, των ξαναζεσταμένων απωθημένων, των εθνικιστικών ονειρώξεων και της ξεθυμασμένης μαλακίας.

monastiraki_athens_by_night_by_habito-d3cc2l7

    Κάπως έτσι είναι που βρίσκεται ο κ. Κρακ, αν και δεν κατονομάζεται ρητώς, στην Βουλγαρία ν’ ανατινάζει γέφυρες με την γυναίκα του : «Είχαμε πάει με τη γυναίκα μου στη Βουλγαρία, για να ανατινάξουμε γέφυρες. Ξέρετε με 50 ευρώ, βρίσκεις εξαιρετικές γέφυρες να ανατινάξεις, με 70 μπορείς να ανατινάξεις και τον αρχιτέκτονα. Εάν πάλι αυτός είναι νεκρός, μπορείς να ανατινάξεις όποιο μέλος της οικογένειάς του επιθυμείς, ή έστω τον τάφο του. Η πτώση του κομμουνισμού έφερε στο προσκήνιο νέες δυνατότητες, νέες συναρπαστικές ευκαιρίες για τους ρέκτες κάθε πάθους, κάθε δυνατής συγκίνησης.». Οι γέφυρες εδώ δεν είναι απλά μια αλληγορία της γυναίκας στην Disneyland του sex των Βαλκανίων τα πέτρινα χρόνια του ’90 : «γέφυρες με καμπύλες, γέφυρες μεσαιωνικές, βυζαντινές, υδραγωγεία, γέφυρες πέτρινες ή σιδερένιες», γέφυρες κοινώς για κάθε γούστο – της υποτιμημένης, στα σαλόνια της 90’s μικροαστίλας, βουλγάρας, της φυλακισμένης στην βάναυση κατηγοριοποίηση του σεξουαλικού αντικειμένου κακοποιημένης γυναίκας ενός όμορου κράτους που ο ελληναράς μικροαστός-καταναλωτής τιμωρεί συλλογικά στο όνομα ενός εθνικιστικού ρεβανσισμού και μιας κομπλεξικής ανδρίλας. Ούτε πάλι και ο ελληναράς μικροαστός-τουρίστας-καταναλωτής είναι απλά «ο ρέκτης κάθε πάθους, κάθε δυνατής συγκίνησης». Εδώ οι «Γέφυρες» που ο τουρίστας-καταναλωτής με τον «καλό σχεδιασμό» μπορεί ν’ ανατινάξει όσο-όσο είναι πρώτα και κύρια οι γέφυρες μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Είναι το παλιό επαναστατικό παρελθόν, το κομμουνιστικό, το αριστερό κι αριστερίστικο, το ένδοξο Πολυτεχνείο, ο περιλάλητος ελληνικός Μάης του ’68, που ανατινάσσονται χάριν ενός βολικού παρόντος και μιας βολικότερης παραίτησης· χάριν μιας εξωνημένης συνείδησης και μιας εγωμανούς ματαιοδοξίας· χάριν μιας ομοθυμαδόν συνδιαλλαγής με τον νέο-φασιστικό κρατικό Λεβιάθαν. Είναι η απαίτηση της υποθήκευσης του μέλλοντος μέσω της τακτικής της «καμμένης γης», είναι ο βοναπαρτισμός της ασημαντότητας, το «κόμπλεξ κατωτερότητας» του enfant gâté της Ιστορίας, το συναισθηματικό μπλοκάρισμα μιας ολόκληρης τάξης και μιας ολόκληρης γενιάς που αδυνατεί να νοηματοδοτήσει εμπειρίες, βιώματα, προσωπικές διαδρομές, συλλογικές μνήμες και καταλήγει ν’ ανατινάζει όλες τις γέφυρες με το παρελθόν προκειμένου να εξασφαλίσει, μέσω της καταστροφής αυτής όλων των περασμάτων, πως τα παιδιά της, η επόμενη γενεά, δεν θα τα καταφέρει καλύτερα από ‘κείνην.

