Η «φάμπρικα» των ιδιωτικών μελετών στο υπουργείο Πολιτισμού
Η πολιτιστική κληρονομιά στο... «Διάζωμα»

Από την πρώτη στιγμή που παρουσιάστηκε το «Διάζωμα», στις 10 Απρίλη του 2008, σε «πανηγυρική» συνέντευξη Τύπου στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης, ο «Ριζοσπάστης» ήταν το μόνο μέσο ενημέρωσης που ανέδειξε την ουσία του εγχειρήματος ως συνέπεια του στρατηγικού στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ελληνικών κυβερνήσεων για την ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης – εμπορευματοποίησης του πολιτισμού, μέσω του τελευταίου άπαρτου «κάστρου»: Της πολιτιστικής κληρονομιάς. ‘Η αλλιώς, όπως σημείωνε το «Περιοδικό», το «Διάζωμα» αποτελεί ένα «διαμεσολαβητικό» «γρανάζι» στον μηχανισμό εμπορευματοποίησης του πολιτισμού και μεταξύ της Τοπικής Διοίκησης – κυρίως των Περιφερειών που διαχειρίζονται πλέον και τα κοινοτικά «πολιτιστικά» κονδύλια – και του κεντρικού κράτους.
Πρόκειται για μια «κίνηση πολιτών», ένα «σωματείο», πρόεδρος του οποίου είναι ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ Στ. Μπένος. Μέλη του είναι από το χώρο της επιστήμης (με έμφαση στην πολιτιστική κληρονομιά), μέλη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της ακαδημαϊκής αρχαιολογικής κοινότητας, της Τέχνης και της Τοπικής Διοίκησης, πρώην και νυν μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, αντίστοιχα. Ιδρυτικά μέλη του υπήρξαν πολλά στελέχη του υπουργείου Πολιτισμού.
Δηλωμένος στόχος του «Διαζώματος» είναι η «συνεργασία και ενότητα στη δράση των αρμόδιων Υπουργείων (Πολιτισμού, Παιδείας, Τουρισμού, Ανάπτυξης,κ.ά.), των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης,των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, των ιδιωτικών επιχειρήσεων, των ανεξάρτητων οργανισμών, ιδρυμάτων και σωματείων και των φυσικών προσώπων» στην διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, με αιχμή τα αρχαία θέατρα, τα οποία αποτελούν εν δυνάμει οικονομικά «φιλέτα» για το κεφάλαιο στον τουρισμό.
Όπως έγραφε τότε χαρακτηριστικά ο «Ρ», «στοχεύουν στη δημιουργία “συμπράξεων, κοινοπραξιών” που “αναλαμβάνουν τη μελέτη, την εκτέλεση, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση έργων”, που άπτονται των παραπάνω σκοπών. Ουσιαστικά, δηλαδή, στη δημιουργία μιας ιδιωτικής “αρχαιολογικής υπηρεσίας”».
Όπως το είχε θέσει συνοπτικά ο ίδιος ο πρόεδρος του «Διαζώματος», Σταύρος Μπένος: «Γιατί οι τράπεζες να μην αναλάβουν ένα θέατρο;».
Έλα ντε…
Έκτοτε, η ζωή επιβεβαίωσε κάθε λέξη των παραπάνω διαπιστώσεων. Οι αρχαιολόγοι ήταν, ευλόγως, οι αμέσως επόμενοι που κατάλαβαν τι τρέχει. «Οι αρχαιολογικοί χώροι, τα μνημεία και τα μουσεία της χώρας ανήκουν σε όλο το κοινωνικό σύνολο, είναι φορείς ιστορικής μνήμης και δεν αποτελούν αντικείμενο συνδιαχείρισης με Σωματεία και ιδιωτικά συμφέροντα» υπογράμμιζε ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων το 2017, κάνοντας σαφή λόγο, σε άλλη ανακοίνωση την ίδια χρονιά, για «προσπάθειες άμεσης ή έμμεσης ιδιωτικοποίησης της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς». Πρόσθετε, μάλιστα, ότι «οι προσπάθειες αυτές εντείνονται τα τελευταία χρόνια, είτε με τη μορφή της ανάθεσης έργου σε εργολάβους (λ.χ. ψηφιοποίηση) είτε με την προσπάθεια εμπλοκής στο αρχαιολογικό έργο διαφόρων φορέων και Ιδρυμάτων, που παρουσιάζονται και ως επίδοξοι διαχειριστές κονδυλίων που αφορούν τα μνημεία».
Γιατί υπάρχει η ανάγκη της παραπάνω συνοπτικής αναδρομής στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν; Διότι τεκμηριώνει, πως η πρόσφατη (5/6/2019) υπουργική απόφαση ανάκλησης της αποδοχής της «δωρεάς μελέτης» του «Διαζώματος» για το αρχαίο θέατρο του Ορχομενού Αρκαδίας, μπορεί να είναι μια θετική εξέλιξη, αλλά, δυστυχώς, δεν αποτελεί συνέπεια μιας ριζικής αλλαγής του ισχύοντος αντιδραστικού προσανατολισμού του αστικού κράτους στην πολιτιστική διαχείριση, αλλά μια ακόμη περίπτωση «πιασίματος στα πράσα», ανάλογης με την αποκάλυψη, από τους αρχαιολόγους, τον περασμένο Σεπτέμβρη, της μεταβίβασης μνημείων και αρχαιολογικών χώρων στο Υπερταμείο, προς αγοραία «αξιοποίηση».
Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, το σκεπτικό της ανάκλησης, δείχνει – εμμέσως – έναν από τους τρόπους που η διαβόητη «ιδιωτική πρωτοβουλία» προσπαθεί να εμπλακεί, με τις ευλογίες του κράτους των αφεντικών πάντα, στον «σκληρό πυρήνα» του δημόσιου χαρακτήρα της πολιτιστικής διαχείρισης. Πρόκειται για έναν τρόπο που όλες οι ενδείξεις παραπέμπουν στο ότι πρόκειται για μηχανισμό ο οποίος χρησιμοποιεί ή προσπερνά το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για την πολιτιστική κληρονομιά, αναλόγως των κάθε φορά συμφερόντων του. Ο οποίος θεωρεί «τσιφλίκι» του τον αρχαιολογικό πλούτο του ελληνικού λαού και πεδίο «βολής» των «όπλων» της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την μετατροπή αυτού του πλούτου σε «άλογο» της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Και ο οποίος, φυσικά, φτάνει στο σημείο να κουνάει και το δάχτυλο σε όσους τον αποκαλύπτουν.
Τα ερωτήματα
Η απόφαση ανάκλησης της «δωρεάς» της μελέτης για την αποκατάσταση του αρχαίου θεάτρου του Ορχομενού Αρκαδίας αναφέρει, πως η αποδοχή της δωρεάς έγινε «κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας, και δη λόγω παράβασης νόμου, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου και λόγω έκδοσης κατά πλάνη περί τα πράγματα».
Ειδικότερα, παραβιάστηκε τόσο ο ισχύων αρχαιολογικός νόμος (ν.3028/2002), όσο και ο 1958/1991 στα σημεία που αφορούν στα αρχαιολογικά έργα και τις μελέτες, δεδομένου, ότι για την εν λόγω μελέτη δεν υπήρξε η κατά νόμο γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
Επίσης παραβιάστηκε ο 3316/2005 σε ό,τι αφορά στη διαδικασία της «δωρεάς» μελετών, η οποία «συνίσταται σε προηγούμενη έκδοση υπουργικής απόφασης περί εκπόνησης μελέτης». Αυτό σημαίνει απλά, ότι το κράτος, δια του υπουργείου Πολιτισμού – συνεπώς μετά από αίτημα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας – είναι αυτό που εγκρίνει την εκπόνηση μιας μελέτης και όχι το «κέφι» του κάθε ιδιώτη. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι η μόνη αρμόδια υπεύθυνη για το θα γίνει και πού και ακολουθεί τις δικές της προτεραιότητες και όχι τις προτεραιότητες του κάθε «περαστικού».
Τέλος, παραβιάστηκε και η διαδικασία των γνωμοδοτήσεων, αφού, αντί του ΚΑΣ, την εν λόγω μελέτη ενέκρινε το αναρμόδιο Τεχνικό Συμβούλιο του υπουργείου Πολιτισμού.
Ποιος και πώς, τελικά, αποφάσισε για την αποδοχή της «δωρεάς», αν όχι οι κατά το νόμο αρμόδιοι; Πώς παραβιάστηκε με τον παραπάνω εντυπωσιακό τρόπο το ισχύον θεσμικό πλαίσιο; Και, ίσως το σημαντικότερο: Πώς εκπονήθηκε η μελέτη για το μνημείο, δεδομένου ότι η μελετητική ομάδα θα έπρεπε να έρχεται σε άμεση επαφή με αυτό και να έχει πρόσβαση σε στοιχεία που το αφορούν, να βρίσκεται, δηλαδή, σε συνεννόηση με δομές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας; Ποιος και πώς έδωσε τις σχετικές άδειες;
Είναι πράγματι εκπληκτικό, ότι στην απόφαση αποδοχής της «δωρεάς», η οποία προέρχεται από την Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων, αναφέρεται ότι «η μελέτη εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα μηχανικό κ. Ευστράτιο Παυλίδη κατόπιν ανάθεσης που του έγινε από το Σωματείο (σσ. το «Διάζωμα») μετά την υπ’ αρ. 4/21-02-2012 απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου»!
Δηλαδή, ένα ΔΣ ενός ιδιωτικού φορέα, αποφάσισε να κάνει μελέτη αποκατάστασης αρχαίου μνημείου, χωρίς να του το ζητήσει ο κατά το νόμο και την κοινή λογική, αρμόδιος, έδωσε τη μελέτη σε έναν ιδιώτη, η μελέτη δεν πέρασε από τα αρμόδια όργανα, αλλά… τελικά και παρόλ’ αυτά, εγκρίθηκε!
Τι και αν δεν προκύπτει από πουθενά ότι υπάρχει θεσμική πρόβλεψη της έννοιας της «αποδοχής δωρεάς μελέτης», αφού, όπως δηλώνεται και στο σκεπτικό της ανάκλησης, τις μελέτες τις αποφασίζει η Αρχαιολογική Υπηρεσία; Ακόμη και η ανάθεση μελετών αρχαιολογικού έργου σε ιδιώτες γίνεται μετά από απόφαση των αρμόδιων υπηρεσιών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με βάση τις προβλέψεις του νομοθετικού πλαισίου και με τους όρους που ορίζει η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Δηλαδή, αυτός που αναθέτει τις μελέτες και το τι θα περιλαμβάνουν αυτές, είναι η Αρχαιολογική Υπηρεσία.. και όχι το ΔΣ ενός συλλόγου.
Με ποιο «μαγικό» τρόπο παρακάμφθηκε μια «ντουζίνα» διαδικασιών, μιας σειράς νόμων; Ο Σταύρος Μπένος, δήλωσε στην «Καθημερινή», ότι για την περίπτωση του Ορχομενού Αρκαδίας το «Διάζωμα» «συνεργάστηκε με την αρμόδια εφορεία αρχαιοτήτων, ενώ η επίβλεψη της μελέτης κατά την εκπόνησή της γινόταν από την αρμόδια εφορεία και τη Διεύθυνση Αναστήλωσης και Μελετών».
Ουσιαστικά δηλαδή λέει ότι το ΔΣ ενός ιδιωτικού φορέα αποφάσισε να κάνει μια μελέτη για ένα μνημείο, την ανέθεσε σε ιδιώτη μελετητή και μετά ο μελετητής πήγε στην Εφορεία Αρχαιοτήτων που είναι αρμόδια για το μνημείο και του είπαν «πολύ ευχαρίστως, περάστε». Μάλιστα, όπως προκύπτει από τη δήλωση, την «επίβλεψη» της εκπόνησης της μελέτης την έκανε και η Διεύθυνση Αναστήλωσης, η οποία επίσης προφανώς – σύμφωνα με τη δήλωση – επίσης είπε «περάστε».
Κι όμως, για να κάνει ακόμη και αρχαιολόγος της υπηρεσίας μια επιστημονική έρευνα ή μελέτη ενός μνημείου, χρειάζεται άδεια, με το σχετικό αίτημα να κατατίθεται αρχικά στην αρμόδια Εφορεία και στη συνέχεια να γνωμοδοτεί σχετικά, είτε το Τοπικό Συμβούλιο, είτε – σε πιο σοβαρές περιπτώσεις – το ίδιο το ΚΑΣ. Όπως προκύπτει από την απόφαση ανάκλησης, τέτοια διαδικασία δεν υπήρξε στην προκειμένη περίπτωση για το «Διάζωμα».
Στην ίδια δήλωση ο Στ. Μπένος υποστηρίζει επίσης, ότι «στο νομικό μέρος το “Διάζωμα” δεν έχει καμία εμπλοκή. Εμάς μας ζητήθηκε η μελέτη, την κάναμε, τη δωρίσαμε. Ακόμα και οι μελετητές επιλέγονται τις περισσότερες φορές καθ’ υπόδειξιν των υπηρεσιών του υπουργείου. Οι διαδικασίες της δωρεάς και της νομιμοποίησης της δωρεάς είναι υπόθεση του υπουργείου».
