Η πραγματική ατζέντα του Ερντογάν
Γιατί το ΑΚΡ δεν έχει να φοβηθεί κανέναν αντίπαλο;

Με την αντιπαράθεση στην τουρκική πολιτική σκηνή να αναλώνεται διαρκώς στη διαμάχη φιλοϊσλαμισμού – κοσμικού κράτους, το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) συνεχίζει να επικρατεί με άνεση σε όλες τις εκλογικές μάχες των τελευταίων δώδεκα χρόνων, με αποκορύφωμα τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές, που ανέδειξαν τον ιδρυτή του, Ταγίπ Ερντογάν στον πρώτο απευθείας εκλεγμένο από τον λαό πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Θα περίμενε κανείς ότι η εξέγερση του πάρκου Γκεζί και η αυταρχική αντίδραση της κυβέρνησης, οι αποκαλύψεις για τα σκάνδαλα διαφθοράς του περασμένου Δεκεμβρίου, καθώς και το τραγικό δυστύχημα στα ορυχεία της Σόμα τον περασμένο Μάιο θα κλόνιζαν την υπεροχή του ΑΚΡ, αλλά τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών του Μαΐου και των προεδρικών του Αυγούστου διέψευσαν (και πάλι) τις προσδοκίες των αντιπάλων του.
Πώς καταφέρνει όμως το ΑΚΡ να ανταπεξέρχεται όλες αυτές τις δυσκολίες και ταυτόχρονα να βγαίνει πιο δυνατό ύστερα από κάθε εκλογική αναμέτρηση; Η απάντηση βρίσκεται στην οικονομία. Τα τελευταία 10 χρόνια το ΑΕΠ της χώρας έχει τριπλασιαστεί, ξεπερνώντας τα 800 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η μεγαλύτερη επιτυχία του Ερντογάν είναι ότι κατάφερε να κάνει πραγματικότητα την προεκλογική υπόσχεση του… Ντεμιρέλ! Το 1991, ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ κέρδιζε τις εκλογές με σύνθημα «δύο κλειδιά για κάθε οικογένεια» (ένα σπίτι κι ένα αυτοκίνητο), αλλά χρειάστηκε να περάσουν είκοσι χρόνια και να έρθει στην εξουσία το φιλοϊσλαμικό ΑΚΡ για να γίνει πραγματικότητα, εκείνη η φιλόδοξη υπόσχεση του Τούρκου πολιτικού.
Παραλαμβάνοντας τη χώρα μετά την μεγάλη κρίση του 2001 και την είσοδο της χώρας στο ΔΝΤ, ο Ερντογάν βρήκε πρόσφορο έδαφος ώστε να αναπτύξει μια επιθετική φιλελεύθερη οικονομική πολιτική, η οποία βασίζεται κυρίως στις ιδιωτικοποιήσεις, στην έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας και στην παροχή τραπεζικών δανείων με χαμηλά επιτόκια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 2002 λιγότερες από 200 χιλιάδες οικοδομές πήραν άδεια εργασίας, από το 2005 και μετά κάθε χρόνο χτίζονται περίπου 600 χιλιάδες νέα κτίρια σε όλη την χώρα και έχουν ξοδευτεί πάνω από 600 δισεκατομμύρια δολάρια στον κατασκευαστικό τομέα. Η Κωνσταντινούπολη αποτελεί φυσικά την αιχμή της οικοδομικής ανάπτυξης με τα μεγαλύτερα δημόσια έργα να λαμβάνουν χώρα εκεί (τρίτη γέφυρα του Βοσπόρου, νέο αεροδρόμιο, τεράστια επέκταση του μετρό, νέος περιφερειακός αυτοκινητόδρομος, ακόμα κι εξαγγελία για διώρυγα ώστε να αυξηθεί η κίνηση των πετρελαιοφόρων μεταξύ της θάλασσας του Μαρμαρά και της Μαύρης Θάλασσας). Παράλληλα τα επιτόκια για τα στεγαστικά δάνεια από 5% το 2002 έπεσαν στο 0,68% το 2013, πολλαπλασιάζοντας 500 φορές τον αριθμό των καταναλωτών που αγοράζουν σπίτι με δάνειο μέσα στα τελευταία 12 χρόνια.
Από τη μεριά της, η κεμαλική αντιπολίτευση αδυνατεί να ανταγωνιστεί την κυβέρνηση Ερντογάν. Προσκολλημένη στις αγκυλώσεις της όσο κυβερνούσε, δεν μπόρεσε να κάνει υπερβάσεις κι έτσι ενώ προχώρησε σε ιδιωτικοποιήσεις, δεν ολοκλήρωσε τις αποκρατικοποιήσεις, καθώς αυτό προσέκρουε σε ορισμένα από τα έξι «βέλη» του κεμαλισμού, όπως είναι για παράδειγμα ο κρατισμός. Με άλλα λόγια, όπως και στην ευρωπαϊκή πολιτική της, η κεμαλική πτέρυγα είχε δυσκολία να πραγματοποιήσει όσα διακήρυττε για την οικονομία, γιατί για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να αναθεωρήσει αρκετές από τις βασικές αρχές της.