    Το συναισθηματικό αυτό μπλοκάρισμα, η υπαρξιακή αυτή αβεβαιότητα όλης της μικροαστικής γενιάς της Μεταπολίτευσης αναδύεται ανάγλυφα στο ποίημα «Η συνάντηση». Εδώ, ο κ. Κρακ αδυνατεί να δώσει μια απλή απάντηση ακόμα και στο απλούστερο των ερωτημάτων:  «– Τι κάνετε κ. Κρακ;» Μια τυπική, συμβατική, καθημερινή ερώτηση μετατρέπεται σε υπαρξιακή αναζήτηση κι οδηγεί στο απόλυτο και τελεσίδικο αδιέξοδο της μη επικοινωνίας μιας μίζερης, αδιέξοδης, εγκλωβισμένης σ’ ένα εσφαλμένο modus operandi και σ’ ένα δυσλειτουργικό modus vivendi ύπαρξης. Εάν, όμως, ο θυμόσοφος εκπρόσωπος μιας ολόκληρης τάξης αδυνατεί να δώσει μια απάντηση σ’ ένα απλούστατο, καθημερινό ερώτημα, αν αδυνατεί να ανταπεξέλθει σ’ ένα ασήμαντο καθαυτό περιστατικό, τι μπορεί να περιμένει κανείς ότι θα στοχαστεί και –το κυριότερο– ότι θα πράξει μπροστά στο διαφαινόμενο ιστορικό αδιέξοδο; Τι απαντήσεις να περιμένει κανείς από μια τέτοια ψυχοσύνθεση;

    Το ποίημα «Το άλογο» σαν να έρχεται να απαντήσει ακριβώς στο ερώτημα αυτό. «Το άλογο» που τόσο συνορεύει συνειρμικά με το «παράλογο που σκίζει τα σπλάχνα» έρχεται να επικυρώσει το κοινωνικό αδιέξοδο μιας προγονολατρικής και προγονόπληκτης κοινωνίας. Σαν τις «Χήνες» του Κριλόβ που εξεγείρονται εναντίον του αγωγιάτη που τις κακομεταχειρίζεται (όχι τόσο επειδή τις κακομεταχειρίζεται, αλλά επειδή κακομεταχειρίζεται αυτές, τις λαμπρές απογόνους των πτηνών που ‘σωσαν κάποτε την Ρώμη), έτσι και η μικροαστική γενιά του Πολυτεχνείου αναζητά τεχνητή διέξοδο στα δικά της αδιέξοδα σ’ ένα λαμπρό παρελθόν, στο παρελθόν του «όταν οι άλλοι ‘τρωγαν βελανίδια, εμείς φτιάχναμε τον Παρθενώνα». Εδώ μεταφερόμαστε στην εποχή που τα «πλοία ήταν φτιαγμένα από ξύλο», στο θεμιστόκλειο ξύλινο τοίχος, στην αργοναυτική εκστρατεία, στην άλωση της Τροίας. Εδώ υποβόσκει όλος ο θαυμασμός του κ. Κρακ για την εποχή αυτή, την εποχή των τριηρών και των Δουρείων ίππων. Πρόκειται για έναν άδολο, καίτοι άκριτο, θαυμασμό που δεν μειώνεται ούτε καν από την εμπειρική παρατήρηση ότι τελικά «τα πλοία βουλιάζουν» – κι ας θυμηθούμε εδώ την κλασική πλατωνική μεταφορά της κοινωνίας ως πλοίο. Ίσα-ίσα. Οι συγγνωστές δυσλειτουργίες αποσιωπούνται. «Ο κ. Κρακ τα γνωρίζει όλα αυτά, τα γνωρίζει μα δεν μιλά». Η σιωπή είναι συνενοχή κι ο κ. Κρακ, ίσως κάποτε στον Ρήγα και στην Β΄ Πανελλαδική, το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Μα δεν μιλά. Δεν μιλά «γιατί πέρασε πολύ καιρό μες στο νερό», πέρασε πολύ καιρό μες στην υδάτινη σήψη και την αποσύνθεση να βλέπει τις μπουρμπουλήθρες της ανάσας του ν’ αναδύονται μες στο απέραντο γαλάζιο και πράσινο και γαλάζιο, μέσα στο ιδεολογικό και κοινωνικοπολιτικό ναυάγιο της Μεταπολίτευσης, έφαγε άπειρο Πρετεντέρη και Τρέμη και Λιακόπουλο και Τράγκα και Καρατζαφέρη στην μάπα, είδε άπειρο Σκάι, τους μεγαλύτερους Έλληνες, τον Μεγαλέξανδρο και τον Κολοκοτρώνη και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να φιγουράρουν πλάι-πλάι σ’ έναν ανεκδιήγητο ιστορικό