Πέρα από το γεγονός πως, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, θεσμικό πλαίσιο «αποδοχής δωρεάς μελέτης» δεν υπάρχει, από τη συνέχεια της δήλωσης προκύπτει το ερώτημα: Ποιος από το υπουργείο Πολιτισμού και με ποια διαδικασία ζήτησε από το «Διάζωμα» να κάνει μελέτη; Από την απόφαση ανάκλησης προκύπτει ότι δεν ζητήθηκε από κανέναν. Αλλά ο Στ. Μπένος επιμένει πως «δεν κάνουμε του κεφαλιού μας. Ο,τι κάνουμε έχει τη βούλα του υπουργείου».
Το θέμα είναι, όμως… ποιο κομμάτι του υπουργείου;
Ως προς αυτό να σημειώσουμε ότι η ανάκληση μιας τέτοιας απόφασης και γι’ αυτούς τους λόγους θα πρέπει λογικά να οδηγήσει – εάν δεν έχει ξεκινήσει ήδη – σε διαδικασίες ελέγχου. Αυτός ο έλεγχος θα πρέπει να καταλήξει διότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι η μοναδική. Λογικά, θα πρέπει να ανοίξουν οι φάκελοι και άλλων σχετικών υπουργικών αποφάσεων που αφορούν σε τέτοιου είδους μελέτες. Ο ίδιος ο Στ. Μπένος είπε στην «Καθημερινή» η απόφαση ανάκλησης του υπουργείου, θα επηρεάσει «αυτόματα και όλα τα υπόλοιπα έργα» και τις «μελέτες που βρίσκονται σε εξέλιξη». Υποστήριξε, μάλιστα, πως «έχει τη διαβεβαίωση από υπηρεσιακούς παράγοντες του υπουργείου ότι η απόφαση “δεν στέκεται νομικά και θα θεραπευθεί”». Τι απαντά το υπουργείο σε όλα αυτά; πόσες και ποιες μελέτες υπάρχουν; Για ποια μνημεία; Ανατέθηκαν ή έγιναν με τον «τρόπο» του Ορχομενού;
Οι ερμηνείες του «δημόσιου»
«Τα μνημεία είναι δημόσιο και όχι κρατικό αγαθό, συνεπώς το κράτος οφείλει να είναι θεματοφύλακας για την ανάδειξή τους και όχι ιδιοκτήτης», είπε ο Στ. Μπένος στην «Καθημερινή» και επικαλείται το άρθρο 24 του Συντάγματος. Ο πρόεδρος του «Διαζώματος» αποκαλύπτει – άθελά του μάλλον – την ουσία της καπιταλιστικής επέλασης στην πολιτιστική κληρονομιά. Διότι στην έννοια του «δημόσιου» στην λογική των αστών, χωράνε, όπως αναφέρει και το καταστατικό του «Διαζώματος» που αναφέρθηκε εισαγωγικά, ακόμη και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Σε ό,τι αφορά στην μάλλον «πονηρή» ερμηνεία για το Άρθρο 24, να σημειωθεί το εξής: Η παρ. 6 του εν λόγω Άρθρου αναφέρει, πως «τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Kράτος. Nόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών».
Στα μνημεία περιλαμβάνονται και τα αρχαία, δηλαδή και τα θέατρα τα οποία θέλει το «Διάζωμα» να «αναδείξει». Σύμφωνα με το Άρθρο 7 του αρχαιολογικού νόμου, «τα αρχαία ακίνητα μνημεία που χρονολογούνται έως και το 1453 ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή και είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας».
Συνεπώς, η έννοια του δημόσιου που διέπει την Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι ακριβώς στην απέναντι μεριά από τις «ερμηνείες» του «Διαζώματος».
Τέλος, ανεξάρτητα από το αν και πώς θα καταλήξει η υπόθεση του Ορχομενού, ανεξάρτητα από το αν το υπουργείο θα ελέγξει σε βάθος και τις άλλες μελέτες, θα πρέπει να υπάρχει πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μας το εξής: ‘Οσο κεντρικός στόχος του κεφαλαίου και του κράτους του είναι η ιδιωτικοποίηση – εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, καμία ΕΔΕ δεν πρόκειται να την προστατεύσει. Η προστασία της (πρέπει να) είναι υπόθεση των αρχαιολόγων, των εργαζομένων που δίνουν την ψυχή τους για την προστασία και ανάδειξή της, του λαϊκού κινήματος. Αλλιώς, τέτοιου είδους ανακλήσεις, απλώς θα καταλήξουν σε «συναγερμό» για κάθε «ενδιαφερόμενο», ώστε την επόμενη φορά «να το κάνει καλύτερα»…