“Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ”, του Χάινριχ Μπελ
Όταν ο κίτρινος Τύπος δολοφονεί
Το ψέμα μπορεί να είναι ανίσχυρο μπροστά στην αλήθεια, όμως έχει το θράσος να δολοφονήσει πριν πεθάνει! Και αυτός είναι ο σκοπός του! Βέβαια, το ψέμα είναι το όπλο, κι αν ισχύει ότι τα άδεια όπλα σκοτώνουν, τα “άδεια” μυαλά σπέρνουν τον όλεθρο και γεννούν το ψέμα. Πρόθεση, βέβαια, δεν είναι η σωματική εξόντωση, αλλά η ηθική καταρράκωση του ατόμου στον οποίο απευθύνεται το ψέμα. Ο θάνατος είναι το παγερό χαμόγελο του ψέματος κάτω από έναν “άρρωστο” ήλιο, ένα φως που δεν ζεσταίνει, αλλά παγιδεύει… Ο ιστός του ψέματος απλώνεται εύκολα. Μια λοξή ματιά, ένας ψίθυρος, μια υποψία που γίνεται εύκολα “βεβαιότητα” αρκούν. Το ανυποψίαστο θύμα ίσως μπορέσει να αντιμετωπίσει, σ’ αυτό το επίπεδο, την επίθεση, ίσως… Ο πολλαπλασιασμός και η απότομη αύξηση του ψέματος είναι εύκολη σε απάνθρωπες συνθήκες. Σαν αυτές που αφθονούν και κυριαρχούν στον καπιταλισμό. Το ψέμα γίνεται αποτελεσματικό εργαλείο αποκόμισης κέρδους και σε αυτό βασίζονται τα περισσότερα ΜΜΕ της εποχής μας. Οσο πιο μεγάλο το ψέμα, τόσο πιο μεγάλα τα κέρδη και επειδή τα κέρδη των εταιριών είναι τα “ιερά και τα όσια” του καπιταλισμού, ο ιστός του ψέματος μεγαλώνει, τόσο που ξεπερνά σύνορα, συνειδήσεις, ανθρώπινες αδυναμίες. Το ψέμα γίνεται μάστιγα και με το γκλομπ της αστικής εξουσίας δολοφονεί όποιον/α θέλει. Κίτρινος Τύπος και καταστολή και οι αδύναμοι θα εξαφανιστούν, ο καπιταλισμός πάντα θα δολοφονεί.
“Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ” (Εκδ. Μεταίχμιο), του Χάινριχ Μπελ, εξηγεί την προέλευση της βίας των αστικών καθεστώτων και την απάντηση της λαϊκής αντιβίας, έστω και μέσα από την ατομική αντίδραση. Γι’ αυτό και υπάρχει ο υπότιτλος “ή: Πώς μπορεί να γεννηθεί και πού μπορεί να οδηγήσει η βία”. Για τον Μπελ το θέμα είναι ταξικό και ας μη το τονίζει. Δεν χρειάζεται, η ιστορία της Καταρίνα δεν αφήνει περιθώρια για θεωρίες και ερμηνείες. Αν το έργο γραφόταν σήμερα, στην Ελλάδα, θα θύμιζε έντονα την περίπτωση της Ηριάννας και του Περικλή. Οι μηχανισμοί καταστολής του ελληνικού αστικού κράτους, Δικαιοσύνη, Αστυνομία, σε αγαστή συνεργασία με τα αιμοβόρα ΜΜΕ, κυνήγησαν ανελέητα τους δύο. Η υποταγή στον νόμο και την τάξη, η εξουδετέρωση του ταξικού εχθρού στόχος της αστικής εξουσίας. Στο βιβλίο του Μπελ συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Το γερμανικό κράτος, το 1974, χρησιμοποιεί ως αφορμή το κοινό έγκλημα για να επιτεθεί σε όσους θεωρεί ταξικούς εχθρούς. Η παραβίαση της αστικής νομιμότητας συνδέεται άμεσα με το πολιτικά ανορθόδοξο. Για τις αστυνομικές, διωκτικές αρχές, ο εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου δεν μπορεί να μην έχει σχέση με τον ταξικό εχθρό, τον κομμουνιστή. Και ο κομμουνιστής ή όποιον θεωρούμε αντιφρονούντα, σίγουρα έχει σχέση με τον κοινό εγκληματία. Στην περίπτωση της Καταρίνα Μπλουμ, το μεγαλύτερο μέρος της καταστολής αναλαμβάνει ο κίτρινος Τύπος και το κάνει με τον πιο κυνικό, αδίστακτο τρόπο.
Η νεαρή Καταρίνα Μπλουμ γνωρίζεται σε αποκριάτικο πάρτι με τον Λούντβιχ Γκέτεν. Περνά τη νύχτα μαζί του και μετά… ξεκινά η περιπέτεια της. Ο Γκέτεν καταζητείται από την Αστυνομία, κάτι που δεν γνωρίζει η Καταρίνα. Μαζί με τους αστυνομικούς εισβάλουν στη ζωή της και τα σκανδαλοθηρικά ΜΜΕ. Η μέχρι πρότινος αδιατάρακτη ζωή της, όχι μόνο ταράζεται, αλλά ανατρέπεται για πάντα. Η ήσυχη, εργατική, οικιακή βοηθός (σε σπίτι μεγαλοδικηγόρου) στοχοποιείται από τα ΜΜΕ, από την “ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ” όπως γράφει ο Μπελ. Η προσωπική της ζωή στα μανταλάκια μέσα από τον παραμορφωτικό δημοσιογραφικό φακό που απλά υπηρετεί τις αρχές της κίτρινης δημοσιογραφίας, τις αρχές των μέσων που όχι μόνο προπαγανδίζουν υπέρ της εκάστοτε αστικής εξουσίας, αλλά κυρίως δουλεύουν για τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Αυτά δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με όσους “αντιδραστικούς” επιμένουν. Η παραπλάνηση, η διαστρέβλωση, ο αμοραλισμός, σε όλο τους το μεγαλείο. Η “ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ” γίνεται αιτία να πεθάνει η μητέρα της Καταρίνα και κάπου εκεί εξηγείται το πώς γεννιέται η βία και πού μπορεί να οδηγήσει.
Η Καταρίνα οδηγείται στο έγκλημα, μια και δολοφονεί εν ψυχρώ τον δημοσιογράφο της “ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ”, που στην ουσία σκότωσε τη μητέρα της. Η Καταρίνα απαντά στην αδίστακτη επίθεση στην ηθική της ακεραιότητα, στην καταδίκη της λόγω ταξικής καταγωγής και στη βία που δέχεται λόγω φύλου και στερεοτυπικής αντίληψης γι’ αυτό (εύκολη, ελαφρών ηθών, κτλ). Το ξέσπασμα της, όσο και αν μένει στο ιδιωτικό και περισσότερο στον χώρο του αυθόρμητου, είναι η πρέπουσα απάντηση. Ο Χάινριχ Μπελ με μια αφήγηση που διέπεται από ειρωνεία και οικονομία δείχνει πεντακάθαρα το πραγματικό πρόσωπο της αστικής εξουσίας που διαχειρίζεται τον καπιταλισμό. Ψυχρά, χωρίς πάθος, μεθοδικά και με δομή παρουσίασης πρακτικών ανάκρισης. Η αρκετά καλή μετάφραση ανήκει στον Δημήτρη Δημοκίδη, προλογίζει η Σώτη Τριανταφύλλου.