αχταρμά. Μια ολόκληρη κοινωνία βυθισμένη «πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου» ν’ αναζητά «καφετιά άλογα από τα βάθη», μακεδονικούς τάφους, Κολοσσούς, αστρολάβους και τ’ άλλα απομεινάρια ενός ένδοξου –αλλά ανενεργού–, περικλεούς παρελθόντος. Μια κοινωνία που καταλήγει να μαζεύει «τόσα άλογα απ’ το βυθό και τόσο, τόσο βάρος». Ένα βάρος που αδυνατεί να διαχειριστεί και τελικά βουλιάζει αύτανδρη – «τα πλοία, οι τροχαλίες, τα σκοινιά, τα παλαμάρια και» –το κυριότερο!– «τα τόσα ναυτικά χέρια».

    Θα μπορούσε δυνητικά, ή έστω θα έπρεπε, να είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που δεν αφήνουνε τον κ. Κρακ να κοιμηθεί τα βράδια. Κι όμως στο ποίημα «Απόηχος», που συγγενεύει στενά με «Το άλογο», είναι οι Ούννοι που δεν αφήνουνε τον κ. Κρακ να κοιμηθεί. Οι Ούννοι εδώ δεν λειτουργούν απλά όπως οι «Βάρβαροι» του Καβάφη. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι «μια κάποια λύση». Το αντίθετο, εδώ είναι οι βάρβαροι, ή καλύτερα ο «απόηχος» της βαρβαρότητας τους, όπως εύγλωττα επισημαίνει και ο τίτλος του ποιήματος, που στοιχειώνουν τον κ. Κρακ και δεν τον αφήνουνε να κοιμηθεί. Οι Ούννοι συμβολοποιούν στον απώτατο βαθμό την βαρβαρότητα μιας εχθρικής και βίαιης εξουσίας. «Οι οπλές των αλόγων τους χαράσσουνε το πλακόστρωτο. Αχνός βγαίνει από τα θυμωμένα τους ρουθούνια. Θωριές αυστηρές και σιδερόφραχτες κάνουν το αίμα να παγώνει. Καθαρίζοντας τις λάμες τους από τα ανθρώπινα υπολείμματα, κάνουν το αίμα να παγώνει. Φασαρία όταν τροχίζουν τα ξίφη τους και φασαρία όταν τρώνε ωμό κρέας, φασαρία όταν ορμάνε ουρλιάζοντας και φασαρία όταν βιάζουν τους καλογέρους. Όταν καίνε χωριά φασαρία, και φασαρία όταν χτίζουνε τις αυτοκρατορίες τους». Δεν έχει καμιά σημασία που όλα αυτά συνέβησαν το 450 μ. Χ., πριν από αρκετές εκατοντάδες χρόνια, «αιώνες πριν ο κ. Κρακ ξαπλώσει». Ο κ. Κρακ έχει σε τέτοιο βαθμό εσωτερικεύσει την βία της Εξουσίας και του Κράτους που ο «απόηχος» της και μόνο αρκεί για να τον παραλύσει και να τον κάνει να χάσει τον ύπνο του. Γιατί το κυριότερο ψυχολογικό χαρακτηριστικό του κ. Κρακ είναι ο φόβος («Δεν είναι ντροπή να το ομολογήσω, φοβόμουνα τη σκιά μου», θα παραδεχτεί ο κ. Κρακ στο ποίημα «Το καλοκαίρι και οι σκιές»). Ο κ. Κρακ έμαθε να φοβάται, να τρέμει, να περιμένει τον Ούννο να τον σφάξει στον ύπνο του. Και δεν έχει καμία σημασία που οι Ούννοι «μεθυσμένοι την ημέρα των γάμων τους πνίγονται από το αίμα της σπασμένης τους μύτης, ενώ κοιμούνται ένα όνειρο πηχτό». Ο κ. Κρακ δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από τον φόβο του γι’ αυτούς ακόμα κι όταν ξέρει ότι οι Ούννοι είναι νεκροί, ότι πεθάναν μέσα στην ίδια την βαρβαρότητα της βιαιότητάς τους, ότι ανήκουν αμετάκλητα σ’ έναν παρελθόντα χρόνο. Οποιαδήποτε πράξη εξέγερσης εναντίον τους απωθείται από τη συνείδηση του κ. Κρακ που προτιμά να ζει με τον φόβο του και τους εφιάλτες του. Γιατί είναι πολύ μικρός, πολύ δειλός για να αποτολμήσει να κλωτσήσει το κουφάρι τους.

