«Η υπόσχεση», του Ντέιμον Γκάλγκουτ

Τα επίμονα λόγια

| 18/08/2022

Ένα πρόσωπο, δύο, τρία, αμέτρητα. Μια φωνή, δεύτερη, αμέτρητες. Η μία εικόνα απέναντι από την άλλη, στην ίδια γραμμή, στην ίδια παράγραφο που δεν τελειώνει και δεν ξέρεις πότε ακριβώς άρχισε. Εδώ δεν υπάρχουν κομπάρσοι, μόνο πρωταγωνιστές. Οι συγκρούσεις, οι αλλαγές, οι διαδοχές είναι άμεσες και η έντονη συστολή δημιουργεί τη στέρεη διαστολή και σε αυτήν απλώνονται όλα τα ανθρώπινα, όλα τα απάνθρωπα, όλα τα όμορφα, όλα τα άσχημα. Και στο κέντρο αυτού του μυθοπλαστικού σύμπαντος μια υπόσχεση. Κάτι που ειπώθηκε σε μια στιγμή διαύγειας, κάτι που βρέθηκε σε μια στιγμή δύναμης και αδυναμίας, κάτι που ξεχάστηκε μέσα στο χάος των ανθρώπινων αστοχιών! Η πρόθεση έγινε κατάσταση και η κατάσταση λέξη και η λέξη μια μόνιμη πηγή απογοήτευσης. Ο λόγος, όμως, τη στήριξε και την έκανε δέντρο αειθαλές και κομμάτι της ανθρώπινης σάρκας, της ανθρώπινης ψυχής. Αυτό το δέντρο πλήγωσαν οι ήρωες του μυθιστορήματος «Η υπόσχεση» (Εκδόσεις Διόπτρα, μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ). Διαψεύσεις, ανακολουθίες, ψέματα, αδιαφορία, κυνισμός… Οι χαρακιές πάνω στο λεπτό φύλλο βαθιές και ο αέρας της προσωπικής «προόδου» να επιμένει, να σπρώχνει και να τραντάζει το εύθραυστο ύφασμα. Η υπόσχεση ωστόσο δεν ταξιδεύει με τον αέρα. Στη σιωπή της πράξης γραπώνεται και καλπάζει…

Το βιβλίο (σ.σ κέρδισε το «Booker» 2021) του Ντέιμον Γκάλγκουτ στηρίζεται στο βάθος της απλότητας. Τα πάντα ξεκινούν από την υπόσχεση που δόθηκε στη μαύρη υπηρέτρια Σαλομέ. Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο ο νοτιοαφρικανός συγγραφέας. Τα λόγια του παρελθόντος δίνουν ώθηση σε αυτά του παρόντος και συμβάλλουν στις καλά σχεδιασμένες σκηνές του μέλλοντος. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό που κάνει την «Υπόσχεση» αξιόλογη. Ο τρόπος που χειρίζεται την αφηγηματική φόρμα κρατά τη ζωντάνια του μύθου μέχρι τέλους! Πώς; Κυρίως με την άμεση συνομιλία των αφηγηματικών προσώπων. Για παράδειγμα, στη σελίδα 129: Προσπαθώ να καθαρίσω το δωμάτιο μου, εξηγεί. Δύσκολο να μη συμπεράνω ότι είναι σκόπιμο, στο κάτω κάτω έχει μπόλικο χώρο αλλού, μα ο μπαμπάς ήθελε να με θάψει. Ο Αντον ξεθάβει τον εαυτό του κομμάτι κομμάτι, μεταφέροντας κάθε χαρτόκουτο/αντικείμενο κάτω στο γκαράζ και παρατώντας το εκεί. Στην ουσία ο Γκάλγκουτ γίνεται το τρίτο πρόσωπο που διακριτικά διατηρεί τη φρεσκάδα της πρόζας και την ορμή της αφήγησης. Με αυτόν τον τρόπο οι χαρακτήρες γίνονται ακόμη πιο προσιτοί στον αναγνώστη που τους ακολουθεί μέχρι τέλους.

Και πάμε στο ερώτημα της υπόσχεσης. Σε μια φάρμα έξω από την Πρετόρια οι Σουάρτ συγκεντρώνονται για την κηδεία της μητέρας της οικογένειας, αλλά κάτω από το πένθος βράζουν οι διαφορές τους… Οι νεότεροι Αντον και Αμορ καταλήγουν να απεχθάνονται όσα αντιπροσωπεύει η οικογένεια τους, όπως η αθετημένη υπόσχεση στη μαύρη υπηρέτρια, τη Σαλομέ, που έχει περάσει όλη της τη ζωή δουλεύοντας γι’ αυτούς. Της υποσχέθηκαν κάποια στιγμή ότι θα της δώσουν το σπίτι της, τη γη της… Γιατί, λοιπόν, δεν έγινε αυτό; Γιατί τα μέλη της οικογένειας πεθαίνουν με τραγικό και ξαφνικό τρόπο; (ο πατέρας κλείστηκε σε δωμάτιο με φίδια και πέθανε από δάγκωμα τους. Η μία αδελφή δολοφονήθηκε από ληστή). Γιατί οι σχέσεις των μελών είναι απόμακρες και τυπικές; Γιατί αντιδρούν όλοι στην επιμονή της Αμορ να εκπληρωθεί η υπόσχεση; Μέσα απ’ αυτά τα κρυφά ερωτήματα αναδύεται η Νότια Αφρική του Απαρτχάιντ και η Ν. Αφρική μετά απ’ αυτό. Οι φυλετικές διακρίσεις, η δύσκολη αφομοίωση των μέχρι πρότινος παριών, η προβληματική συνύπαρξη των θρησκειών και πρόκληση του οριστικού. Η μετάφραση ανήκει στην Κλαίρη Παπαμιχαήλ η οποία μας προσφέρει γενναιόδωρα την ομορφιά της «Υπόσχεσης».

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις