«Θάνατοι στη χούντα», του Δημήτρη Βεριώνη
Η αιματοβαμμένη τοιχογραφία αποκαλύπτεται

Οι σκιές αυτές δεν χρειάζονται τον ήλιο για να μεγαλώσουν. Δεν έχουν ανάγκη το φως του για να λάμψουν, όχι. Τα δημιουργικά, αιχμηρά, ηλεκτρισμένα, σημάδια του χρειάζονται. Το πύρινο στεφάνι πρέπει να γίνει πύρινος τροχός, πρέπει να γυρίσει. Ποιος, όμως, θα δώσει τη δύναμη για να αρχίσει η μεγάλη κυκλική πορεία; Ο άνθρωπος μέσα μας, αυτός που δεν πεθαίνει ποτέ και αθόρυβα κατοικεί στην ψυχή μας. Και όταν πεθαίνουμε άηχα και αόρατα μεταφέρεται στο επόμενο φιλόξενο σώμα. Αυτός ο άνθρωπος είναι αυτός που δεν ησυχάζει, που δεν απλώνει την ανάσα του σε καθαρά σεντόνια και μαλακά μαξιλάρια. Αυτός ο άνθρωπος κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό και μια λέξη μόνο γεμίζει το στόμα του: Δικαιοσύνη. Τη λέει συνέχεια, αδιάλειπτα, με πάθος, με συνέπεια, με ένα κρατημένο δάκρυ. Και ο άνθρωπος που κουβάλα αυτόν τον άνθρωπο, κάποτε ακούει, κάποτε ξυπνάει και ξεκινά τη συνομιλία με τον άμορφο συνοδοιπόρο. Στην ξηρασία των ήσυχων χρόνων καταλαβαίνει πως ένα πράγμα ξεδιψά τον δολοφονημένο, αυτό που έχει πιαστεί στη φλέβα μας: Η δικαίωση. Αυτή σπρώχνει το μολύβι στο χαρτί, αυτή δεν αφήνει να επαναληφθεί το γονάτισμα και αυτή γυρίζει, εν τέλει, τον πύρινο τροχό. Στην πορεία αυτή, στην κίνηση αυτή, συναντάμε το βιβλίο «Θάνατοι στη χούντα» (Εκδόσεις Τόπος).
Το βιβλίο του Δημήτρη Βεριώνη έπρεπε να γραφτεί. Δεν ήταν, όμως, μόνο το χρέος, αλλά και η αίσθηση του ανθρώπινου, η σημασία του να είσαι άνθρωπος, αυτό που κινητοποίησαν τον συγγραφέα. Δική μας εκτίμηση και δεν μπορεί να κάνουμε λάθος. Αν θες να δικαιολογείς το ωραίο και το υψηλό που έχεις μέσα σου, οφείλεις να αναμετρηθείς, έστω μια φορά, με τα μεγάλα, με αυτά που σε ξεπερνάνε και είτε σε ποδοπατάνε είτε σου αφήνουν το βάρος τους παράσημο. Εδώ έχουμε τη δεύτερη περίπτωση. Η έρευνα του Βεριώνη είναι εξαντλητική, προσεκτική, μεθοδική και… αλύγιστη. Η επιμονή και η πίστη του σε αυτό που ήθελε να αναδείξει, να δικαιώσει, του έδωσαν την υπομονή και τη θέληση να φτάσει μέχρι εκεί που κανείς δεν είχε φτάσει: την ιστορική αλήθεια σε σχέση με τους θανάτους στη χούντα. Τι σημαίνει αυτό; Πρωτογενής έρευνα. Κάτι σπάνιο στις μέρες μας, κάτι που όταν συμβαίνει είναι αξιοθαύμαστο. Στις 805 σελίδες του βιβλίου αναβιώνει η μαύρη επταετία 1967-1974 και το δολοφονικό παρασκήνιο της. Κι ένα πράγμα υπήρχε, κυρίως, στο σκοτάδι και μέσα στον γύψο: Πτώματα, δολοφονίες, θάνατοι που έμειναν, οι περισσότεροι, άγνωστοι και αδικαίωτοι. Ο Δημήτρης Βεριώνης έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο μέρος αυτής της άγνωστης περιοχής και του είμαστε ευγνώμονες.
Δεν είναι μόνο οι δολοφονίες στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Είναι πολλά, πάρα πολλά. Οι νεκροί των πρώτων ημερών του πραξικοπήματος. Οι αναγνωρισμένοι νεκροί του αντιδικτατορικού αγώνα. Οι αποσιωπημένοι νεκροί του βασιλικού αντιπραξικοπήματος. Είναι το ζήτημα των φημολογούμενων νεκρών στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Είναι το κράτος εναντίον εφέδρων, εναντίον όλων. Είναι οι θάνατοι πολιτικών κρατούμενων, εξόριστων μετά τη δικτατορία. Είναι οι εξαφανίσεις. Όλοι ήξεραν ότι η χούντα κυβερνούσε τυραννικά. Είχε τον έλεγχο των πάντων. Κάθε πληροφορία ήταν κατευθυνόμενη, κάθε αντίδραση τσακιζόταν από το σιδερένιο χέρι, κάθε αισχρή φιλοδοξία είχε την κάλυψη των ΗΠΑ, κάθε θάνατος, βασανισμός, έπρεπε να αποσιωπηθεί. Η αντιδραστική σκέψη, πρακτική, πέρασε και στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, δικαιοσύνη, αστυνομία, στρατός, είχαν ακόμα πολλά χουντικά σταγονίδια. Γι’ αυτό και όσοι είχαν το θάρρος να ψάξουν την αλήθεια για τους θανάτους δικών τους ανθρώπων, έπεφταν σε τοίχο. Ο Βεριώνης, μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις, βιβλία, αρχεία, εφημερίδες, περιοδικά, ξένο-αντιστασιακό Τύπο, τηλεόραση-ντοκιμαντέρ, ιστοσελίδες καθώς και με φωτογραφίες των προσώπων που χάθηκαν, συνθέτει τη αιματοβαμμένη τοιχογραφία εκείνης της εποχής και σηκώνει το πέπλο που ο φόβος και η πολιτική αγυρτεία έριξαν. Τα στοιχεία είναι αδυσώπητα και κάθε κεφάλαιο κινείται με την ταχύτητα του ερευνητή: γρήγορα και αποφασιστικά. Το «Θάνατοι στη χούντα» είναι ένα αδιάψευστο επιχείρημα που συντρίβει την άρνηση, τον φασισμό, την άγνοια. Πολύτιμο.