    Ο κ. Κρακ είναι τόσο μικρός μάλιστα που μόλις απαντά στον δρόμο του «έναν γίγαντα 50 εκατοστών» αποσβολώνεται, «δεν μιλά, τρομαγμένος στέκεται να τον κοιτάζει». Εδώ ο υπέρλογος φόβος του για την Εξουσία τον παραλύει σε τέτοιο βαθμό ώστε κι ένα μικροσκοπικό πλάσμα 50 εκατοστών να φαντάζει στα μάτια του γίγαντας. «Φοβάμαι τους γίγαντες, πάντα φοβόμουν τους γίγαντες, σκέφτηκε ο κ. Κρακ.» Ο φόβος του αυτός αλλοιώνει σε τέτοιο βαθμό τις αισθήσεις του σε σημείο που να αυτοδιαψεύδει τον εαυτό του. Η καλοστημένη προπαγάνδα που τον έχει πείσει για την τρομακτικότητα των γιγάντων αρκεί για να τον πείσει και για την τρομακτικότητα ενός πλάσματος 50 εκατοστών, αρκεί να τον πείσει πως ένας νάνος είναι γίγαντας, πως αυτό που βλέπει δεν είναι αυτό που βλέπει. «Θα μπορούσα ίσως να αντισταθώ, αλλά, αλήθεια ποιος τολμά να τα βάλει με έναν γίγαντα;», σκέφτεται ο κ. Κρακ. Κι έτσι κάθε σκέψη αντίστασης, κάθε απόπειρα εναντίωσης αναβάλλεται επ’ άπειρον κι ο κ. Κρακ καταλήγει να περιμένει μοιρολατρικά την έκβαση της δραματικής αυτής συνάντησης. Οι γίγαντες, όμως, είναι συντοχρόνως η άλλη όψη του νομίσματος. Αν οι Ούννοι συμβολοποίησαν την Εξουσία και τον υπέρλογο φόβο που ασκεί στον κ. Κρακ, οι γίγαντες, ψυχαναλυτικά μιλώντας, δεν είναι παρά μια προβολή του ίδιου του εγώ του κ. Κρακ. Οι γίγαντες είναι η φαντασματική ενσάρκωση της ίδιας της εσωτερικής και ψυχικής μικρότητας του κ. Κρακ. Ο γίγαντας που φράζει τον δρόμο στον κ. Κρακ σε τελική ανάλυση δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ίδιο το alter ego του κ. Κρακ κι ο κ. Κρακ, «που ξέρει πολλά», φαίνεται να φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό. Το δηλώνει εμμέσως πλην σαφώς ο ίδιος ο γίγαντας περιγράφοντας στον κ. Κρακ την ίδια του τη ζωή σαν μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Έτσι, λοιπόν, παραπέμποντας στο «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» του Παύλου, θα πει ο γίγαντας στον κ. Κρακ: «Ήμαστε μικροί, πολύ μικροί τότε. Μόλις 3 εκατοστά. Αχ, μέσα στο χώμα, η ζωή μέσα στο χώμα, μακριά από ψεύτικες ανέσεις, ανατομικές