Η Σαπφώ του Ελύτη

Η ποίηση δεν έχει σημείο εκκίνησης. Σε βρίσκει, και αν τη δεις έχεις την ευκαιρία να την ακολουθήσεις και να την υπηρετήσεις. Οι ποιητές μοιάζουν με δύο απομακρυσμένα σημεία του σύμπαντος. Ακόμη κι αν δεν συναντηθούν ποτέ, μια αόρατη γραμμή επικοινωνίας θα τους ενώνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σχέση του Οδυσσέα Ελύτη με τη Σαπφώ. Είναι γνωστό ότι ο νομπελίστας ποιητής επηρεάστηκε από αυτήν. Παρ’ όλα αυτά στο έργο του Σαπφώ (εκδ. Ικαρος) αποδεικνύει τη συγγένεια του μαζί της. Συγγένεια που γεννιέται στη φύση και όχι μόνο στο αίμα, γιατί οι ποιητές δεν χάνονται, αλλά ζουν στον δικό τους ποιητικό χωροχρόνο.
Η συγκεκριμένη δουλειά του Ελύτη έχει ιδιαιτερότητες που την κάνουν ξεχωριστή. Δεν πρόκειται για απλή μετάφραση, αλλά για ανασύνθεση και απόδοση όπως τονίζεται στον υπότιτλο. Ο ίδιος, εξηγώντας τον τρόπο που εργάστηκε, σημειώνει πως η προσπάθεια του απέβλεπε αλλού και όχι στο χώρο της φιλολογικής επιστήμης. Σκοπός του ήταν η αυθαίρετη σύνδεση των θραυσμάτων με γνώμονα τη φύση του περιεχομένου τους και απώτερο στόχο τη δημιουργία μιας νέας ποιητικής μονάδας, έστω και ελλειπτικής. Με άλλα λόγια, ο Ελύτης θέλησε να μεσολαβήσει στο έργο της Σαπφώς. Να μεσολαβήσει και να παραδώσει κάτι νέο, αλλά όχι ξένο. Το αποτέλεσμα είναι μια όμορφη ιστορία που μιλά για την ομορφιά, τη μουσική, την αγάπη, τον γάμο και πάνω απ’ όλα τον έρωτα. Θέματα οικεία και στον ίδιο. Αυτή η οικειότητα αποτελεί την οδό σύζευξης μεταξύ του παρελθόντος της Σαπφώς και του παρόντος του Ελύτη.
Ο Ελύτης κατάλαβε ότι στα ποιητικά θρύψαλα της προγόνου του υπάρχει κάτι από τον ίδιο. Κάτι που δεν σβήνει, και ούτε πρόκειται να σβήσει, με το πέρασμα του χρόνου. Στο προλογικό του σημείωμα αναφέρει χαρακτηριστικά: Καλύτερο παράδειγμα για την ισχύ που μπορεί να έχει ο ποιητικό λόγος δεν υπάρχει. Στροφές ακρωτηριασμένες, μισοί στίχοι, σπασμένες λέξεις, ένα τίποτε. Κι’ αυτό το τίποτε, ένα θαύμα: μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, με τα ιδιαίτερα της χαρακτηριστικά, τον ατομικό της μύθο και ολόκληρο τον φυσικό και τον ανθρώπινο διάκοσμο του πολιτιστικού χώρου όπου αναπτύχθηκε. Τόσο, θα έλεγες, μεγάλος είναι ο μαγνητισμός που εξαπολύουν οι λέξεις, φτάνει ν’ αποσπασθούν από τον άξονα της χρησιμοθηρικής τους υποτέλειας. Ο Ελύτης συνέλαβε το βαρύ νόημα των λέξεων και το απελευθέρωσε εντάσσοντας το στο ποιητικό του έργο. Το ίδιο έκανε και η Σαπφώ και ο Ελύτης υποκλίθηκε. Σεβάστηκε την προσπάθεια της και φώτισε τη σκιά των λέξεων. Γι’ αυτό και στην απόδοση του αντανακλάται και το ελυτικό σύμπαν. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι τα ποιητικά «εγώ» Ελύτη και Σαπφώ συναντώνται και ο δεσμός τους είναι παντοτινός.
Στη Σαπφώ το ποιητικό ον προχωρά και διακονεί την ομορφιά, γράφει και ζει τον έρωτα την άνοιξη. Μας υπενθυμίζει ότι ο έρωτας δεν είναι εύκολο πράγμα. Με το τραγούδι ξεκινά ερωτική ιστορία. Περιγράφει την επίδραση του έρωτα και μας προτρέπει να τον ζήσουμε, αρκεί να θυμόμαστε ότι το τίποτα αρκεί στον έρωτα. Παρ’ όλα αυτά, ο άνθρωπος οδεύει εκεί που πραγματικά αγαπά. Ο έρωτας δεν είναι πάντα βολικός. Η αγάπη έχει πολλές μορφές και ο γάμος, η ένωση δύο ανθρώπων (στο βιβλίο γίνεται αναφορά στον Εκτορα και την Ανδρομάχη) είναι η θεϊκή σύνδεση αγάπης-έρωτα. Όμως για τον ποιητή/μεσολαβητή το τέλος αφορά την ελευθερία του έρωτα. Να εξαπλωθεί, να ταξιδέψει παντού. Το τραγούδι του τζιτζικιού, δυνατό, εκφράζει την αγνότητα, το πάθος και την καθαρότητα του φωτός, του ήλιου. Τη φλόγα του ΕΡΩΤΑ.