Η πολιτιστική κληρονομιά «εμποδίζει» την «ανάπτυξη»...
και επί «αριστερής» κυβέρνησης
‘Ηταν ζήτημα χρόνου να θέσει και αυτή η κυβέρνηση το μείζον κοινωνικό αγαθό της προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς στην υπηρεσία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το νομοσχέδιο υπό τον τίτλο «Νέο Θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και άλλες διατάξεις» αμφισβητεί ευθέως και υποβαθμίζει κυνικά τον ρόλο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, στην γνωστή και από προηγούμενες κυβερνήσεις αντίληψη που εκλαμβάνει τις αρχαιότητες ως «εμπόδιο» στην ασύδοτη δράση του κεφαλαίου.
Χαρακτηριστικό είναι το Άρθρο 33 – «Ρυθμίσεις Αρχαιολογίας» – στο οποίο ορίζεται, ότι «1.Εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος με κανονιστικές αποφάσεις των Δήμων που εκδίδονται κατά το άρθρο 79 του ν. 3463/2006 κατόπιν εισήγησης των Τοπικών Συμβουλίων Μνημείων προσδιορίζονται οι περιοχές αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στις οποίες μπορούν να ιδρύονται οι δραστηριότητες του παρόντος Κεφαλαίου καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα» και «2.Μετά την δημοσίευση των κανονιστικών αποφάσεων της προηγούμενης παραγράφου, παύουν να ισχύουν οι σχετικές εγκρίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 του ν. 3028/2002 (σσ. πρόκειται για τον αρχαιολογικό νόμο) για τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο παρόν Κεφάλαιο.».
Από το παραπάνω άρθρο προκύπτουν δύο άκρως επικίνδυνες προοπτικές, οι οποίες βασίζονται στο αντιδραστικό και επίσης επικίνδυνο θεσμικό πλαίσιο που «έχτισαν» οι προηγούμενες κυβερνήσεις:
1) Η αρμοδιότητα για τον προσδιορισμό περιοχών αρχαιολογικού ενδιαφέροντος φεύγει από την Αρχαιολογική υπηρεσία και περνά ουσιαστικά… στους Δήμους, με τα Τοπικά Συμβούλια Μνημείων απλώς να «εισηγούνται»!
2) Παύει να ισχύει, στην πράξη, ο αρχαιολογικός νόμος και η υποχρέωση εγκρίσεων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία για κάθε είδους οικονομική δραστηριότητα. Είναι εύλογο τί θα σημάνει αυτό για μια χώρα με την πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας…
Ο ν. 3463/2006 είναι ο Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων, με τον οποίο, στις αρμοδιότητες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης πέρασε «η εφαρμογή πολιτικών για την ανάδειξη και προστασία του τοπικού πολιτισμού, η προβολή των πολιτιστικών αγαθών και των σύγχρονων πολιτιστικών έργων που παράγονται σε τοπικό επίπεδο, με τη δημιουργία πολιτιστικών και πνευματικών κέντρων, μουσείων, πινακοθηκών, κινηματογράφων και θεάτρων, φιλαρμονικών και σχολών διδασκαλίας μουσικής, σχολών χορού, ζωγραφικής, γλυπτικής κλπ., καθώς και η μελέτη και εφαρμογή πολιτιστικών προγραμμάτων» και «η προστασία μουσείων, μνημείων, σπηλαίων, καθώς και αρχαιολογικών και ιστορικών χώρων της περιοχής και των εγκαταστάσεων αυτών»!
Από τότε ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, βλέποντας πού οδηγούσε αυτή η πολιτική, προειδοποιούσε, ότι «ο μόνος φορέας που μπορεί και πρέπει να είναι αρμόδιος για το έργο της προστασίας του συνόλου της μνημειακής κληρονομιάς είναι η Αρχαιολογική Υπηρεσία (σ.σ. που) διαθέτει την απαιτούμενη επιστημονική, τεχνική και διοικητική εξειδίκευση, αλλά και τη μακροχρόνια εμπειρία, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στα πολλαπλά, εξαιρετικά σύνθετα προβλήματα που θέτει η διαδικασία της προστασίας των αρχαίων μνημείων».
Το αστικό κράτος όμως έχει συνέχεια και συνέπεια όταν πρόκειται να εξυπηρετήσει το κεφάλαιο. Ετσι, το σημερινό νομοσχέδιο, πατώντας στο δρόμο που στρώθηκε εδώ και μια δεκαετία από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, ρίχνει την «χαριστική βολή» ακριβώς σε αυτή την αρμοδιότητα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Για μια ακόμη φορά λοιπόν ο ΣΕΑ, σε επιστολή του προς την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού, σημειώνει, ότι το εν λόγω νομοσχέδιο «περιέχει διατάξεις άκρως επικίνδυνες για την προστασία των αρχαιολογικών χώρων και των μνημείων.
»Θέση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων είναι πως ενώ η εν γένει αδειοδότηση της άσκησης οικονομικής δραστηριότητας σε σύντομο χρονικό διάστημα αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα για την οικονομική ζωή της χώρας, ο στόχος αυτός θα πρέπει να επιτευχθεί με την ενίσχυση των ελεγκτικών Υπηρεσιών, κι όχι με την κατάργηση της διαδικασίας της προληπτικής αδειοδότησης.
»Ειδικά όμως στην περίπτωση των αρχαιοτήτων και των μνημείων, η αδειοδότηση επιχειρήσεων χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ απειλεί να επιφέρει άμεσες και μη αντιστρεπτές βλάβες σε αρχαιότητες και μνημεία και ανεπανόρθωτη επιβάρυνση του περιβάλλοντα χώρου τους, ενώ αντίκειται και στο Σύνταγμα της χώρας.