πολυθρόνες, ασφαλιστές, βουλωμένους νιπτήρες, σαββατιάτικες εξόδους. Την άνοιξη μαζεύαμε χορτάρια και τα βράζαμε. Το καλοκαίρι που τα χόρτα ξεραίνονταν μαζεύαμε χώμα και το βράζαμε (δεν το τρώγαμε, απλώς το βράζαμε) Το χειμώνα στην πόλη τρώγαμε τσιμέντο, στη γεύση μάλλον μοιάζει με το χώμα, αλλά είναι λίγο πιο βαρύ στην χώνεψη. Το φθινόπωρο δεν τρώγαμε τίποτα. Το τίποτα είναι ελαφρύ στη χώνεψη, αλλά κολλάει στα δόντια. Μια μέρα ξαφνικά μεγαλώσαμε. Αυτοί που μας υποσχέθηκαν πως δεν θα πληγωθούμε είπανε ψέματα. Από τότε, όποτε βλέπουμε μυρμήγκια, τα λιώνουμε με τους αντίχειρες μας. Ο φθόνος οδηγεί τις κινήσεις μας. Ο γίγαντας σε αυτό το σημείο σώπασε μελαγχολικός. Συνέχισε μετά από λίγο: –Τώρα μπορείς να περάσεις, κύριε Κρακ, του είπε   ανοίγοντας του το δρόμο».

    Ο γίγαντας σωπαίνει μελαγχολικός γιατί αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να φράξει τον δρόμο στο alter ego του. Δεν έχει απολύτως κανένα νόημα. Δεν μπορεί να φράξει τον δρόμο σε αυτό που έχει γίνει. Στα λόγια του μπορούμε ευκρινώς να αναγνωρίσουμε ένα μυθικό «τότε» που έρχεται σε κάθετη ρήξη μ’ ένα απομυθοποιημένο «τώρα». Εν τω μεταξύ έχει μεσολαβήσει η διάψευση του μας «είπανε ψέματα». Έτσι, το alter ego του, ο κ. Κρακ, που ενσαρκώνει ακριβώς αυτό το απομυθοποιημένο «τώρα», θα συνεχίσει το δρόμο του, απερίσπαστος, προσπερνώντας, ελαφρά τη καρδία, τον παρελθοντικό εαυτό του, εκείνο τον γίγαντα των 50 εκατοστών. Αυτή η όψιμη αναμέτρηση με τον εαυτό του δεν θα αφήσει κανένα ίχνος στον ψυχισμό του. Η εσωτερική διαπάλη θα ξεχαστεί όσο γρήγορα συνέβη, σαν να μην συνέβη ποτέ. Δεν θα μετατραπεί σε εμπειρία, σε βίωμα και ο κ. Κρακ ίδιος και απαράλλαχτος μέσα από τις απωθημένες στα απώτατα όρια του υποσυνειδήτου του αντιφάσεις του θα συνεχίσει να κινείται ανερμάτιστα, «ὀστάριον ἐῤῥιμμένον, ψωμίον εἰς τὰς τῶν ἰχθύων δεξαμενάς, μύρμηκος ταλαιπωρίαι καὶ ἀχθοφορίαι, μυιδίου ἐπτοημένου διαδρομαί, σιγιλλάριο νευροσπαστούμενο», με μόνο τον «φθόνο να οδηγεί τις κινήσεις του». Με μόνους οδηγούς τον φθόνο και τον φόβο είναι που θα πνίξει κι αυτά ακόμα τα παιδιά του μες στην κούνια τους.