Αντιθέτως, το ΑΚΡ του Ερντογάν δεν είχε κανένα ιδεολογικό πρόσκομμα. Κι αν η ευρωπαϊκή στροφή του δεν ήταν απολύτως ειλικρινής όσον αφορά τον κοινωνικό φιλελευθερισμό (ύστερα από την κατοχύρωση των θρησκευτικών δικαιωμάτων που επιδίωκε), η αφοσίωσή της στον οικονομικό φιλελευθερισμό είναι απολύτως ειλικρινής και άκρως επιτυχημένη. Αν μάλιστα ισχύει αυτό που λέει ο Σλαβόι Ζίζεκ, ότι δηλαδή ο «γάμος» μεταξύ της δημοκρατίας και του καπιταλισμού έχει τελειώσει κι πως ο ασιατικός καπιταλισμός (αυταρχικών καθεστώτων) είναι πλέον πιο δυναμικός και αποτελεσματικός από το δυτικό καπιταλισμό, τότε καταλαβαίνουμε ότι η κυβέρνηση Ερντογάν έχει σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους πολιτικούς αντιπάλους της.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ωστόσο είναι ότι κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν ενδιαφέρεται να προτείνει ένα διαφορετικό οικονομικό μοντέλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη κι όταν η αντιπολίτευση αποφασίζει να στρέψει τη συζήτηση γύρω από την οικονομία, το κάνει με όρους που βολεύουν και ενισχύουν την κυβέρνηση. Για παράδειγμα, το κεντρικό σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας του υποψηφίου των δύο βασικών κομμάτων της αντιπολίτευσης (του Κεμαλικού και του Εθνικιστικού), Εκλεμεντίν Ινσάνογλου ήταν «Ψηφίστε Εκλεμεντίν για να έχετε ψωμί», ενώ στις ομιλίες του κατηγόρησε τον Ερντογάν ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει καταφέρει ακόμη να κάνει την Τουρκία μία από τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου. Το αποτέλεσμα αναμενόμενα δεν τον δικαίωσε, γιατί οι ψηφοφόροι όταν καλούνται να επιλέξουν με οικονομικά κριτήρια δεν έχουν κανένα δίλημμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, το 77% των Τούρκων πιστεύει ότι οι υπουργοί και οι οικογένειές τους που κατηγορήθηκαν για διαφθορά είναι πράγματι ένοχοι, η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος συνεχίζει να υποστηρίζει το κυβερνών κόμμα. Όποιος στήσει αυτί σε πολιτική συζήτηση σε καφενείο ή τσαϊχανέ, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα ακούσει κάποιον να λέει: «Όλοι είναι διεφθαρμένοι ούτως ή άλλως, αυτοί τουλάχιστον δίνουν λεφτά και σε μας».
Όσο λοιπόν η αντιπολίτευση συνεχίζει να εστιάζει στην φιλοϊσλαμική ατζέντα του ΑΚΡ, φαίνεται ότι είναι καταδικασμένη να χάνει στις εκλογές κι αυτό διότι στην κορυφή των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης βρίσκεται η εφαρμογή ενός επιθετικού φιλελευθερισμού που της παρέχει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να προωθήσει και τα υπόλοιπα θέματα που βρίσκονται στην ατζέντα της. Όσο δεν γίνεται ουσιαστική συζήτηση για την οικονομία και το μοντέλο που ακολουθείται, με την «ανάπτυξη» διακηρυγμένη αρχή του και συστατικό του τίτλου του κόμματος κι όσο η Τουρκία δεν αντιμετωπίζει οικονομική κρίση, το ΑΚΡ δεν έχει να φοβηθεί κανέναν αντίπαλο.
Ίσως η επιτυχία του HDP, του νεοσύστατου κουρδικού κόμματος, στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση να δείχνει το δρόμο για την αντιπολίτευση στο σύνολό της. Το HDP, ένα κόμμα που δημιουργήθηκε ουσιαστικά μέσα από τα γεγονότα της πλατείας Ταξίμ, κατάφερε να συσπειρώσει τις –μικρές προς το παρόν είναι η αλήθεια- πολιτικές δυνάμεις που αντιτίθενται στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης και θέτουν άλλες προτεραιότητες για την κοινωνική ευημερία πέρα από την οικονομική ανάπτυξη. Το περίπου 10% που έλαβε, δεν είναι ικανό να αλλάξει τους συσχετισμούς, αλλά δεν μπορεί και να αγνοηθεί.