»Η αρχαιολογική νομοθεσία, όπως και η περιβαλλοντική νομοθεσία, εκπορεύονται από τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 24 και ως εκ τούτου υπερισχύουν άλλων διατάξεων. Θεωρούμε επιβεβλημένο να αποσαφηνιστεί στο σχέδιο νόμου ότι η εφαρμογή των διατάξεων της αρχαιολογικής νομοθεσίας δεν θίγεται από τις διατάξεις του νέου νόμου, όπως άλλωστε αναφέρεται ρητά και για την περιβαλλοντική νομοθεσία.
»Σε διαφορετική περίπτωση, ο νόμος αυτός καθίσταται απειλή για τις αρχαιότητες και τα μνημεία της χώρας και θα μας βρει αντίθετους».
Να θυμίσουμε, ότι εκτός του Κώδικά Δήμων και Κοινοτήτων του 2006, η Αρχαιολογική Υπηρεσία υπονομεύθηκε και με το περίφημο «Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας για τα Μεγάλα Εργα» που υπογράφτηκε το 2010 μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού (τότε) και του υπουργείου Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, στο πλαίσιο των σχετικών αποφάσεων που λήφθηκαν κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής μεγάλων έργων τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, στοχεύει ακριβώς στην εξυπηρέτηση των εργολάβων και όχι των αρχαιολογικών αναγκών.
Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν τρόπο, ώστε τα «μεγάλα έργα» – όπως το μετρό καλή ώρα – να «απελευθερωθούν» από το «βραχνά» των αρχαιοτήτων που «ξεφυτρώνουν»… σε «λάθος» μέρος τη «λάθος» στιγμή.
Ακόμη και αν δεν υπήρχαν άλλα επιχειρήματα υπέρ της παραπάνω διαπίστωσης, θα αρκούσαν μόνο κάποιες απλές, ρητορικές ερωτήσεις: Πώς θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος; Με τις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας; Με τους συμβασιούχους που «αυξομειώνονται» σχεδόν… εποχιακά;
Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι έκτακτοι αρχαιολόγοι δηλαδή, προχώρησαν, τότε, σε μια αναλυτική προσέγγιση του «μνημονίου» στην οποία σημειωνόταν εξαρχής, ότι «με πρόφαση την οικονομική κρίση, όπως αντίστοιχα συνέβη πριν το 2004 με πρόφαση τους Ολυμπιακούς Αγώνες, γίνεται προσπάθεια για «επίσπευση» των αρχαιολογικών εργασιών. Η ανασκαφική διαδικασία όμως είναι μη αναστρέψιμη και όποια στοιχεία χαθούν εξ αιτίας της επίσπευσης που προγραμματίζεται δεν ανακτώνται (…) Η Αρχαιολογική Υπηρεσία οφείλει να διενεργεί μόνη της, αυτοτελώς και ανεξάρτητα, τις σωστικές ανασκαφές και τις υπόλοιπες αρχαιολογικές εργασίες, με επαρκές μόνιμο προσωπικό, χωρίς να εξαναγκάζεται σε παραχωρήσεις και συμβιβασμούς, όπως είναι το «Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας «βασική μέριμνα του οποίου είναι να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των κατασκευαστών».
Απαντώντας στο «βασικό ερώτημα», «ποια βαθύτερη ανάγκη επέβαλε τη σύνταξη του μνημονίου;», οι έκτακτοι αρχαιολόγοι αναφέρουν: «Οσοι θα μπουν στον κόπο να βρουν και να διαβάσουν τα άρθρα του Μνημονίου, θα διαπιστώσουν την προσπάθεια να «μετρηθεί» και να «ζυγιστεί» το αρχαιολογικό έργο με όρους τεχνοκρατικούς, να μπει σε καλούπια, προκειμένου να μπορούν οι μεγαλοεργολάβοι να προγραμματίζουν τις εργασίες τους με αριθμούς. Γεγονός όμως είναι ότι δεν είναι εφικτό να προγραμματιστούν και να οριστούν χρονικά οι ανασκαφικές εργασίες όπως γίνεται με ένα κατασκευαστικό έργο, καθώς είναι απρόβλεπτες. Οσο και να γνωρίζει κάποιος τις αρχαιολογικές θέσεις μιας περιοχής, είναι σχεδόν αδύνατο να προβλέψει τα ευρήματα που θα συναντήσει κατά τη διενέργεια μιας ανασκαφής».
Εκτιμούσαν, ότι «το μνημόνιο μεταβάλλει επίσης και τον χαρακτήρα της εργασίας του αρχαιολόγου, μετατοπίζοντας τις ευθύνες του προς έναν γραφειοκρατικό σχεδιασμό και απολογισμό των εργασιών. Ταυτόχρονα, υπογραμμίζονται εκείνες οι αρμοδιότητες των προϊστάμενων αρχαιολόγων οι οποίες λίγη σχέση έχουν με το καθαυτό επιστημονικό αρχαιολογικό έργο, ενώ μάλλον εξυπηρετούν τα οργανογράμματα των εργολάβων. Ο ερευνητής και ερμηνευτής του παρελθόντος μέσα από τα υλικά κατάλοιπα που κληρονομήσαμε, μετατρέπεται σε απλό γραφειοκράτη και διεκπεραιωτή του σύγχρονου τεχνικού έργου».
Ξεχάσαμε όμως: Τότε δεν κυβερνούσε η «αριστερά»…