    Διότι είναι βέβαια ακριβώς αυτός ο φθόνος, κι όχι απλά η αδιαφορία, που ωθεί τον κ. Κρακ να μην ονοματίσει τον ίδιο του τον γιο. Διότι ο γιος του κ. Κρακ δεν έχει καν όνομα «γιατί κανείς δεν σκέφτηκε να τον ονοματίσει. Και είναι αλήθεια δύσκολο να τον φωνάξεις αν δεν έχεις πάνω σου στυλό ή μολύβι ώστε να γράψεις «___________».» Ο γιος του κ. Κρακ ανήκει σε μια γενιά που από τα γεννοφάσκια της αγαπήθηκε παθολογικά και που κατηγορήθηκε συντοχρόνως, με χαρακτηριστική ευκολία, ως ανώριμη, κρίθηκε ανάξια, μια γενιά που θεωρήθηκε τόσο ασήμαντη που στερήθηκε κι αυτό ακόμα το δικαίωμα να έχει ένα όνομα. Ένα όνομα που να μπορεί να εκφέρεται μεγαλοφώνως. Που να μπορεί να αρθρωθεί γλωσσικά. Όχι. Ο γιος του κ. Κρακ καταδικάστηκε από γεννησιμιού του να ζει στην σκιά του πατέρα του, καθόσον ο ίδιος του ο πατέρας τον θεώρησε σε τέτοιο βαθμό ανάξιο και σε τέτοιο βαθμό ιδιοκτησία του (απόκτημα υλικό ανάμεσα στα άλλα που αρχίσανε σιγά-σιγά να κοσμούνε το σαλόνι του), που δεν έκανε καν τον κόπο να του δώσει ένα όνομα, αυτήν την μικρή, ολιγοσύλλαβη λέξη-σύμβολο που χτίζει ταυτότητες και κοινωνίες. Γι αυτό κι ο κ. Κρακ παράτησε τον γιο του στην μοίρα του «κι έχει χρόνια να τον δει κι ας μένει στο διπλανό δωμάτιο». Όσο για τον ίδιο τον γιο του, εκείνος κληρονόμησε μονομπλόκ όλο τον sex und hunger ψυχισμό του πατέρα του, την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα μιας γενιάς που ξημεροβραδιαζόταν στα τσοντάδικα της Ομόνοιας και που στην συνέχεια καραδοκούσε για λίγο μπούτι και λίγο βυζί στις «ψυχαγωγικές» εκπομπές της ιδιωτικής τηλεόρασης και στα μεταμεσονύχτια προγράμματα της καλωδιακής. Τώρα ο γιος του κ. Κρακ είναι «εθισμένος στο πορνό». «Έχει όμως κι έναν απώτερο σκοπό. Ο «______» αυνανίζεται καθημερινά με στόχο να τυφλωθεί. Επιθυμεί να τυφλωθεί γιατί το ξέρει αυτός είναι ο μόνος τρόπος να σταματήσει να βλέπει πορνό. Το οποίο από την πρώτη στιγμή που το αντίκρισε, καθόλου δεν του άρεσε». Γιατί ο γιος του κ. Κρακ μισεί τον εαυτό του γι’ αυτό που είναι, μισεί αυτό που κληρονόμησε παρά την θέληση του, μισεί το μέσο που τον κάνει να είναι ό,τι είναι. Και ο αφηγητής-ποιητής συναντά μέσα από ένα τονισμένο τυπογραφικά «και εγώ», σαν άλλος Ρεμπώ, το δικό του εγκλωβισμένο στο υπόγειο της χαμένης παιδικής ηλικίας alter ego του: «Συνάντησα τον «__________» σε ένα υπόγειο, κάπου στην παιδική ηλικία. Άνοιξε την πόρτα και μου είπε: Έχω ένα όνειρο να σου διηγηθώ. Μια μέρα ο πατέρας και εγώ περιπλανηθήκαμε στο δάσος με τα γενεαλογικά δέντρα. Και καθώς η ώρα περνούσε, βρεθήκαμε χαμένοι και πεινασμένοι στα σπλάχνα του δάσους. Και καθώς η ώρα περνούσε, βρεθήκαμε χαμένοι και πεινασμένοι στα σπλάχνα του δάσους. Και έτσι λειψοί από προμήθειες, ψάξαμε κάτι να ξεγελάσουμε την πείνα μας. Λίγα πράγματα όμως βρήκαμε. Έτσι, αρχίσαμε να τρώμε ηλικίες και να τρώμε ημερομηνίες. Και πάνω στη χώνεψη, πόσο απότομα γεράσαμε. Και είναι περίεργο, γιατί από τότε που γεννήθηκα εγώ και ο πατέρας γερνάμε κάθε μέρα. Στα όνειρα μου τον συναντώ και τον ρωτώ: –Τι έγινε, πατέρα, γέρασες καθόλου σήμερα; –Άσε γιε μου, τα τελευταία 5 λεπτά έχω γεράσει ακριβώς 5 λεπτά. Αυτά μου διηγήθηκε ο «____» και έκλεισε την πόρτα.» Και η πόρτα κλείνει, αφήνοντας πίσω της μια ανώνυμη, νέα γενιά εγκλωβισμένη σ’ ένα υπόγειο απ’ το οποίο δεν μπορεί ή δεν έχει την δύναμη να αποδράσει. Μια γενιά που ζει δια μέσου των εικονικών φαντασιώσεων και αντιπαλεύοντας την δική της ανικανότητα, απολίτικη κι ατομικιστική, εγκλωβισμένη σε κληροδοτημένα αδιέξοδα, αναζητώντας τους πατέρες της στα όνειρα της μέσα σε ομιχλώδη δάση γενεαλογικών δέντρων. Μια νέα γενιά που ο κόσμος της περιορίζεται στην περίκλειστη απομόνωση του υπογείου της, που ζει τον εαυτό της για τον εαυτό της και αδυνατεί να οραματιστεί ένα μέλλον ή να δράσει γι’ αυτό.

