«Η σιωπή», του Ντον ΝτεΛίλο
Νέος τόπος
Αν κλείσεις τα μάτια, την οθόνη του μυαλού, θα δεις λευκές και πορτοκαλί λάμψεις σε μαύρο φόντο, ακαθόριστες εικόνες, υπό διαμόρφωση, άηχες εξωτερικά, αλλά ηχηρές εσωτερικά. Είναι η σιωπή, το μέσο και το ηχείο του μυαλού και της ψυχή μας, το απαραίτητο σημείο ισορροπίας, εξήγησης και κατανόησης του κόσμου. Η σιωπή όμως ζει και πεθαίνει μέσα μας, φωτίζει τα μαύρα φεγγάρια μας, «παλεύει» με τους άγριους συναισθηματικούς παλμούς και φροντίζει να είναι πάντα τεντωμένο το σχοινί εισόδου-εξόδου, από το μάτι στο κέντρο του εγκεφάλου. Η εικόνα που συνηθίζεις, η εικόνα που δημιουργείται ξαφνικά, ο ήχος που γνωρίζεις, ο ήχος που αναπάντεχα βρίσκεις, είναι οι σταθερές στην αδιάκοπη διαδικασία λήψης, επεξεργασίας, επιστροφής. Τι γίνεται όμως όταν δεν υπάρχει ήχος η εικόνα προκαλεί άγνωστο θόρυβο και το οπτικό αποτύπωμα είναι το ατελείωτο ζευγάρωμα μαύρων και λευκών κόκκων; Χάος, ή, στην καλύτερη περίπτωση, αναμονή αυτού. Ο δέκτης δεν ξέρει, δεν διαισθάνεται και δεν έχει τρόπο να επικοινωνήσει με τη σιωπή που πλέον έχει αποδράσει και δημιουργεί σταδιακά νέο εξωτερικό τοπίο, νέο τόπο. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι για να τολμούν, να προβλέπουν τη νέα εικόνα και να εξηγούν την πτώση της παλιάς. Ο Ντον ΝτεΛίλο είναι ένας απ’ αυτούς και «Η σιωπή» (Εκδόσεις Gutenberg) τεκμήριο αθωότητας και σπουδαιότητας του ανδρός.
«Η σιωπή» του αμερικανού συγγραφέα συνειρμικά σε πάει σε αυτή του Μπέργκμαν. Δεν έχουμε να κάνουμε με αντανάκλαση, αλλά περισσότερο με απάντηση στη βεβαιότητα του Σουηδού. Στο κινηματογραφικό έργο είναι η απουσία του Θεού που ορίζει και αναδιοργανώνει τον κόσμο. Καμία ηθική, καμία αξία, μόνο αρρώστια, θάνατος, λαγνεία, εγκατάλειψη, σιωπή. Στο λογοτεχνικό έργο είναι το ανεξέλεγκτο και το αδύναμο του ανθρώπου που φέρνουν τη σιωπή και τονίζουν την απουσία του θεού. Στην περίπτωση του Σουηδού έχει η προηγηθεί η αμφιβολία, η διαπίστωση της εγκατάλειψης, πριν φτάσουμε στην απουσία του Θεού. Στην περίπτωση του ΝτεΛίλο είναι η προδοσία του ανώτερου μυαλού που οδηγεί αμέσως στην απουσία του Θεού. Γι’ αυτό και οι ήρωες του προσπαθούν να πιαστούν από αριθμούς, επιστημονικά δεδομένα, σκόρπιες γνώσεις, ορθές σκέψεις, λογικούς συνειρμούς… Η ξαφνική πτώση του ανθρώπου όμως δεν προσφέρει ασφαλή σημεία πλεύσης. Η τέλεια δομημένη εικόνα και ο μοναδικός ήχος που τη συνοδεύει χάνονται εν ριπή οφθαλμού και σημείο γυρισμού δεν φαίνεται να υπάρχει. Τα επίθετα απότομη, ανεξήγητο καταλαμβάνουν το πεδίο και ενώ το περιεχόμενο αναγνωρίζεται, η επιβολή τους γίνεται μαύρη τρύπα που δεν έχει όριο. Σε αυτή τη συνθήκη πρέπει να βρουν ξανά τον κόσμο οι ήρωες του ΝτεΛίλο, πρέπει να σπάσουν τη σιωπή.
Μια απότομη προσγείωση ενός αεροπλάνου που εκτελεί την πτήση Παρίσι-Νέα Υόρκη. Ένα ανεξήγητο σβήσιμο της οθόνης της τηλεόρασης. Ο ειρμός χάνεται. Σ’ ένα διαμέρισμα στο Μανχάταν, πέντε άνθρωποι πασχίζουν να καταλάβουν τι σημαίνουν τα πρωτόγνωρα γεγονότα που εκτυλίσσονται γύρω τους. Η ιστορία είναι τόσο απλή και τόσο μεγάλη. Με μια απλή σκέψη ο ΝτεΛίλο στέλνει τον άνθρωπο στο πλατωνικό σπήλαιο. Η παιδεία των ηρώων δοκιμάζεται μια και δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν απέναντι στις δομικές ανατροπές της ζωής τους. Και ποιες είναι αυτές; Η ασφάλεια των ταξιδιών, η αυτονόητη ψυχαγωγία στον δυτικό κόσμο. Εδώ, όμως, δεν υπάρχουν σκιές για να φτιάξουν μια νέα πραγματικότητα. Η σιωπή του εξωτερικού κόσμου, του περιβάλλοντος είναι η μοναδική πραγματικότητα. Ο ΝτεΛίλο στρέφει τη γραφή του στη σκιά, στον φόβο που γεννά η επιστήμη και η τεχνολογία και στον έλεγχο τους από εξουσίες που ο άνθρωπος δεν γνωρίζει. Κρατήστε αυτό: άρχισε να γράφει τη «Σιωπή» το 2018, ωστόσο η ατμόσφαιρα του έργου αποπνέει την ερήμωση που επικράτησε στους δρόμους της Αμερικής, και όχι μόνο, στη διάρκεια των μέτρων για τον έλεγχο του Covid-19. Ο ΝτεΛίλο προβλέπει, εξηγεί και με τη σιωπή επιβεβαιώνει (και γι’ αυτόν) το επίθετο διαχρονικό.
Η αφήγηση έχει κάτι το κλειστοφοβικό, μια ιδιαίτερη θεατρικότητα και οι λέξεις, οι φράσεις, διακατέχονται από την αυστηρότητα της μουσικής. Η παραστατικότητα, οι απότομες, κοφτές, εκφράσεις φτιάχνου τον μοναδικό αναγνωστικό δρόμο. Η Ζωή Μπέλλα-Αρμάου είχε πολύ δύσκολο έργο στη μετάφραση, όμως στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.