    Η απολιτική πρόσληψη, όμως, του φαινομένου της κοινής ζωής δεν εδράζεται μόνο, όπως παρατηρεί η Hannah Arendt, στην πεποίθηση ότι ο κόσμος δεν θα διαρκέσει (πεποίθηση – ιδιαζόντως χαρακτηριστική στον απόστολο Παύλο για παράδειγμα – που γεννά την αδιαφορία για τον κόσμο και βρίσκεται έτσι στις αφετηρίες της χριστιανικής κοσμοαντίληψης), αλλά και στην σχετικιστική –μεταμοντέρνα– πεποίθηση ότι ο κόσμος δεν διαρκεί παρά όσο διαρκούν τα υποκείμενα που τον απαρτίζουν. Η μεγαλύτερη «κοινωνική παθογένεια» («κοινωνική παθογένεια» που αποδεικνύει με τον πλέον απερίφραστο τρόπο το πόσο η κοινωνία έχει εξοβελίσει την πολιτική) που παρουσιάζουν όλες οι δυτικές κοινωνίες από τον Μάη του ’68 και εξής είναι η ουσιαστική αδιαφορία της κάθε γενεάς να οικοδομήσει έναν δημόσιο χώρο ο οποίος θα εξακολουθήσει να υπάρχει, θα διαρκέσει και πέραν του χρονικού ορίου της δικής της βιολογικής ύπαρξης, και θα κληροδοτηθεί κατά συνέπεια στους απογόνους της. Από το Μάη του ’68 και εξής, η κάθε γενεά ζει αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό της, περιχαρακωμένη αυστηρά στην ιδιωτικότητά της και αναλωνόμενη αυστηρά στις δικές της δραστηριότητες, με αποτέλεσμα να μην έχει τίποτα πέραν της βιολογικής ύπαρξης και των απωθημένων της να κληροδοτήσει στους επιγόνους της, καθώς κι αυτός ακόμη ο φαινομενικός δημόσιος χώρος που εξ ανάγκης είναι υποχρεωμένη να οικοδομήσει (καθόσον δεν νοείται συλλογική ζωή δίχως την ύπαρξη κάποιου είδους, έστω και θεαματικού, δημόσιου χώρου) να προορίζεται να εξαφανιστεί μαζί της, υποχρεώνοντας τους επιγόνους της να ξεκινήσουν από την αρχή την οικοδόμηση κάποιου είδους δημόσιου χώρου, ο οποίος όμως επειδή ακριβώς δεν θέτει αξιώσεις διάρκειας προορίζεται να κατεδαφιστεί κι αυτός με τη σειρά του σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, όπως ακριβώς κι οι προηγούμενοι. Το υπόγειο είναι ένα λευκό κελί, από τσιμέντο κι από κομφετί. Και τι κόσμο να οικοδομήσεις κλεισμένος μέσα σ’ ένα υπόγειο; Τι να διαχειριστείς;

    Και βέβαια, ο προσεκτικός αναγνώστης παρατήρησε ήδη ότι ο κ. Κρακ και ο γιος του «γερνάνε κάθε μέρα» με τον ίδιο ακριβώς ρυθμό, η απόσταση δεν μικραίνει ποτέ, το χάσμα δεν κλείνει, μόνο μένει, εκεί, ανοιχτό, χαίνουσσα πληγή, να φτύνει αίμα. Και όσο είναι βέβαια προφανές ότι το «χάσμα γενεών» δεν είναι κάτι το «φυσικό», άλλο τόσο είναι προφανές ότι αυτό ακριβώς το «χάσμα», που κάνει αδυσώπητο την εμφάνιση του σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, οφείλεται στις κοινωνικές συνθήκες που το δημιουργούν. Το τυχαίο γεγονός της κοινής ένταξης σε ένα ιστορικό παρόν είναι που δημιουργεί εκείνον τον κοινό δεσμό μεταξύ των συμμετεχόντων που ο Mannheim αποκαλεί ιστορικό πεπρωμένο. Το κοινό αυτό ιστορικό πεπρωμένο έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία μίας ανάλογης ψυχοπαθολογίας στα συμμετάσχοντα υποκείμενα. Το «χάσμα» δημιουργείται από τη στιγμή που η ψυχοπαθολογία των ατόμων της γενεάς β΄ τα φέρνει σε ρήξη με την αντίστοιχη της γενεάς α΄ αναφορικά με τη διαχείριση του ιστορικού παρόντος, το οποίο και οι δύο εκ των πραγμάτων μοιράζονται. Που μοιράζονται, όμως, ακριβώς όπως ο κ. Κρακ με τον γιο του που μοιράζονται το ίδιο σπίτι και δεν βλέπονται ποτέ, που εγκαταβιούν στον ίδιο χωροχρόνο και που ωστόσο συναντιούνται μόνο στο όνειρο. Για πόσο καιρό ακόμα, όμως, ο γιος του κ. Κρακ θα μένει κλεισμένος στο υπόγειο; Αυτό είναι το τελικό ερώτημα που δεν διατυπώνεται ρητά, αλλά που υπονοείται ωστόσο ξεκάθαρα. Ένα ερώτημα που μαρτυρά, εντούτοις, την αγωνία και την ελπίδα του ποιητή περισσότερο, παρά του ίδιου του γιου του κ. Κρακ.

    Υπό την έννοια αυτή, ο κ. Κρακ τελικά δεν είναι παρά μια αποκαθήλωση, μια απελπισμένη απόπειρα πατροκτονίας. Πατροκτονίας μιας μη λειτουργικής γενιάς πατέρων, μιας κοινωνίας ανίκανης και προβληματικής που σαν τον Ερυσίχθωνα τρώει, μέχρι τη μια, τις σάρκες της. Ο κ. Κρακ μας υποχρεώνει να στοχαστούμε, μαζί με τον Agamben («Το άρρητο είναι, στην πραγματικότητα, παιδική ηλικία»), γι αυτήν την «βωβή εμπειρία», για την μη κοινωνήσιμη, μη μεταβιβάσιμη εμπειρία· για το συμβεβηκός που δεν κατορθώνει να μετουσιωθεί σε βίωμα, για το περιστατικό που πανικοβάλλει και περνά δίχως ν’ αφήνει ίχνη. Και συνεπώς για την παιδικότητα, αυτόν τον Χρόνο δίχως Λόγο, τον καθηλωμένο στον μηδενικό βαθμό της εμπειρίας. Και βέβαια, κατ’ επέκτασιν, μας προκαλεί να στοχαστούμε γι’ αυτήν την τάξη κι αυτήν την γενιά, που ως ιστορικό υποκείμενο δεν κατόρθωσε ποτέ να ενηλικιωθεί και πήγε με μια τρομακτική αμεριμνησία και βούτηξε από τον πιο ψηλό γκρεμό, συμπαρασέρνοντας μαζί της τα πάντα.

black-and-white-frame-glasses-old-town-olden-street-Favim_com-66328